Further tags

Ο άβγαλτος, ο αφελής κι ο εύπιστος, ο επαρχιώτης στην Ομόνοια που θα έλεγε κι ο Νιόνιος.

Η χαρά του πάσης φύσεως αετονύχη παπατζή, νταβατζή, πολιτικού, έμπορου: θα τον γδάρει στα ζάρια, θα του πουλήσει μαϊμού iPhone, θα τον πείσει εύκολα να κάνει χρήση ναρκωτικώνε.

Εκ του ψιμάρι, το όψιμο κατσικίδιο και ωσεκτουτού, κορόιδο. Βλ. επίσης: ψάρι, νουμπάς.

[1.](3.
Την άλλη μέρα ξαναστήνανε τη «μηχανή τους» για να βρούνε καινούρια ψημάρια.

4.
μερικοί παπατζήδες και «μαύρο-κόκκινο κερδίζει» τη βγάζουν στα πεζοδρόμια με κράχτες, περιμένοντας τα ψημάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. O στηθόδεσμος.

  2. Η γυναίκα που σε θέλγει με το ακαταμάχητο στήθος της και σε παγιδεύει. Ή, ακόμη πιο συγκεκριμένα, το ίδιο το υπερμέγεθες στήθος μέσα στο οποίο φανταζόμαστε ότι μπορεί να χαθεί ο άντρας ή μετωνυμικώς ο πέοντας. (Όσο να είναι, παίζει και ψυχαναλυτικής υφής φόβος για μητέρα που παγιδεύει τον γιο της, ή πιο ακραία τον έλκει πίσω στην κατάσταση ταύτισης μαζί της).

  3. Εδώ το βρίσκουμε ως απόπειρα μετάφρασης του αγγλικάνικου booby-trap. Το τελευταίο σημαίνει γενικά παγίδα, που συνίσταται συνήθως από εκρηκτικά που σκάνε αιφνιδίως, και όπως βλέπουμε εδώ έχει ισπανική ετυμολογία από τη λέξη bobo που σημαίνει ηλίθιος, απρόσεχτος και άρα επιρρεπής να πέσει σε παγίδα. Όμως η ομοιότητα με τη λέξη boobs για τα βυζιά έχει οδηγήσει και τους Αγγλικάνους σε σχετικά λολοπαίγνια για τα βυζιά ως booby-traps. Για το τελευταίο, λοιπόν, προτείνεται η μετάφραση βυζοπαγίδα, όπως και βυζοναρκοπέδιο, βυζοπέδιο καθώς και το ρήμα εγκλωβύζω.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Αν δε χωράς σε μια βυζοπαγίδα τότε τι κρίμα…
    ΔΕ ΧΩΡΑΣ ΠΟΥΘΕΝΑ! (Εδώ).

  2. α. Βυζοπαγίδα! Τα βυζια της ειναι παγιδα τελικα, τα σκεφτομουνα 2-3 μερες τωρα και δεν μπορεσα να αντισταθω, αν και προχτες ηταν ποιο στρογγυλα, σημερα ηταν ποιο πλατσκουτα (Από μπουρδελοσάιτ)

β. θα γαμησεις κ τις βυζαρες με ρωταει; επιβαλεται της λεω οπου κ χαθηκε ο μικρος τζιμακος για μερικα λεπτα στην βυζοπαγιδα! (Από μπουρδελοσάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τρελέα, ο συμπαθητικός και μάλλον άκακος «τρελός», αυτός που κάνει παλαβομάρες χωρίς βασικά να πειράζει κανέναν, ο παλαβιάρης. Ακούγεται και πιο απλά, σαν φιλική προσφώνηση, χωρίς να εννοείται καμιά ιδιαίτερη τρέλα δηλαδή.

Γράφεται και «τρελλιάρης».

  1. Από εδώ:

Τρελιάρης χορευτής τα «σπάει» σε Μαρινέλλα – Θεοδωρίδου

  1. Από εδώ:

Καλά χιλιόμετρα τρελλιάρη ! Περιμένουμε τις απολαυστικές ανταποκρίσεις σου !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελιάρης, ο όμορφα και άκακα «τρελός». Έκφραση συμπάθειας, θετική και χαϊδευτική.

  1. Από εδώ:

Ρε δεν τον εξυμνεί κανένας.Απλά είναι τρελέας ο τύπος και έχει απίστευτο γέλιο.Δεν πα να ψοφήσει.Τι με νοιάζει;Απλά είναι από αυτούς τους τύπους που μόνο και μόνο που βλέπεις τη φάτσα του και τον τρόπο που μιλάει γελάς.

  1. Από εδώ:

Τέλος πάντων νομίζω πως βοήθησες αρκετά,αλλά ας ακούσουμε και καμιά άλλη γνώμη. Πάντως ευχαριστώ ρε τρελέα...Ήσουν και σύντομος πανάθεμα σε :P

  1. Από εδώ:

Αρε Σάββα τρελέα. ΓΙΑΒΡΟΥΜ τι έδωσες πάλι στο λαό! Περιμένα και ένα μινι-στορυ HeavyRain αλλά δεν με χάλασε το ταξίδι σου

Got a better definition? Add it!

Published

Ο βαρυψώλης φοριέται με τρεις τρόπους:

Εκ του βαρύς και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ψώλης.

1. - Ο νωντας ειναι μικροψωλης αλλα βαρυψωλης.
- πού το ξες;
- Την κραταει οταν κατουρα...τι ρωτας και συ ρε;

2. - Πιπάκι στον κώλο μας δεν μπαίνει αν δεν το αφήσουμε εμείς πρώτα. Και αν θέλει να σου μπεί, όσο και να πηγαίνεις τοίχο τοίχο θα στονΕ φορέσουν.
Είπα να μην μπούν γιατί ΞΕΡΩ ότι αν μπούν γνωστοί δικοί μου αβέρτα και λένε και υποστηρίζουν εμένα, θα γίνει αυτό που έγινε και θα λέτε ήρθαν οι απο κεί και υποστηρίζουν τον μήτσο ενω ο αλίμονος ο μουσικάντης δεν έχει κανένα. Φαστέν; - φαστεν οχι αλλα βαρεθηκα. εκτος αν μπει ο βαρυψωλης που θα με γαμησει, θελω δε θελω, και τοτε θα κανω το παν να τον νευριασω

3.
Ο βαρυψώλτς μίαν γαμεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ρεπ ή rep: ο εμπορικός αντιπρόσωπος, εκ του representative. Ευφημισμός για τον πλασιέ, τον τύπο που μπουκάρει στον πιο ακατάλληλο χώρο την πιο ακατάλληλη ώρα για να σου πουλήσει από μαγειρικά σκεύη, επαγγελματικό εξοπλισμό μέχρι τουριστικά πακέτα ή πάσης φύσης ασφάλειες.

Αν τυχαίνει το επάγγελμά σου να έχει να κάνει με προμήθειες του Δημοσίου, την έχεις πουτσίσει. Κατά την εποχή των παχέων αγελάδων, μπορούσες να δεις σε μια μέρα περισσότερους ρεπς απ' ότι αυτοκίνητα ο τροχονόμος Βούλγαρη με Νέα Εγνατία, αλλά τώρα με την κρίση και τα φέσια του Δημοσίου προς τις ιδιωτικές εταιρίες, το φαινόμενο έχει κοπάσει.

  1. Αν έρθει πάλι ο ίδιος ρεπ και με γυρέψει, πες του ότι έχω πάρει αναρρωτική άδεια 45 ημερών.

  2. - Ήρθε ο ρεπ με το κιτ της αρθροπλαστικής, λέει ότι έφερε και δυο έξτρα, κουβανέζικα.
    - Θα περιμένει το επόμενο χειρουργείο, τον πρόλαβε άλλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προκαλεί νύστα και χασμουρητά επειδή είναι πάρα πολύ βαρετός.

Μην καλέσουμε την Κατερίνα γιατί θα μας πάει σε κανά σαντηνύστα σκηνοθέτη πάλι.

(από σφυρίζων, 08/05/13)(από Khan, 08/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ μαλακός και νωθρός, αυτός που δεν κάνει τίποτα σπουδαίο στη ζωή του, είναι μπουλούκος, δεν έχει τσαγανό, δεν αντιδρά.

  1. - Έτσι και το συνεχίσεις αυτό θα σε γαμήσω!
    - Ώπα ρε χαλβά, εσύ δεν είσαι που τις έφαγες από τον Μιχάλη;

  2. Δεν ξέρω γιατί, αλλά για κάποιο λόγο έχουμε γίνει τελείως χαλβάδες ως λαός. Τι άλλο δηλαδή πρέπει να γίνει για να αντιδράσουμε;

(από Khan, 23/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιότερο ανέκδοτο: - Τι είναι μαύρο, αγκαθωτό και γεμίζει τα Σαββατοκύριακα τις παραλίες της Μυκόνου;
- Οι... Αχιναίοι!

Δες εδώ, στο νέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυλή γηγενών, πού έλκει την καταγωγή της από τα χρόνια που προηγήθηκαν της οικονομικής κρίσης και εντεύθεν. Ως ιστορική κοιτίδα της εν λόγω φυλής θεωρείται το κέντρο της Αθήνας και συγκεκριμένα το εθνικό πάρκο των Εξαρχείων, αν και ορισμένοι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι διαφωνούν, αναφέροντας εμφανίσεις ατόμων της φυλής και σε περιοχές της Θεσσαλονίκης. Κυριότερο γνώρισμα της φυλής, το εθιμικό κάψιμο πολυτελών αυτοκινήτων μεγάλου κυβισμού, κυρίως Πόρσε Καγιέν. Πατροπαράδοτοι εχθροί των Καψοκαγιένηδων το tribe των Αχιναίων, που ως γνωστόν διακρίθηκε στη μάχη της Μυκόνου με την ένδοξη πολεμική κραυγή «Δε θα μας τα πάρεις τα Καγιέν, Όλι Ρεν, Όλι Ρεν».

Από το νέτι:
«...Αν η ζωή σου όλη είναι ένα καλό αυτοκίνητο, τότε βάλτου φωτιά και κάψτο...» γράφει ένα ξεθωριασμένο σύνθημα -απομεινάρι της «κάλπικης ευδαιμονίας» - σε μαντρότοιχο της δυτικής Θεσσαλονίκης. Λες και ήταν προφητική η προτροπή του άγνωστου -πιθανότατα «περιθωριακού» συγγραφέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified