Further tags

Κλασικός σλανγιωτατισμός τση εκφράσεως κάνω την πάπια.

Ορισμένοι μπαμπάδες νέας κοπής το εκφέρουν συνεκδοχικά κι όταν αι θυγατέραι των (ή, Θεός φυλάξοι, οι υιοί των) βγάζουν σέλφι με ντάκφεϊς.

Εναλλακτικά, όταν κάποιος καγκουρόσαυρος κάνει μοντιφιές στην Nissan του.

Αγραμματιστί: ποιώ την νήσσαν.

Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της νυκτός, περίπου στα 400 π.Χ. οι Γαλάται επεχείρησαν αιφνιδιαστικήν επίθεσιν ίνα καταλάβωσιν την αιωνίαν πόλιν (Roaming).

Αι καλοθρεμμέναι χήναι του Καπιτωλίου, λαβούσαι πρέφαν τι διημείβετο, επάτησαν τας τσιρίδας, με αποτέλεσμα να αφυπνισθώσιν οι ημικαθεύδοντες φλουροί (εκείνα τα χρόνια επετρέπετο να φυλώσι σκοπέτο καθιστοί και τον ψιλο-έπαιρναν) και να απωθήσωσιν τς εισβολείς.

Έκτοτε εις την πρωτεύουσαν της αυτοκρατορίας, αι χήναι ετιμώντο δεόντως υπο των Ρωμαίων ως σωτήρες της πόληώς των, ενώ εμισούντο βαθέως υπό των Γαλατών, οίτινες τας κατέσφαζον ευκαιρίας δοθείσης και εκατασκεύαζον η-πατέ φουα γρά με το ήπαρ των ινα τας εκδικηθώσιν (εν συνεχεία το εσυνήθισαν και τους ήρεσεν).

Ότε μετεφέρθη η πρωτεύουσα του ιμπέριου εν Κωνσταντινουπόλει (330 μ.Χ.), ο Κωνστάντιος ο Α΄ (ο Ξηρός) μιμούμενος τας συνηθείας της Ρώμης, εκτός του ότι διήρεσεν ομοίως αύτην εις 14 περιοχάς, διετήρη τάφρον με ιερά παπάκια (διότι δεν τους ηυρίσκοντο παρεπιδημούσαι χήναι) πλησίον του παλάτσου, ίνα κρώζωσιν και να ειδοποιεί η ακάθιστος (πλέον) φρουρά τον Πρωτοκουβικουλάριον διά τυχόν κίνδυνον (Συμεών Πικραμένος τ. ζ΄ σελ. ιθ΄ στιχ. κγ΄).

Όπως παρατηρεί ο Λεπενδρηνός στα 1178, η πόλις της Θεσσαλονίκης ως δευτέρα της αυτοκρατορίας, εμιμήθη εν συνεχεία τα μεγαλεία της πρωτευούσης και εκατασκεύασεν χαβούζαν με παπάκια πλησίον της Αχειροποιήτου, η χρησιμότης των οποίων όμως είχεν από μακρού λησμονηθεί, προϊόντων των αιώνων.

Πράγματι, μνημονεύει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ότι «… ο Μανουήλ Κομνηνός ως ηδέως ηρέσκετο πλατσουρίζειν μετά νησσών πολλών λουόμενος…», έθιμον το οποίον και εξεπόρτισεν (export) εις Εσπερίαν ο Αλδουίνος των Νορμανδών.

Ούτω πως, η τάφρος εφυλάσσετο υπο βλοσυρών Τσιφίτ-μπασήδων (Εβραίων), οίτινες ουχί μόνον ωλιγωρούσαν ως προς την δίαιταν των πτηνών από καρμιριά, αλλ’ επωφελούντο πωλούντες το σιτηρέσιόν των και ενθυλακούντες το αντίτιμον.

Ως εικός, αι νήσσαι (παπάκια) τω προαναφερθέντι μόδω σκαιώς μεταχειρισθείσαι, εμουλάρωσαν (τρόπος του Ленин) και ότε επλάκωσαν οι Νορμαντέζοι το 1185, αύται έκαναν τη γκορόιδα…

(Χότζας, εδώ)

Ένα από τα περίφημα ντακ-φέισιζ της Σώτης Τριανταφύλλου. (από Khan, 10/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βουτυρομπεμπές, το βουτυρόπαιδο, ο φλώρος. Υπάρχουν μερικές εκφράσεις όπου ο κώλος θεωρείται ως η έδρα (pun intended) της σκληράδας/ εμπειρίας/ ψησίματος στη ζωή ή αντιθέτως της φλωριάς. Λ.χ. ο κωλοπετσωμένος έναντι του τρυφερόκωλου, τρυφεροκώλη και του ευαισθητόκωλου. Συναντάται σπανιότερα και ως βουτυροκώλης.

Πάσα (Δ.Π.): Δεινόσαυρος.

1. Ο βουτυρόκωλος κουνελογαμίκος με τα πατομπούκαλα και το χαμόγελο της σαύρας που της τρέχουν τα σάλια, ήρθε να εκτελέσει διατεταγμένη υπηρεσία για λογαριασμό του λόμπι της αλλαξοκωλιάς και της αιώνιας φοροδιαφυγής. Μια από τα ίδια ψωλίδια δηλαδή.

2. - Δασκάλα χαστούκισε οκτάχρονο μαθητή στην Ηλεία
- ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΚΛΑΨΕΙ Ο ΒΟΥΤΥΡΟΚΩΛΟΣ ΜΠΟΥΛΗΣ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ. ΕΦΑΓΑ ΧΑΣΤΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΕΜΑΘΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.!!

3. «Δε μιλώ με τεντιμπόιδες αγαπητέ», το ξέκοψε αποφασιστικά ο ευγενικός κύριος και γύρισε αλλού το κεφάλι.
«Δεν είναι τεντιμπόις, βουτυρόκωλος είναι, χειρότερος και από σένα», αντιγύρισε η γνωστή μου κυρία, «γιατί μπορεί να λέει πως δεν χωνεύει τάχα τους γραβατωμένους χοντρομπαλάδες αλλά κατά βάθος είναι μαζί τους«.

4. Οσο για εκπαιδευση θα επρεπε το στρατοπεδο να το βλεπουν μονο οταν πανε για υπνο και φαγητο. Στιβος μαχης για ολους καθε μερα ,απειρες βολες σε ολα τα φορητα οπλα τουλαχιστον 1-2 φορες την εβδομαδα και ασκησεις πολεμικων παιγνιων καθημερινα. Δηλαδη σεναρια πολεμικα με οπλα paintball σε ειδικα διαμορφωμενες εκτασεις οπως αστικο περιβαλλον, πεδινο,ορεινο εδαφος και ενα σωρο αλλα οπως μαχη σωμα με σωμα, λαβες μαχης, πολεμικες τεχνες. Ουτε μαζεμα γοπας, ουτε καθαρισμα χεστρας ,ουτε σκουπισμα λες και ειναι φιλιππινεζες. Για αγγαρειες καθαριστριες. Αυτο πως θα σου φαινοταν; Θα το αντεχες για να νιωσεις πραγματικος στρατιωτης με πραγματικη εκπαιδευση η' ο καθε βουτυροκωλος θα εβαζε λυτους και δεμενους να τον γλυτωσουν απο τους βαρβαρους καραβαναδες που τον βασανιζουν ;

Εμένα πάντως ο νους μου πήγε αλλού (από σφυρίζων, 02/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες δαγκωνιάρηδων:

Με επιμελή εκπαίδευση και κοινωνικοποίηση, είναι εφικτό να μετριαστεί η δαγκωνιάρικη φύση ρατσώνε σκύλωνε με γενετική προδιάθεση (βλ. Πιτ Μπουλ, Τσιουάουα, Τσόου-Τσόου κ.ά.). Αντιθέτως, όσο κι αν χτυπιούνται χίλιοι κασιδιάρηδες, είναι σχεδόν αδύνατο να μεταμορφώσεις ένα Μπίγκλ ή ένα Γκόλντεν Ριτρίβερ δαγκωνιάρικες μηχανές. Το αυτό ισχύει και δια τα πετούμενα: οι παπαγάλοι Αμαζονίου είναι από την φύση τους πιο τζωραίοι από ένα εκ γενετής χουχουλιάρικο Κοκατού.

Τα πιράνχας, οι κορκόδειλοι και τα γατιά απλά δεν εκπαιδεύονται.

1.
Δειλά – δειλά, με τη δειλία σκουληκαντέρας, σκάνε ανύποπτα αγγελίες που ζητούν “δημοσιογράφους με… κεφάλαιο”! Πλαφόν τα 1000 ευρώ. Τα οποία, όπως (σου) εξηγούν, σου επιστρέφονται όταν το περιοδικό, το site, το εφημεριδάκι τοίχου κάνει… απόσβεση, αλλά εσύ σε κάθε περίπτωση θεωρείσαι “συνεργάτης”.(...) Κι όσο κι αν «δαγκώνει» η απόγνωση, στη γωνία υπάρχουν, πιο «δαγκωνιάρηδες», με “κορυφαία” sites που προσφέρουν προοπτικές μόνιμης απασχόλησης….

2.
Ο Μένιος ο γαιδαράκος που φιλοξενείται και αυτός εκεί !! Μπορεί να είναι δαγκωνιάρης αλλά είναι ένας γλύκας δεν συμφωνείται ;

3.
Δαγκωνιάρης σκύλος και μωρό... Λοιπόν ήρθε η ώρα να σας γράψω τον πόνο μου. όπως ανέφερα και στις συστάσεις, ο Ιβάν μας είναι «ηλικιωμένος» τσόου, τον έχουμε από μωρό...πριν 7 μήνες γεννήθηκε η κορούλα μας, οπότε τώρα έχουμε 2 μωρά - 1 δίποδο και ένα τετράποδο (...) ... τι θα γίνει όταν αρχίσει το μωρό να μπουσουλάει / περπατάει; scr: δε μπορούμε να τον έχουμε συνεχώς απομονωμένο, δεν έχουμε κήπο :-| ποιός μας εγγυάται ότι δε θα κάνει καμία κίνηση που ο σκύλος θα την εκλάβει ως απειλή;... ούτε που να σκεφτώ τη συνέχεια..

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για κάποιον που δεν έχει αρκετή ή και καθόλου σχέση με αυτό στο οποίο αναφέρεται ο ομιλητής.

Χρησιμοποιείται κυρίως μειωτικά, για ανθρώπους που ενώ παρουσιάζονται ως σχετικοί, ή έστω προσπαθούν να είναι, παραμένουν καταβάση άσχετοι και αναρμόδιοι.

Ακόμη: ασχετοσχετικός.

  1. Όλοι είμαστε σχετικοάσχετοι για τον απλούστατο λόγο ότι η τεχνολογία τρέχει και εξελλίσσεται καθημερινά με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε κάθε μέρα μπροστά σε κάτι καινούριο το οποίο για να το κατανοήσουμε πρέπει να αντλήσουμε πληροφορίες γι' αυτό. (από εδώ)

  2. τι σημασία έχει πόσοι ήταν οι νεκροί του Πολυτεχνείου (και τι λένε διάφοροι σχετικοάσχετοι γι’ αυτό) ή πόσο μαζική ήταν για να τιμούμε την επέτειο ως λαϊκή εξέγερση και ως ΤΗΝ κορυφαία πράξη αντίστασης ενάντια στην χούντα; (από εδώ)

  3. Βασικά θα περιοριστώ στις αποδόσεις του Ladbrokes γιατί δεν μπορώ να χάνομαι σε ερασιτεχνικές συζητήσεις σχετικοάσχετων σχετικά με το ποια ομάδα παίζεται και ποια όχι. Αυτά είναι μαλακιές. Και πέρυσι η Ρέντινγκ ήταν φαβορί και πήγε γαμώντας αλλά με τις αποδόσεις που την χαρακτήριζαν τι να την κάνω. (από εδώ)

  4. Παρακαλούνται οι σχετικοάσχετοι πανηγυρίζοντες σχολιαστές να γνωρίζουν ότι το πρόβλημα της Ιρλανδίας ήταν ότι η ΕΕ ανάγκασε το δημόσιο να φορτωθεί όλα τα χρέη των τραπεζών της ,όταν έσκασε η φούσκα, οπότε αναγκάστηκε να κάνει περικοπές για να μπορέσει να πληρώσει τα χρέη τους. (από εδώ)

  5. Διότι κύριοι συνάδελφοι ΔΕΝ είμαστε καλοί επιχειρηματίες και δε θα μπορούσαμε να είμαστε ο καθένας μόνος του. Κι όσοι το πιστεύουν αυτό έχουν αλλάξει γνώμη (θέλω να ελπίζω) τα τελευταία δύο χρόνια όταν ισχυρότατα φαρμακεία πλέον στενάζουν από γεμάτα ράφια με προϊόντα και άδεια ταμεία. Οι ίδιοι που τους δημιούργησαν το πρόβλημα (πωλητές και product manager εταιριών, σεμιναριομάνατζερ, κάθε λογής “πετυχημένοι” σχετικοάσχετοι) τώρα τους υποδεικνύουν τη λύση: για να τα πουλήσουν πρέπει να αυξήσουν τη χρονική πρόσβαση. Το ότι με παραπλανητικές τεχνικές τους τα έχουν φορτώσει μειώνοντας τη ρευστότητά τους οι ίδιοι που τώρα τους παραδίδουν μαθήματα αναδελφοσύνης το έχουν καταλάβει; (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων που αποκαλούνται τοιουτοτρόπως:

Α' μεγάλη κατηγορία
1.
πρεζάκιας - Συνώνυμα: (...) 8. φιξάκιας / ξάκιας (από το φιξάκι = ένεση, ποδανιστί ξάκιφι)

Β' μεγάλη κατηγορία
2. Αν βάλετε έναν άπειρο ποδηλάτη με το καλύτερο τούμπανο δισκοφρενάτο ποδήλατο κι ένα τυπάκι της Bondex να κάνουνε μια κοντρίτσα στην Αθήνα της μεσημεριανές ώρες της κίνησης, θεωρώ πως περισσότερο ασφαλής (και γρηγορος) θα είναι ο φιξάκιας

3.
Aρέσουν στα κορίτσια οι φιξάδες; Μπαα! Απλώς τους κάνει εντύπωση το χωρίς φρένα ή τα ποδήλατα που έχουν ωραία χρώματα!

Γ' κάπως μικρότερη κατηγορία
4.
κανονικά έπρεπε να είμαι επίτιμος καλεσμένος που έμαθα στους ΦΙΞάδες να φτιάχνουν μπύρα...αλλά εντάξει, είμαι υπεράνω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικότυπος, πρόκειται για την στρουμπουλή και ελαφρώς παχουλή γυναίκα, όπου όμως ισχύει μέχρι κάποιο βαθμό το «τα πάχη μου, τα κάλλη μου», καθώς βγάζει κάτι το χυμώδες, το σεξουλιάρικο, το μητρικό, μια ζουισάνς όπου ο έρωτας περνάει από το στομάχι.

Βγάζει κάτι σε νεολωξάντρα, σε νεοσιξτίλα, σε μπεμπέκα. Νταξ στους ανορεξικούς καιρούς που ζούμε μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αρκετά αρνητικά ή κατ' ευφημισμόν για να μην πούμε ότι η κοπέλα είναι τόφαλος, ή έστω έχει λίγα κιλά παραπάνω από ό,τι θα θέλαμε σύμφωνα με τα μοδέρνα, φευ, γούστα μας. (Παρεπιφτού, μία λύση για την ζουμπουρλού είναι να το παίξει ειρωνική ζουμπουρλού, emoζουμπουρλού, ζουμπουρλογκοθού κ.ο.κ.)

  1. Την Ελένη Μενεγάκη την αφήσαμε ζουμπουρλού και παχουλούλα στα τελευταία μπάνια του καλοκαιριού και την βρήκαμε φιτ και αδύνατη στην πρεμιέρα της εκπομπής της. (Μενεγάκη, Λίλη: Πώς έχασαν κιλά;)

2. Ξεχάστε τις δίαιτες στον ύπνο σας και πιάστε τα κοψίδια. Όσο πιο στρογγυλή, παχουλή και ζουμπουρλού γίνεστε τόσο πιο καλό το όνειρο, όλα καλά, όλα τέλεια. (μην μπερδευτείτε και εφαρμόσετε τις οδηγίες στον ξύπνιο σας θα απογοητευτείτε και δε φέρουμε καμία ευθύνη).

  1. Σε βλέπω μου χαμογελάς και με κοιτάς με νάζι
    μετά το παίζεις γκόμενα και τάχα δε σε νοιάζει
    μακρυμαλλούσα ζουμπουρλού με τα γεμάτα στήθη
    το βλέμμα σου το αδιάφορο εμένα δε με πείθει

Το ξέρω πως κι εσύ ζητάς, μάτια μου, απεγνωσμένα
να δεις το νόημα της ζωής με πόδια ανοιγμένα
και το κορμί το ζουμερό θέλει χαρές να κάνει
με πλάτη –εκεί– στο δάπεδο και φάτσα στο ταβάνι. (Στιχάκιας στιχώνει εδώ)

4. Σε είδα: Αιόλου. Κοκκινομάλλα, σε έχω τύχει πολλές φορές να κυκλοφορείς πέριξ της πλατείας Αγίας Ειρήνης, κοντούλα και ζουμπουρλού. Δεν θυμάμαι μόνο ποια ήταν η τελευταία φορά που σε είδα. Ένας ψηλός με γένια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άφραγκος, ο μπατίρης, αυτός που 'χει ξεμείνει από λεφτά, που 'χει μείνει ταπί. Γενικότερα, ο φτωχός.

  1. Παντα ετσι δεν κανουν ολοι; Να κερδισουν το ΘΡΥΛΟ.....κι ας πεσουν κατηγορια,μονο αυτο θελουν.....οι ακουποι,αμπαλοι,αμυαλοι.......αλεφτοι(χωρις λεφτα) (από εδώ)

  2. Α έχω να δηλώσω έλα αν ξέρεις να μαγειρευεις ειδικά! έτσι κι αλλιως σκουρα προβλεπονται τα πραγματα στην πατρίδα
    Β: έχω να δηλώσω ότι...φοβάμαι το εξωτερικό για τέτοια μόνιμα ανοίγματα επίσης είμαι τάπω
    Γ: Είσαι και συ κοντή;;;
    Β: όχι μαρήηηηη άλεφτη
    (από εδώ)

  3. - στο 78.50 αγορασα λιγα ΤΝΑ αυριο αν γινει χαμος θα αυξησω λιγο θεση..
    δεν αντεχω εντελως αχαρτος:)
    - cold, έχω ΤΖΑ που θα τα δώσω στο τέλος του μηνός (Μαϊου) και θα πάρω ΤΝΑ! Έτσι δεν μένω ποτέ άχαρτος-άμα δεν αντέχεις! Μόνο άλεφτος!!:))
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που φοβάται πολύ. Στον πληθυντικό κιοτήδες, στον αόριστο κιότεψα.

  1. Μόλις είδαν τους τούρκους κιότεψαν.

  2. Γυρίστε πίσω ρε κιοτήδες.

  3. Είσαι μεγάλος κιοτής, τράβα μπροστά ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσχημος, κακοφτιαγμένος.

Τι αμπράζικη είναι αυτή η γυναίκα, μεγάλα δόντια, καμπούρα μύτη, δε βλέπεται λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει ατιμίες, μεταφορικά ο παμπόνηρος, αυτός που ελίσσεται, διπλωμάτης, ο καταφερτζής.

Ε ρε τρικέρη, την κατάφερες τη γυναίκα σου τελικά να πάτε διακοπές στο χωριό σου για το Πάσχα, και όχι στο γυναικοχώρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified