Further tags

«-άς, -άς;» = συνθηματικός εφηβικός τρόπος να ρωτήσεις το διπλανό σου αν το διερχόμενο γκομενάκι θα το γαμούσες (τη γαμάς, τη γαμάς;).
απαντιέται ή με «-ούλα!» (μόνο με σακούλα στο κεφάλι για γκόμενες-γαρίδες
ή «-αζώτα!» (της αλλάζω τα φώτα).
Απαρχαιωμένο μάλλον.

- άς, -άς;
- άσε μας ρε μαλάκα..
- άς ρε; (σκουντάει)
...
- εεε... -ούλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατάκα παραπέμπει σε δύστροπη γυναίκα που στην προσπάθεια σου για να την κατακτήσεις πρέπει να εφαρμόσεις στρατηγικό σχέδιο και να οπλιστείς με γαϊδουρινή υπομονή. Το αποτέλεσμα του εγχειρήματος χλωμό. Το πιο πιθανό είναι να πάθεις ελεφαντίαση, με την έννοια πως θα σου πρήξει τα αρχίδια με την παραξενιά και με την ιδιοτροπία της.
Συνήθως πρόκειται για μυξοπαρθένα, για γυναίκα που 'χει μεγάλη γνώμη για τον εαυτό της και την αξία της, για γυναίκα που κοιτά μόνο την καριέρα της, για γεροντοκόρη και για γυναίκα που 'χει το αιδοίο ταμένο και το θεωρεί άβατο.

Η ατάκα προέρχεται από παρομοίωση της εν λόγω κυρίας με την υψηλότερη κορυφή του όρους Έβερεστ, της οροσειράς των Ιμαλαΐων, που είναι δε και το υψηλότερο σημείο της Γης (8.848 μέτρα). Παρομοιάζεται έτσι η δυσκολία κατάκτησης της εν λόγω γυναίκας με τη δυσκολία αναρρίχησης στην κορυφή των Ιμαλαϊων, λόγω δύσβατου εδάφους, έλλειψης οξυγόνου, δυνατών ανέμων και εξαιρετικά χαμηλών θερμοκρασιών.

- Ρε 'σύ το χω πάρει πατριωτικά το ζήτημα. Θέλω να τα φτιάξω και να παντρευτώ οπωσδήποτε την Εύα.
- Η Εύα φίλε δεν πέφτει με τίποτα. Ωραία και στιλάτη, παρά τα καβατζωμένα τριανταπέντε της. Αλλά φίλε, δε στο συνιστώ. Θα σπάσεις τα μούτρα σου. - Γιατί;
- Γιατί, αυτή φίλε δεν είναι για οικογένεια. Γι' αυτή φίλε, δε μετράει τίποτα άλλο πέρα από την καριέρα της. Άστα... η τύπισσα είναι πιο άπαρτη κι απ' την κορυφή των Ιμαλαΐων.

Ορος Εβερεστ (από GATZMAN, 10/09/08)Κι αυτό Εβερεστ είναι  (από GATZMAN, 10/09/08)Ο Αλεξαντράκης σκέπτεται πως η Καρέζη είναι πιο άπαρτη κι απ\' την κορυφή των Ιμαλαϊων (από GATZMAN, 10/09/08)

Βλ. και σχετικό λήμμα αγαμήτου και απάρτου (γωνία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτεινόμενο αρκτικόλεξο για τους ΑΓΑνακτισμένους ΠΟλίτες: τους συνοικιακούς σπασαρχίδες που μονίμως διαμαρτύρονται ενάντια σε α. «παλιόπαιδα» που τα σπάνε χωρίς λόγο
β. μετανάστες στη γειτονιά τους που βρωμάνε
γ. μπουρδέλα στη γειτονιά τους που έχουν αρρώστιες και δίνουν στα παιδιά λάθος πρότυπα και το έιτζ ίσως δ. κέντρα απεξάρτησης στη γειτονιά τους που διαδίδουν τα ναρκωτικά
ε. ψυχιατρικούς ξενώνες που μεταδίδουν τη σχιζοφρένεια στ. την κατάπτωση των ηθών γενικότερα, τα σκουλαρίκια και όσους παίζουν μουσική μετά τις 11 το βράδυ

Κάνουν δηλώσεις στα κανάλια ζητώντας περισσότερη αστυνόμευση. Σεβάσμιοι ενορίτες και χειροφιλητές του κάθε παπαρούπα, συχνά κλακαδόροι μπραβοδημάρχων. Αφόρητοι ακόμα κι όταν δε δουλεύουν για την ασφάλεια (όπως τότε που υπήρχε τάξη).

Ο δήμαρχος έχει τσιμεντάρει τα πάντα και ο κόσμος ασχολείται με τους ξένους που αράζουνε στην πλατεία. Βγήκε και ένας μαλάκας ΑΓΑ.ΠΟ. στο TeleKolopetinitsa και τα έχωνε...

S.A.G.A.P.O. Ες Έι Τζι Έι Πι Όου (από Hank, 21/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάφομαι υπερβολικά, χρησιμοποιώντας μεγάλη ποσότητα από κάθε είδους καλλυντικό. Προτιμάται από τον όρο ''παστώνομαι'' αν θέλουμε να τονίσουμε την υπερβολική χρήση κραγιόν.

- Έλεος! Στο σούπερ μάρκετ θα πάμε. Πρέπει να γίνεις κλόουν για να σκάσεις μύτη; Ρεζίλι θα γίνουμε...

Όχι πάντα κακό. (από Galadriel, 26/02/09)όχι πάντα ακινδυνο (από gaidouragathos, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός ελασσονίτικης προελεύσεως, τριγενής (μακαμπώνης, μακαμπώνω, μακαμπώνικο) που μεταφράζεται ως πονηρός ή υποχθόνιος. Συνήθως γίνεται σύντμηση (ο μακαμπών'ς, το μακαμπών'κο). Η ετυμολογία του όρου μού είναι άγνωστη, προτάσεις καλοδεχούμενες.

- Αυτό είν' το πιδί τ' Γιάνν'.
- Καλό είναι αυτό; Ο μπαμπάς τ' είναι μεγάλος μακαμπών'ς, είχε επεχείρηση με τ' Νικ' τν αδερφό και τον έφαγε τα λεφτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεπτός που περπατάει χωρίς να λυγίζει τα γόνατα, σαν να είναι από πάνω μέχρι κάτω όλο το πόδι ένα κόκκαλο.

- Κοίτα πώς περπατάει αυτός!
- Σαν ξύλινος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν προσεγγίσουμε τον όρο κατά λέξη, είναι ο άρχων των ομοφυλοφίλων, ο επικεφαλής, ο αρχηγός. Κατά το Ίλαρχος, Ίππαρχος, Δήμαρχος, ο καθοδηγών τους πούστηδες. Το νόημα ωστόσο παραπέμπει στην άλλη έννοια που ενέχει η λέξη, δηλ. στον φορέα κακίας, πονηριάς, ψεύδους και βλαπτικότητας. Το δεύτερο συνθετικό τονίζει έντονα το μέγεθος της κακότητας του ατόμου, είναι κάτι παραπάνω από «πούστης», δεν «εξηγείται πούστικα» ούτε «κάνει πολλές πουστιές». Κάποιες φορές στον στρατό χρησιμοποιείται εναλλακτικά και ως ο οπλίτης που κάνει ό,τι πουστιά περνάει από το χέρι του για να «χώσει» μέσω του βύσματος που διαθέτει τους άλλους φαντάρους.

- Ρε συ, αυτό το κωλόπαιδο ο Μίμης, συντοπίτης σου δεν είναι;
- Μην τον αναφέρεις καθόλου αυτό το αρχίδι, πρόκειται για μεγάλο πούσταρχο, πραγματικά μισητή μορφή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε τον άνθρωπο τον κοιμισμένο, τον αδρανή, τον χαζούλη.

- Θα βραχούμε πολύ αν κολυμπήσουμε.
- Α, ρε κιβούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που δεν έχει τίποτα ωραίο πάνω της! (πάτος σε όλα)

- Ρε Σάκη, πώς σου φάνηκε η καινούρια;
- Άσε ρε φίλε, πολύ πατόλα!

Bλ. και σχετικά λήμματα μπάζο, το, μπαζόλα, μπαζόλι, το, μπαζολιό, το και μπαζόμπαζο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ήσυχος, μικροκαμωμένος, λακωνικός και διακριτικός πούστης, ο οποίος, από δειλία ή από ηθική, τέλος πάντων, πολλές πουστιές δεν κάνει.

Ίσως βγήκε επειδή θυμίζει ηχητικά το πισπιρίγκος αλλά πλέον η ηχητική συγγένεια με το στριγκ και τα παράγωγά του είναι καταλυτική.

- Ο Στέλιος καλό παιδί ρε φίλε, αλλά πολύ ήσυχος, ξεχνάς ότι υπάρχει....
- Ε, πουστρίγκος είναι...
- Ναι, ε;
- Αλλά καλό παιδί, όντως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified