Further tags

Ο Νίκος Φίλης, ο νυν υπουργός της παιδείας (;) μας. (βλ. κατελισμός)


Βλ. εδώ κι εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που όταν κοιμάται, ροχαλίζει (πολύ). Τόσο όσο δεν περνά (εύκολα) απαρατήρητο και μπορεί να καταντήσει εκνευριστικό, όσο και οι συνέπειες από την αϋπνία μετά.


- Κομμένο σε βλέπω σήμερα...
- Μ' άφησες όλη νύχτα να κοιμηθώ, βρε μαλάκα; Και με φλόμωσες και μου ροχάλιζες... Τί είσαι συ ρε πούστη μου;
- Χαχαχα! Έλα τώρα... Μήπως υπερβάλλεις λιγάκι;
- Τί υπερβάλλω, ρε; Είσαι συ ένα ροχαλιστήρι και πορδοκλανιριτζίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάσσαλος πρόσδεσης σκάφους ,δέστρα. Μπορεῖ νὰ βρίσκεται στὸ μόλο (φωτ.1) ἤ πάνω στὸ σκάφος (φωτ.2) (τονοδέτης, δέστρα επί του πλοίου, κίονας, κίονας πρόσδεσης σχοινιών, κιονίσκος μπαμπαδέλι ἐδῶ)

Πριν δέκα μήνες, στις 16 Αυγούστου 2001 βρισκόταν στην πρύμη του πλοίου και κατέβαζε τους καταπέλτες, όταν πάνω στο ρεμέτζο στην Παροικιά της Παρου κόπηκε σύρριζα η μεσαία μπίντα (τονοδέτης), δίχως μάλιστα να κοπεί ο κάβος, και τον σκότωσε ακαριαία. ἐδῶ

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

Ἀπὸ τὸ Ἀγγλικὸ bitt: δέστρα σκάφους, "μπαμπάς", μπίντα ἐδῶ

Εἶχα ὑπ' ὅψιν μου καὶ μιὰν ἄλλην ἐτυμολογία, ἀπὸ τὸ Ἰσπανικὸ pinta:βαμένη, ἀλλὰ μετὰ τὴν πρώτη (ποὺ βρῆκα στὸ διαδίκτυο) ἡ δεύτερη μᾶλλον δὲν πρέπει νὰ εἶναι σωστὴ.

φωτ. 1φωτ. 2

Ἡ ἴδιες ὀνομασίες ἰσχύουν καὶ γιὰ τὰ παραδοσιακὰ ξύλινα σκάφη, ὅπου φυσικὰ οἱ δέστρες εἶναι ἀπὸ ξύλο, ποὺ οἱ παλιοὶ καραβομαραγκοὶ σκάλιζαν στὸ χέρι μὲ πολὺ μεράκι φτιάχνοντας κομψοτεχνήματα. Ἐδῶ μπίντες ἔλεγαν τὶς κεντρικὲς δέστρες ποὺ ἦταν τοποθετημένες στὴν πλώρη καὶ στὴν πρύμη τοῦ καϊκιοῦ καὶ ἦταν γερὰ στερεωμένες μὲ χοντρὲς βίδες (στριφώνια) στὸν κεντρικό ἄξονα τοῦ σκελετοῦ τοῦ σκάφους. Ἐνῶ μπαμπάδες ἔλεγαν τὶς μικρότερες δέστρες ποὺ ἦταν τοποθετημένες στὶς δυὸ πλευρὲς τῆς πρύμης καὶ τῆς πλώρης καὶ ἦταν στερεωμένες στὸν πλευρικὸ σκελετὸ τοῦ σκάφους. Σὲ μικρότερα σκάφη, ἰδιαίτερα στὰ ἁλιευτικὰ, οἱ μπαμπάδες ἦταν "φυτευτοὶ" στὶς κουπαστὲς γιὰ ν' ἀφαιροῦνται ὅποτε ἐμπόδιζαν τὸ ρίξιμο ἤ τὸ σήκωμα κάποιων ἁλιευτικῶν ἐργαλείων (δίχτυα, παραγάδια, τράτα κλπ).

Μεταφορικῶς λέγεται καὶ γιὰ χαζοὺς, ἄμυαλους ανθρώπους. Ἄν δὲν μὲ ἀπατᾶ ἡ μνήμη μου τὴν ἔχω διαβάσει σὲ κάποιο πεζὸ τοῦ Καββαδία.

Καλὸ παιδὶ, δὲ λέω, ἀλλ' ἀπὸ μυαλὸ σκέτη μπίντα!

Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ ἄς αναφερθοῦμε καὶ στὸ "μπίντα γιάλα" ρεμπέτικο τοῦ Παναγιώτη Τούντα ἠχογραφημένο το 1932 μὲ τὴ Ρόζα Ἐσκενάζυ καὶ το 1933 μὲ τὸ Στελλάκη Περπινιάδη, μὲ παραλλαγμένους στίχους ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο ἀπαντοῦσαν στὸ ἐρωτικὸ κάλεσμα της πρώτης ἠχογράφησης. Ἀπὸ σχετικὴ ἔρευνα στὸ διαδίκτυο, ἐνῶ βρῆκα τὴν ἐτυμολογία τοῦ γιάλα (Τουρκικὸ yallah προτρεπτικὸ ἐπιφώνημα: ἐμπρὸς!, ἄντε! ἐδῶ), δὲν βρῆκα κάποια πιθανὴ ἐτυμολογία τοῦ μπίντα. Πάντως στὴν πρώτη ἠχογράφηση ἡ Ρόζα λέει μπίντι γιάλα καὶ, ὅπως βρῆκα ἐδῶ ...η λέξη "bint" στα αραβικά σημαίνει "κόρη" και "κορίτσι" και "binti" σημαίνει "κόρη μου", "κορίτσι μου".

ΜΠΙΝΤΑ ΓΙΑΛΑ

Τὸ τραγούδι πάντως καθιερώθηκε ὡς Μπίντα γιάλα καὶ ἔγινε μάλιστα καὶ προσωνύμιο τοῦ παραδοσιακοῦ μουσικοῦ Νίκου Καλαϊτζῆ, ἀπὸ τὸ Μεσότοπο τῆς Λέσβου ποὺ ἔγινε γνωστὸς ὡς Μπινταγιάλας ἐδῶ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που είναι χύμα, που κάνει, λέει και φέρεται όπως του 'ρχεται.

Τις πιο πολλές φορές είναι εύθυμος και πολύ κοινωνικός: η ψυχή της παρέας. Κάνει τους άλλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια με την ελαφρότητα, την πετριά, την ωραία τρέλα του που σκοπίμως αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις. Άλλες φορές μπορεί να χρησιμοποιείται και με αρνητική διάθεση για κάποιον που είναι ανοργάνωτος, δεν μπορεί να βάλει τάξη στη ζωή του, να βάλει σε τάξη τη ζωή του και είναι φελλός στον αφρό κι όσα παίρνει ο άνεμος. Ή πρόκειται για το ίδιο άτομο από δύο διαφορετικούς παρατηρητές που το περιγράφουν, ή και για δύο διαφορετικά άτομα.

Συνώνυμο: ο μποέμ.

- Πρέπει να βγεις οπωσδήποτε μαζί μας το βράδυ... Θα είναι κι ο Πάκης μαζί. Καλά τί να σου πω... Ο τύπος, εντάξει, είναι φοβερός! Θα πάθεις την πλάκα σου μαζί του!
- Είναι χαβαλές, κι έτσι;
- Τί χαβαλές... Τί πλάκες, τί κουβέντες, τί πειράγματα... Μες στην τρελή χαρά μονίμως! Χυμαδιό τελείως!

- Τί χάλια είναι αυτά; Οι κάλτσες στο γραφείο σου, η τσάντα σου στο ξύλο της κουρτίνας, τα ρούχα σου πεταμένα εδώ και κεί, χώρια τη σκόνη... Πώς είναι έτσι το δωμάτιό σου; Δε σ' αντέχω άλλο... Είσαι χυμαδιό εντελώς! Έλεος!
- Αυτό μ' εκφράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οἱ ἰδιοκτῆτες σπιτιῶν μὲ πισίνες.

Μᾶλλον ἀπαξιωτικὸς χαρακτηρισμὸς αὐτῶν ποὺ διαθέτουν πολυτελεῖς κατοικίες μὲ πισίνα. Στὰ χρόνια τῆς ἐπίπλαστης εὐμάρειας ἀρκετοὶ ἀπέκτησαν τέτοια σπίτια συνήθως φοροδιαφεύγοντας, εἰσπράτοντας μίζες, ξεπλένοντας βρώμικο χρῆμα καὶ γενικῶς κάνοντας ὅλα ὅσα μᾶς ἔφεραν ἐδῶ ποὺ εἴμαστε σήμερα. Ἡ πισίνα ἦταν σῆμα κατατεθὲν αὐτῆς τῆς κατηγορίας τῶν συμπολιτῶν μας, σύμβολο ἐπείδειξης τοῦ νεοπλουτισμοῦ τους. Συνήθως δὲ, ἦταν μόνο γιὰ τὸ θεαθῆναι, μιᾶς καὶ τὴ χρησιμοποιοῦσαν ἀπὸ ἐλάχιστα ἕως καθόλου.

Οι άλλοι, οι έχοντες και κατέχοντες, οι πλούσιοι, οι μεγιστάνες, οι «πισινάδες» (εννοώ αυτούς που έχουν πισίνες στις επαύλεις τους, οι οποίες έχουν αεροφωτογραφηθεί, αλλά μας έμειναν οι φωτογραφίες!), τι κάνουν; ἐδῶ

Ἐξ ἄλλου δὲν εἶναι τυχαῖοι οἱ συνειρμοὶ ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὴ γενικὴ πληθυντικοῦ ὅπως: έγκαταστάσεις, συντηρήσεις, καθαρισμοὶ πισινῶν, μὲ ἀποτέλεσμα κάποιοι νὰ χρησιμοποιοῦν τὸν ἀδόκιμο ὅρο: πισίνων.

Η καταγραφή των αδήλωτων πισίνων άρχισε επί εποχής του κ. Δ. Γεωργακόπουλου (αποκαλούμενου και Γκάλθμπρέϊ), όταν αυτός ήταν γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών, επί υπουργίας του κ. Γ. Παπακωνσταντίνου.

Σύμφωνα με το λεξικό του Μπαμπινιώτη η γενική των πισίνων, χρησιμοποιείται από τους ομιλητές και γράφοντες για λόγους προφύλαξης, αντί του ορθού πισινών). ἐδῶ

Ἐτυμολογικῶς προέρχεται ἀπὸ τὴν πισίνα <βενετ. pissina < ιταλ. piscina "ιχθυοτροφείο" < λατιν. piscis "ψάρι" ἐδῶ.

Ἐδῶ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ποῦμε καναδυὸ πραγματάκια ἀκόμη. Κατὰ τὰ τέλη τῆς Ρωμαϊκῆς δημοκρατίας (περὶ τὰ μέσα τοῦ πρώτου αἰῶνα π.Χ.) πολλοὶ, στρατιωτικοὶ κυρίως, εῖχαν μαζέψει τεράστια πλούτη καὶ ζοῦσαν προκλητικὰ μέσα στὴ χλιδὴ.

Ἐκλεκτὰ εἴδη ψαριῶν ψαρεύονταν καὶ διατηροῦνταν ζωντανὰ σὲ δεξαμενὲς δίπλα στὴ θάλασσα μὲ προορισμὸ τὰ στομάχια τῶν καλοφαγάδων τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ διαβόητος Λούκουλος, ποὺ διέθετε, μεταξὺ ἄλλων, "ἐπαύλεις στὸ Tusculum καὶ στὴ Νεάπολη (σημερινή Νάπολη, στὸ νησάκι Castel dell'Ovo ἐδῶ). Ἡ τελευταία διέθετε δεξαμενὲς ψαριῶν ἐδῶ:

He had...villas around Tusculum and Neapolis. The one near Neapolis included fish ponds and man-made extensions into the sea...

Οἱ ἰδιοκτῆτες αὐτῶν τῶν ἐπαύλεων μὲ τὰ θαλάσσια ἐνυδρεῖα κατὰ τὴν Ρωμαϊκὴ ἐποχὴ ὀνομάζονταν πισινάριοι (λατιν. piscinarii) καὶ ἀποτελοῦσαν χαρακτηριστικὰ δείγματα ἐκφυλισμοῦ καὶ ἔκπτωσης τῶν ἀξιῶν, ποὺ ὁδήγησαν στὴν κατάλυση τῆς Ρωμαϊκῆς δημοκρατίας ἀπὸ τὸν Αὔγουστο λίγα χρόνια ἀργότερα.

Ὁ σύγχρονός τους Κικέρων, ἀναφἐρεται σ' αυτοὺς ὑποτιμητικὰ:

...οἱ πλούσιοι (ἐννοῶ οἱ φίλοι σου οἱ πισινάριοι) δὲν ἔκρυψαν τὴ ζήλεια τους γιὰ μένα. ἐδῶ:

Cicero...Rather cynically, he referred to these ancient fishkeepers as the Piscinarii, the "fish-pond owners" or "fish breeders", for example when saying that ...the rich (I mean your friends the fish-breeders) did not disguise their jealousy of me.

Ἡ ζωὴ (καὶ ἡ ἱστορία) κύκλους κάνει ἤ O tempora o mores, ποὺ θὰ ἔλεγε καὶ ὁ προαναφερόμενος.

Got a better definition? Add it!

Published

γαμάω τους περίεργους

"Πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι κάνεις;" ή "τι δουλειά κάνεις;"
Λέγεται συνήθως:
1. Όταν ο άλλος έχει καταντήσει τσιμπούρι με τις ενοχλητικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του και θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε με όχι και πολύ... ευγενικό τρόπο.
2. Χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών.

- Και δε μου λες, εσύ από πού τα ξέρεις όλ' αυτά και ανακατεύεσαι; Τι δουλειά κάνεις;
- Γαμάω τους περίεργους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καουμπόης. Ο βλάχος που δεν έχει βγει ποτέ απ'το χωριό, σπανίως βλέπει κάτι παραπάνω από τα βυζιά της αγελάδας του ή ο, τι άλλο ζωντανό έχει και το σιάζει και το γάλα που των αρμέγει, αλλά παράλληλα είναι ονειροπόλος. Τα όνειρά του άσπρα. Η συνείδησή του άσπρη. Η επίγνωση για την πραγματικότητα εκτός των στενών ορίων της δικής του κι αυτή λευκή και άγραφο χαρτί. Γενικότερα, ο αθώος, ο αγνός άνθρωπος που μπορεί ακόμη και σαν όλα τα καλά παιδιά να πίνει ακόμα γάλα, ο αφελής (επαρχιώτης στα μυαλά). Το κούτελό του είναι καθαρό και η συνείδησή του πανάλαφρη. Οι πιο περπατημένοι και παθιάρηδες χαρακτηρίζουν τους ολίγον τί φλωρίζοντες έτσι. Είναι ταπεινός, αλλά μπορεί ο όρος να περιγράφει και τον κακώς εννοούμενο βλάχο, το βλαχαδερό, τον (και κοινωνικά) καθυστερημένο.


1.- Να'τος ο Φανούρης! Κατεβαίνει την πλαγιά και θαρρεί πώς θα κατακτήσει τον κόσμο...
- Τρομάρα του... Λέει πως θα κατέβει στην πόλη να βρει νύφη! Μα κοίτα τόνε πώς κορδίζει!... Να χεστεί απ'τη χαρά του είναι έτοιμος!
- Είναι γαλατάς μεγάλος και θα τόνε πιάσουνε κορόιδο οι παστρικές κι οι αετονύχηδες... Πάει με όνειρα κι ελπίδες και θα του πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Δεν ακούει ότι δεν είναι γι'αυτά, για πονηριές... Άσ'τονε να πάθει για να μάθει!
2.- Είπα του Δημήτρη να περάσει από δω να μου δείξει πέντε πραγματάκια που δεν ξέρω με τούτο δω το μαραφέτι...
- Άσε με, μωρέ με κείνονα το γαλατά... Μα είναι δυνατόν να περιμένεις σοβαρή δουλειά απ'αυτόν τον ανισόρροπο; Θα σ'το χαλάσει και θα κλαις. Έτσι την πάτησα κι εγώ. Πήγαινε σε κάναν ειδικό καλύτερα...

Got a better definition? Add it!

Published

Και βεβαίως θηλυκό μακαρίτισσα, δεν έχουν μόνο οι γκόμενες μακάβριο χιούμορ :) Πιστεύω μάλιστα ότι η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε στο θηλυκό - ή μάλλον μπορώ να σας βεβαιώσω ότι εγώ την πρωτοάκουσα σε θηλυκό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φέρων τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας ομάδας συνήθως εναλλακτικής και αντεργκράουντ αλλά ταυτόχρονα ίν.

Ο φασαίος δηλαδή δε μπορεί να ανήκει σε μια αφανή εναλλακτική ομάδα με λίγους υποστηρικτές. Αντιθέτως, ανήκει σε ομάδες που ενώ αυτοχαρακτηρίζονται αντεργκράουντ, τα εξωτερικά τους γνωρίσματα υιοθετήθηκαν από πολλούς καταλήγοντας έτσι μέινστριμ (βλέπε μούσι, τατού).

Η ιδιότητα του φασαίου ωστόσο δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα αλλά στο γενικότερο άτιτιουντ. Ο φασαίος απαντάται σε συγκεκριμένα μαγαζιά-στέκια όπου συχνάζουν άλλα άτομα «της φάσης του», έχει συμβατά μουσικά ακούσματα με «τη φάση», πηγαίνει διακοπές σε συγκεκριμένα μέρη κλπ.

Τελευταίο και σημαντικότερο, η ιδιότητα του φασαίου δε συνίσταται στην εξωτερική εμφάνιση και στο άτιτιουντ από μόνα τους αλλά στην έλλειψη κοινωνικής ζωής και προσωπικότητας εκτός «της φάσης του». Ο φασαίος ζει, αναπνέει και τρέφεται μέσα από «τη φάση» και δε μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτή. Έτσι, ακόμα και αν κάποιος φέρει κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα φασαίου, εάν κινείται με την ίδια ευκολία έξω από τον φασαίικο κοινωνικό κύκλο, εάν έχει άλλα πράγματα και ασχολίες που τον γεμίζουν πέρα από αυτόν, δε μπορεί να χαρακτηριστεί εξολοκλήρου φασαίος.

- Πού 'σαι μαν μου? Πάμε Γκάζι το βράδυ?
- Μπα, όχι. Έχω βαρεθεί όλους τους φασαίους εκεί πέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα που κατεξοχήν αναφέρεται σε αυτοκίνητα ή σε γυναίκες: επίθημα για άντρες.

Στην πρώτη περίπτωση αφορά την κίνηση των τροχών του τουτού και αντικαθιστά έτσι το επίθημα -κίνητο (μπροστοκίνητο, πισωκίνητο, τετρακίνητο) της καθομιλουμένης.

ολα τα αυτοκινητα εχουν την χαρη τους και αλλα φτιαχτηκαν να ειναι μπροστινα αλλα πισινα και αλλα τετρακουνες

από φόρουμ

Στη δεύτερη περίπτωση αναφέρεται στα οπίσθια της κυρίας, και αποτελεί έτσι συνώνυμο του -κώλα, αλλά με θετικότερες συνδηλώσεις. Έλκει σαφώς από την κινησιολογία που κατά το κλισέ παρατηρείται σε θελκτικά θήλεα, όρα σεισοπυγίς, σεινάμενη-κουνάμενη, τσακίσματα-κουνήματα και τοιαύτα κλασικά. Δεν είναι και πολύ διαδεδομένο, αν και έχουμε στο σάιτ ήδη τη χαμηλοκούνα, πάντως θα μπορούσε ν' ακουστεί ας πούμε το εξής:

- Λέλοοοο... Μωρουλίνιιι;... Θα έρθεις να μου ανεβάσεις το φερμουάαααρ;...
- Τουρλοκούνα μου εσύ... κάτσ' κατεβάσω μία το δικό μου και βλέπουμε.

Καθότι δηλωτικό θηλυπρέπειας, χρησιμοποιείται εύλογα και για άνδρες ομοφυλόφιλους.

ΤΕΤΟΙΑ ΜΟΥΝΑΡΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ ΜΕ ΣΤΑΝΤΑΡ ΠΟΥΤΣΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΞΕΣΚΙΖΟΥΝ. ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΟΥΝ ΟΙ ΦΛΩΡΟΙ ΤΟΥ ΚΩΛΟΝΑΚΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΙΣΩΚΟΥΝΕΣ ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ

από τσοντοσάιτ

Προφανώς, η σχέση γκόμενας και αυτοκινήτου, όπως αυτή συλλαμβάνεται στο τυπικό φαντασιακό του σημερινού ανδρός, κατά τα δημοφιλή περιοδικά(...), είναι τόσο καλά σφυρηλατημένη, ώστε τα όρια μεταξύ -κίνητου και -κώλας συχνάκις να συγχέονται —επίτηδες-ξεπίτηδες, το ίδιο πράμα.

Οι καλύτερες γκόμενες όπως και τα καλύτερα αυτοκίνητα,είναι πάντα πισωκούνες.

από τουίτερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified