Ο βλάκας!!!
Ε! Είσαι μπίτης!!!
Ο βλάκας!!!
Ε! Είσαι μπίτης!!!
Σχετικά: μπίτι, μπήτι
Got a better definition? Add it!
H παροιμία:«Να μουν τον Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλον τον χρόνο κόκορας και γάτος τνο Γενάρη» παραπέμπει στις εποχές του έτους όπου η σεξουαλική κορύφωση για αυτά τα ζώα χτυπάει ταβάνι.
Ως γνωστόν, οι γάτοι παθαίνουν ψυχικό λαλά τον Γενάρη, τον μήνα του φυστικώματός τους. Τότε η σεξουαλική τους φούντωση χτυπάει κόκκινο. Δεν κρατιώνται.
Έτσι λοιπόν, όταν αποκαλούμε κάποιον «γεναριάτικο γάτο», μιλάμε για κάποιον που, είτε λόγω των σπεκς του, είτε λόγω συγκυριών, η ανάγκη του για θηλυκό τον κάνει πυραυλοκίνητο. Τρελαίνεται για σεξουαλική περίπτυξη, την οποία αποζητά μετά μανίας. Και όχι ειδικά τον Γενάρη.
Αναλυτικότερα μιλάμε για κάποιον:
με έντονες σεξουαλικές ορμές. Για κάποιον που έχει υπερευαίσθητο σένσορα, που ανάβει με το παραμικρό και δεν χάνει ευκαιρία για ευκαιρία. Όσο πιο συχνά, τόσο πιο καλά. Έτσι, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις (είτε νοερώς, είτε κυριολεκτικώς), στο γήπεδο βρίσκεται (βλ. παράδειγμα 1).
που λόγω κάποιων καταστάσεων μπορεί να γίνει ταύρος εν υαλοπωλείω από την έλλειψη της σεξουαλικής απόλαυσης. Παρακάτω αναφέρονται κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Θα μπορούσαμε λοιπόν να αναφερθούμε:
α. σε κάποιον φαντάρο που, λόγω συγκυριών, δεν έχει συχνές σεξουαλικές επαφές, εξαιτίας του γεγονότος πως δεν έχει εξόδους (π.χ: στην περίοδο που μεσολαβεί από την παρουσίασή του μέχρι τη μέρα που ορκίζεται, στην περίοδο που είναι τιμωρημένος, κλπ)
β. σε έναν ναυτικό που, βολοδέρνοντας στη θάλασσα, θα του στρίψει, αν δεν εκτονώσει την επιθυμία του σε κάποιο λιμάνι. Κι όσο για τη γυναίκα του... τη στολίζει με περικοκλάδες, απ' όλες τις γωνιές της υφηλίου. Και μιλάμε για περικοκλάδες παντός καιρού. Μιλάμε για αυτές που δεν περιμένουν την άνοιξη για να ανθίσουν.
γ. σε κάποιον που είναι βραχωμένος σε έναν γάμο που δεν τον ικανοποιεί πλέον, ωστόσο όμως δεν θέλει να χωρίσει, αναλογιζόμενος τις συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης (π.χ: δεν θέλει να δημιουργήσει πρόβλημα στα παιδιά του). Έτσι επιθυμεί πού και πού να χαλαρώνει τη θηλιά που τον πνίγει, αναζητώντας πρόσκαιρες περιπέτειες.
Για την β περίπτωση, βλ. παράδειγμα 2.
Σημείωση:
Σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις η πλεκτική αποτελεί ένα κανάλι προσωρινής εκτόνωσης.
- Ο Μανώλης πάντως, πολύ ταχυπηδήκουλας αδερφάκι μου. Τα 'χει με τη Λόλα, με τη Λίλιαν, με τη Σούζι, με την Αφροξυλάνθη και με τη Φλώρα ταυτοχρόνως. Τον θυμάσαι τον Μάνθο Φουστάνο στο [B]«Κωνσταντίνου και Ελένης»; Για τέτοια περίπτωση μιλάμε. Μη δει θηλυκιά γάτα. Ερεθίζεται. Γεναριάτικος γάτος ο τύπος. Είναι και Γενάρης τώρα... χα χα χα
- Πάντως πρέπει να 'ναι και πολύ γατόνι ώστε να μπορεί να πετάει από κανάρα σε κανάρα (βλ. επαναληπτική καραμπίνα) και να μην τον έχει αντιληφθεί ακόμα καμιά τους.
- Ουάου. Κανάρες που πνίγουν το γατοκούνελο!
- Που λες, τόσο η Σοφία, όσο κι ο Κώστας ο άνδρας της έχουν γεμίσει το σπίτι τους... με περικοκλάδες.
- Τους αρέσουν τα λουλούδια ε;
- Όχι. Μόνο οι περικοκλάδες!
- Πώς αυτό;
- Ο Κώστας σα ναυτικός... είναι γεναριάτικος γάτος, μέχρι να βρει γυναίκα. Κι αυτή πάλι δεν είναι η Πηνελόπη. Με πιάνεις υποθέτω... Έτσι το σπίτι τους θυμίζει ζούγκλα απ' την οργιώδη βλάστηση... ακόμα και στο καταχείμωνο. Μόνο ο Μάκης λείπει για να δέσει το γλυκό.
Got a better definition? Add it!
Ο βασιλιάς των μπάζων, πατσαβούρων, πατσούρων, μπαζόμπαζων κτλ. Κατά πάσα πιθανότητα ο μπαμπάς της ήταν (είναι) μάγειρας. Η γκόμενα αυτή είναι τόσο σαβούρα, που για να την απαυτώσεις πρέπει να βάλεις σακούλα στο κεφάλι σου, σε περίπτωση που σπάσει η σακούλα στο δικό της...
- Τη Μαρία;;;!! Τι σαβουρογάμης είσαι ρε Νώντα!!! Σύνελθε, είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές; Αυτή η γκόμενα είναι τρελό διπλοσάκουλο!! Ούτε με ξένο πούτσο δεν τη γάμαγα...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει κάποιες (συνήθως παράξενες) απόψεις και τις ενστερνίζεται μέχρι αηδίας, ενώ απορρίπτει τις γνώμες των άλλων που δεν συμβαδίζουν με τη δική του άποψη.
Τι προσπαθείς να συζητήσεις με τον Γιάννη για πολιτική; Αυτός είναι κολλημένος ΠΑΣΟΚος!
Got a better definition? Add it!
Γνωμικό γνωστό στα πανεπιστημιακά και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, (το λέει Καθηγητής Πανεπιστημίου στον προστατευόμενό του), όπου για να αναδειχθεί κάποιος σε Καθηγητή Πανεπιστημίου στην Ελλάδα, υπάρχουν δύο τρόποι (που θά 'λεγε και η αμερικάνικη παροιμία). Ο πρώτος είναι το μέσο. Τον δεύτερο δεν τον θυμάμαι. Με λίγα λόγια ο γνωστός νεπωτισμός τού δώσε και μένα μπάρμπα, είτε κομματικός, είτε ευρύτερα παραταξιακός, είτε στενά προσωποκρατικός, οικογενειοκρατικός, και ο,τιδήποτε παρεμφερές. Κάπως έτσι φοιτά στα πανεπιστήμια κι ο γνωστός τύπος του γυαλάκια φύτουκλα προτεζέ ενός αφέντη καθηγητή, που του κουβαλάει την βαλίτσα, κάνει επιτηρήσεις, διορθώνει γραπτά, τα κάνει όλα και συμφέρει. Και κυρίως κουβαλάει τον θρυλικό προτζέκτορα, το όργανο που αποτελεί το απόγειο της τεχνολογίας στα ελληνικά πανεπίστημια (τον κουβαλάει στην καλύτερη περίπτωση, γιατί αν κρίνουμε από το σχήμα του προτζέκτορα, μπορεί να λειτουργήσει και ως μεταφορά γι' άλλες καταστάσεις...). Αλλά στο τέλος έρχεται και η δική του σειρά να γίνει Δικτάτωρ και να κάνει με την σειρά του όσα υπέφερε, και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις, και (α)Λέκτωρ...
(Διάλογος στο φοιτητικό αμφιθέατρο πριν την εξέταση)
- Καλά αυτός ο γυαλάκιας που κουβαλάει την βαλίτσα του καθηγητή Μακακιώτη, ποιος είναι;
- Δεν τον θυμάσαι; Τον Λαλάκη, τον παλιό μας συμφοιτητή;
- Έλα...
- Τώρα την έχει δει ο «κουβάλα τον προτζέκτορα για να σε κάνω Λέκτορα» του Μακακιώτη!
- Ρε το στραβάδι...
- Ευκαιρία πάντως να αναθερμάνουμε τις σχέσεις μας, γιατί κάτι μου λέει πως αυτός θα διορθώσει και τα γραπτά...
Got a better definition? Add it!
Επίθετο γνωστού υπουργού. Προέρχεται από την λέξη «χύνω» και το όνομα Φώτης.
Μαρτυρίες μπανηστιρτζίδων στην ορεινή Μακρινίτσα λένε πως, από το σπίτι του κυρ-Φώτη, κατά την διάρκεια συνουσίας ακούστηκε η κυρα-Αγγέλα να φωνάζει «χύνω-Φώτη».
Γι' αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.
Got a better definition? Add it!
Το επίθετο «καλός» μπορεί να συνοδεύει το χαρακτηρισμό μαλάκας με στόχο να επιταθεί, ή μάλλον να αποκατασταθεί η, φθαρμένη από την πολυχρησία, έννοιά του. Το «καλός» λοιπόν κυρίως δηλώνει ότι ο χαρακτηριζόμενος ως μαλάκας είναι ένας μαλάκας που είναι απολύτως αντάξιος του τίτλου του μαλάκα: είναι ο άρτιος μαλάκας, ο άξιος να λέγεται μαλάκας.
Κύριο χαρακτηριστικό του «καλού μαλάκα» είναι, φυσικά, ότι κάνει τις ίδιες μαλακίες ξανά και ξανά, χωρίς να μαθαίνει από το ιστορικό μαλακίας του ή από την πανανθρώπινη ιστορική εμπειρία του τι συνιστά μαλακία.
Με λίγα λόγια: «καλός μαλάκας» είναι ο μαλάκας που είναι μαλάκας που είναι μαλάκας.
α) - Πεντακόσες φορές σου είπα να βάζεις το σωλήνα πάλι στη χέστρα, εσύ σαν καλός μαλάκας πάλι έξω τ' άφησες ... σφουγγάριζε τώρα μαλάκα ...
β) - Αφού ρε μαλάκα σ' το πα, ο μαλάκας δεν το έχει σ' αυτά, πάρ' την να βγείτε μόνοι σας και άσ' τον αυτό να λέει τις μαλακίες του στην άλλη ... - Μην είσαι μαλάκας να πούμε, εγώ δεν κάνω μαλακίες, παρέα ήμασταν ... εγώ νομίζω πως καλά τα λέει, αυτός τους μίλησε ... - Ε, καλός μαλάκας είσαι κι εσύ ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μάγκικη προσφώνηση, παρόμοια με το «μεγάλος» ή το «μάγκας».
- Πού 'σαι ρε τρανίσιε!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν γαμάει καθόλου, αλλά φαντασιώνεται ότι όλη μέρα κάνει μόνο αυτό και το καυχιέται στους κολλητούς αερογάμηδες... Συναντάται σε νεαρές ηλικίες κάτω από τα δεκαπέντε όπου η μαλακία πάει σύννεφο και όλοι καυχιούνται ότι πηδάνε όλο το σχολείο...
Συζήτηση Γυμνασιόπαιδων:
- Εχθές μαλάκα γάμησα την Σούλα και μετά την Μαιρούλα. Άσε που το βράδυ μου έκανε πίπα μια φίλη της μαμάς μου....
- Πού να δεις εγώ που πήγα στης θείας μου της Καίτης και μου άνοιξε η υπηρέτρια και την πήρα από πίσω, μετά στο τρένο γνώρισα μια υπερμουνάρα γύρω στα τριάντα και κατεβήκαμε στο Ηράκλειο και την πήρα στις τουαλέτες του δήμου...
Got a better definition? Add it!
Το πιτσιρίκι. Συνήθως υποδηλώνει ανωριμότητα και επιπολαιότητα.
- Έχεις profile στο hi5;
- Όχι μωρέ, εκεί μπαίνουν όλα τα νιάνιαρα... δεν το βρίσκω σοβαρό site.
Got a better definition? Add it!