Further tags

Το στόρι για τη συγκεκριμένη ατάκα βασίζεται στο ζευγάρι Θάνου και Παγώνας Παγιαυλή, που ζούσε στην παλιά περιοχή της Αγίας Παρασκευής, περιοχής που βρισκόταν παλιά κοντά στο Θησείο. Το ανδρόγυνο δημιουργούσε την εικόνα ενός πολύ αρμονικού ζευγαριού, ζευγαριού που αποτελούσε πρότυπο προς μίμηση. Όλοι ήθελαν να τους μοιάσουν.

Μόνο που κάποια στιγμή το μουσαντό φάνηκε και έτσι ο μύθος κατέρρευσε. Ήταν πολύ καλό αυτό που φαινόταν ότι συνέβαινε, για να ήταν αληθινό. Η αλήθεια ήταν πως, ενώ η κοπέλα ξυλοφορτωνόταν κάθε βράδυ, το πρωί το ζευγάρι κυκλοφορούσε μέσα στις γλύκες και τα σορόπια για να ξεγελάει τον κόσμο.

Η έννοια του συγκεκριμένου όρου, αναφέρεται σε ένα ζευγάρι που υποκρίνεται πως είναι δεμένο και αγαπημένο, εξαιτίας κάποιου κοινού συμφέροντος (οικονομικοί λόγοι, κοινωνική καταξίωση, κλπ). To ζευγάρι προσπαθεί να περάσει την εικόνα μιας υποτιθέμενης αρμονικής σχέσης.

Ορισμένες σχετικές περιπτώσεις αναφέρονται ακολούθως:

α) Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να μιλήσουμε για ανδρόγυνο που έχει δικιά του επικερδή επιχείρηση και τα 'χει σπάσει ανεπανόρθωτα σε σημείο που τόσο ο άνδρας, όσο και η γυναίκα σκέφτονται τις δυσμενείς συνέπειες που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν αν δημοσιοποιηθεί η κατρακύλα της σχέσης τους.

β) Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε, για ζεύγος διάσημων από διαφορετικούς χώρους που για λόγο εκμετάλλευσης των δημοσίων σχέσεων που ανοίγονται από μια τέτοια ένωση, το παίζουν πως έχουν σχέση χωρίς όμως να παίζει τίποτα.

γ) Θα μπορούσαμε ακόμα να μιλήσουμε για υποτιθέμενο ζευγάρι ντιγκιντάγκα - ετεροφυλόφιλης από τον καλλιτεχνικό χώρο, με στόχο τη δημιουργία συνεργασιών (βλ παράδειγμα 1). Αποτελεσματικός αρωγός σε αυτό, το αναμενόμενο κους κους.

Ωστόσο, ο όρος θα μπορούσε να αναφέρεται και σε ένα πραγματικά αρμονικό ζεύγος, όπου κάποιοι άλλοι για δικούς τους λόγους, είτε τους ζηλεύουν, είτε θέλουν να τους διαβάλουν.

Ακόμα ό όρος θα μπορούσε να αναφερθεί από τύπους που τους ξενίζει η εικόνα ενός πραγματικά αρμονικού ζεύγους που ζει στον ρομαντικό κόσμο του. Έτσι ως συνωμοσιολόγοι σκαρώνουν σενάρια.

Θα μπορούσαμε ακόμα να μιλάμε και για ζεύγος, που χωρίς να υποκρίνεται, ζει μέσα στα μέλια και στα σορόπια σχεδόν αποκομμένο μέσα στον κόσμο του.

Σημείωση:

1) Το ζεύγος αυτό δεν είναι απαραίτητο να είναι ανδρόγυνο. Μπορεί να αναφερόμαστε σε άνδρες (βλ. παράδειγμα 2), ή σε γυναίκες.

2) Η δεύτερη λέξη του όρου, εκτός από ζευγαράκι, μπορεί να αναφερθεί, είτε ως ζεύγος, είτε ως ζευγάρι, είτε ως αντρόγυνο (εδώ εξαιρείται φυσικά η περίπτωση ατόμων του ιδίου φύλου).

  1. ...για την Τζούλια Αλεξανδράτου, που μαζί με τον Ψινάκη αποτελούν πλέον το ζευγαράκι της αγίας Παρασκευής.
    http://www.enet.gr/online/online_text/c=112,dt=11.02.2007,id=94775612,7361020

Υποτιθέμενοι λόγοι: Βραδινό σόου, σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του “K-P” ετοιμάζουν η Τζούλια Αλεξανδράτου, με τον Ηλία Ψινάκη και τον Ηλία Πανταζόπουλο για λογαριασμό του ALPHA. Όπως λέει και το γνωστό άσμα «στόχος είναι τα λεφτά».
http://www.kolonaki-press.com/psinakis-pantazopoulos-aleksandratou-gia-ekpompi.html

  1. Χώρισε (οικονομικά) το ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής (Θέμος-Μάκης) και όλοι ασχολούνται με αυτούς!! http://www.moto.gr/forums/showthread.php;s=bcd33dc8c8997b9dcb14efd768cce956&postid=1034749

  2. ...το ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής δεν χωνεύεται με τίποτα. Ο τύπος που μοιάζει στον Ρηβ δεν κάνει ούτε για κομπάρσος σε μεταμεσονύκτια ταινία του Alter, ενώ ως Λοις Λεϊν η Τερι Χατσερ ήταν τετρακόσιες φορές καλύτερη. (Για το Superman returns)
    http://blogs.athensvoice.gr/filmsathome/

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρισάθλιος, κυρίως εμφανισιακά αλλά και «εσωτερικά». Ο μιζερομίζερος, ο καχεκτικός, ο «κακομοίρης». Συνήθως είναι και ξινίχλας. Ανήκει στην κατηγορία μύγας, αλλά νομίζει ότι έχει πιάσει τη ζωή απ' τ 'αρχίδια και συμπεριφέρεται αναλόγως: κάνει πουστίτσες, έχει πάντα την «καλή» κουβέντα στο στόμα του, κάνει κατήχηση σε όλους προσπαθώντας να επιβάλλει τις απόψεις του, γενικά σπάει καυλί και συμπεριφέρεται σαν κυρα-περμαθούλα. Μπορεί όμως και να είναι πολύ μαζεμένος και ντροπαλός, όχι όμως από τους μαζεμένους και ντροπαλούς που μας είναι συμπαθείς, αλλά απ' αυτούς με το ύπουλο μάτι.

Άπλυτος, αξύριστος, άλουστος, ακούρευτος, λιγδιασμένος, με ικανή δόση πιτυρίδας. Παλιό μοντέλο άντρα, δε λέω, τώρα πια δεν το βλέπεις συχνά. Ευτυχώς.

Έτσι όπως το φαντάζομαι, η λέξη προέρχεται από ένα περίεργο κράμα των λιμός (πείνα, άρα λιμασμένος -μεταφορικά- ή απλώς αδύνατος) και φτερό (τόσο ανεπαίσθητη είναι η παρουσία του, αλλά με την κακή έννοια). Το -ξί- μπήκε για λόγους ευφωνίας ή συλλαβικού ρυθμού.

Δεν απαντάται στο θηλυκό, αλλά αν θέλουμε να το πούμε για γυναίκα χρησιμοποιούμε το ουδέτερο και γίνεται ακόμα πιο υποτιμητικό. Αφορά γυναίκες οι οποίες είναι επίσης ατημέλητες, καχεκτικές, βρώμικες, ελεεινές και εξαιρετικά μικροκαμωμένες.

  1. Βρε κορίτσι μου, τί δουλειά έχεις εσύ με αυτόν τον κατακαημένο, άντε τράβα να βρεις κανα γκόμενο να σου ταιριάζει αντί να υποτιμάς τον εαυτό σου έτσι μια ζωή με όλους τους λιμοξίφτερους...

  2. Καλά, χθες φρίκαρα, ήρθε στο μπαρ η Ελένη, αυτό το σίχαμα, το λιμοξίφτερο, και μου την έπεσε άσχημα, δεν ήξερα από πού να φύγω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαγάς, ο λαίμαργος, η καταβόθρα κλπ. Μεταφορικά γενικά ο άπληστος.

Εκ του «φα- (=ρίζα του αορίστου του ρήματος «τρώω») + ούλας», με παρεπίδραση του «φά 'τα ούλα» (=φάε τα όλα«).

- Σιγά ρε φαταούλα, θα μας φας κι εμάς να 'ουμ....

Μαντέψτε ποιός είναι ο φαταούλας. 1. O χαζούλης 2. Αυτός του οποίου το βλέμμα σπινθηροβολεί λιποπρωτεΐνες δ) all of the above (από Vrastaman, 15/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εν αντιθέσει με το ζωντανό μύθο, έναν άνθρωπο που υπεραξιοποιεί τις εγκεφαλικές δυνατότητες και αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού στον τομέα που διαπρέπει, ο ζωντανός ζύθος (παράφραση της φράσης ζωντανός μύθος)
υποδηλώνει τον άνθρωπο που βρίσκεται στο απέναντι άκρο.

Υποδηλώνει τον άνθρωπο με λειψό ειδικό βάρος, αυτόν που είναι περιορισμένης ευθύνης, που έχει εγκεφαλογράφημα ευθεία, που έχει ξενοίκιαστο το ρετιρέ, που ο λόγος του είναι γεμάτος μαργαριτάρια. Λειτουργεί ως ενσαρκωμένος ζύθος, ως άνθρωπος-οινόπνευμα, εξαιτίας του εικονικού αλκοόλ που τρέχει από γεννησιμιού του στο αίμα του και που επιδρά καταλυτικά στις νοητικές λειτουργίες του, χαρακτηρίζοντας ανάλογα τα λόγια και τα έργα του. Πολλές φορές κάποιος αγανακτώντας με ένα ζωντανό ζύθο αναφωνεί: Γι' αυτό δε βρέχει, λες κι όπως η μαλακία είναι δύναμη έτσι και η βλακεία είναι δύναμη, και μάλιστα δύναμη που μπορεί να επηρεάσει τα φυσικά φαινόμενα. Πολλές φορές μπορεί να τα φέρει η μοίρα, η συγκυρία, και ένας τέτοιος άνθρωπος να βρεθεί σε θέση επιρροής (π.χ. πλανητάρχης, διευθυντής εταιρείας κλπ) και με τις ενέργειες του να πάρει πολύ κόσμο στο λαιμό του.

Η ομοιότητα του ζωντανού ζύθου με το ζωντανό μύθο στηρίζεται στο γεγονός πως επειδή κι οι δυο βρίσκονται στα άκρα του νοητικού φάσματος, βγαίνουν στην αγορά σε λίγα κομμάτια και φυσικά δεν περνούν ποτέ απαρατήρητοι.

– Άκου μαλακία. Έβρεχε... κι ο ηλίθιος πότιζε τις γλάστρες.
– Α καλά... ζωντανός ζύθος ο τύπος. Να τον προσέχουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που περιγράφει τη συνήθεια του υποκειμένου της φράσεως να επιδίδεται στο ευγενές άθλημα του στοματικού σεξ σε αρσενικά άτομα, με ιδιαίτερη έμφαση στην (προβλεπόμενη από το Νόμο 03/10098) κατάποση του σπέρματος κατά την λήξη (το μιλκ σέηκ δηλαδή). Στην καθομιλουμένη θα λέγαμε ότι παίρνει τσιμπούκια και τα καταπίνει...

- Καλό γκομενάκι η Μάρω..
- Άσε, κολλητε, έμαθα και ότι το ρουφάει το μιλκ σέηκ!
- Ω ρε φίλε με κάβλωσες τώρα...

Roufa, Oh eulogised one! (από Vrastaman, 13/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τρόπος για να πεις ότι κάποιος είναι με την άλλη ομάδα, ότι, δηλαδή, το σηκώνει το σακάκι.

- Κι αυτός ο Λούλης, ρε συ, και γαμώ τους πλέημέηκερ. Αλλά μην πας να βαρέσεις βολή, εκεί, να σου χτυπήσει τον κώλο. Λες να είναι με τους άλλους;
- Τώρα το πήρες χαμπάρι; Μετά από κάθε προπόνηση στα αποδυτήρια το μυρίζει το τιρινίνι με το τριάρι!

Βλέπε και η άλλη ομάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το γένος φθείρας pthirus pubis η κοινή μουνόψειρα το οποίο ευδοκιμεί και αναπτύσσεται στο τρίχωμα της ήβης. Μεταδίδεται μέσω σεξουαλικής επαφής, ή από επαφή με μολυσμένα κλανοσκεπάσματα ή ρούχα.

Η καβουρογαμόψειρα οφείλει το όνομά της στην ομοιότητα που φέρει σε μικροσκοπικό κάβουρα. Αγγλιστί: crab louse.

Στην σλανγκική, καβουρογαμόψειρες επίσης αποκαλούνται οι πάσης φύσεως ενοχλητικές κολλιτσίδες, κυρίως εάν πρόκειται για πρώην γκόμενες που δύσκολα ξεφορτώνεσαι.

- Προδοσία λεβέντες! Έπεσα σε μια μουνοπαγίδα γιομάτη καβουρογαμόψειρες!

Καβουρογαμόψειρα η ηβική (από Vrastaman, 12/11/08)Εμείς στην Αμερική... (από Vrastaman, 24/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοπαλιό παρατσούκλι των ΠΑΣΠιτών (παλιό, γιατί με τη γενιά της vodaphone έχουμε μπερδέψει τα μπούτια μας σ' ότι αφορά την αντιστοίχηση κώμης - κουλτούρας - πολιτικής θέσης κλπ. -....θα καταλάβετε). Το «φασολάκια» προκύπτει από το ιδιόμορφο και ομοιόμορφο της εμφάνισης των ΠΑΣΠιτών, το οποίο εθύμιζε σε ορισμένους τα συμπαθή ψυχανθή (πράσινο σώμα, όρθιο κοτσάνι). Μιλάμε για τις εποχές όπου ο ζιλές ήταν υποχρεωτικός. Από γνωστό φοιτητικό σύνθημα...(βλ. παράδειγμα).

Πράσινα μπλουζάκια, και τα μαλλιά καρφάκια
δεν είναι οι ΠΑΣΠίτες, είναι φασολάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι εθισμένος με την ταχύτητα και πηγαίνει συνεχώς τέζα.
Είναι ο συνήθης τύπος κατόχου πεζώ ραλί και συχνάζει στα λιμανάκια κλπ.

- Ρε δεν πάμε στα λιμανάκια να χαζέψουμε κανέναν γκαβλόγκαζο να περάσει η ώρα;
- Φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σου σπάει τα νεύρα και καταντάει εκνευριστικός την ώρα που κάνεις κάτι σημαντικό ή κάποιος που δεν σε αφήνει σε ησυχία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

- Ρε συ, σταμάτα πια, βαρεθήκαμε να σε ακούμε!
- Ναι, ρε συ, καταντάει τόσο...
- Σπαστικόνευρος.
- Ά μα γειά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified