Σημαίνει πολύ κοντός και χρησιμοποιείται κυρίως απαξιωτικά για τους άντρες.
- Καλέ, είδες τον κοντοκλώτση που κουβάλησε η Ελένη;
Σημαίνει πολύ κοντός και χρησιμοποιείται κυρίως απαξιωτικά για τους άντρες.
- Καλέ, είδες τον κοντοκλώτση που κουβάλησε η Ελένη;
Got a better definition? Add it!
Ο χοντρός άνθρωπος, πολύ υποτιμητικά.
Έχουμε ξίγκι = λίπος. Επομένως μπορεί να χρησιμοποιηθεί μιλώντας για το τοπικό πάχος, συνήθως αυτό που προεξέχει των ρούχων και φανερώνεται.
Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό, μόνο όμως αναφερόμενο στο τοπικό λίπος, όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση.
- Πού πα ρε ξίγκι; Νόμιζες πως θα χωρέσεις κιόλας να περάσεις απο κει!
- Δεν το ξαναβάζω αυτό το παντελόνι! Με σφίγγει στην περιφέρεια και πετάγονται όλα τα ξίγκια έξω.
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ετυμολογικά, αυτός που σπάει την παρθενιά μίας κοπέλας ή τα αρχίδια ενός τυπά...
Με μεταφορική έννοια, ο κουραστικός τύπος που, με αυτά που λέει ή με τις παπαριές που κάνει, εκνευρίζει τους άλλους σε βαθμό κατά γράμμα σπασίματος...
Συνώνυμο: σπασαρχίδης, o
- Ρε συ αυτός ο Μιχάλης τι σπάστης που είναι ρε τύπε όλο παπαριές το παλικάρι!!
- Όχι μόνο σπάστης, σπασαρχίδης επιστήμονας είναι ο βλάκας!
Got a better definition? Add it!
Διάσημο Ελληνικό θέατρο του 21ου αιώνα, που διαδραματίζεται σε κρεβατοκάμαρες και σαλόνια με πρωταγωνιστές συζύγους και πεθερικά και είναι γνωστό για τις τρομακτικές, γεμάτες εκπλήξεις και «thriller» παραστάσεις του.
Το τυπικό σενάριο ενός έργου Γκράν Γκρινιόλ αποτελείται από τυχαίο συνδυασμό των παρακάτω προτάσεων:
Με γράφεις εντελώς,
Ξέχασες την επέτειό μας,
Αμάν πια με την γαμο-μπάλα σου,
Σήκωνε και κανά καπάκι στην τουαλέτα,
Μάζεψε και κανά ρούχο αναίσθητε,
Δεν με ακούς που σου μιλάω, κουφός είσαι,
Γιατί θεωρείς ότι πάχυνα, σε βλέπω πως με κοιτάς,
Βγάλε τα παπούτσια σου θα χαλάσεις το παρκέ,
Μη ξαπλώσεις μόλις έστρωσα το κρεβάτι γαϊδούρι,
Είμαι και εγώ άνθρωπος,
Πάλι με τα ρεμάλια τους φίλους σου,
Πάλι σε meeting,
Α, θυμήθηκες επιτέλους ότι έχεις και γυναίκα/μάνα/πεθερά,
Θα πάθεις χοληστερίνη με τις αηδίες που τρως,
Μην βγεις έξω λουσμένος θα κρυώσεις,
Δεν ασχολείσαι αρκετά με τα παιδιά σου,
Φέρεσαι ψυχρά στην μαμά μου,
Μόνο την μάνα σου ακούς,
Θα με πεθάνεις,
Θα ανέβει η πίεση μου,
Θα ανέβει το ζάχαρό μου,
Το κρίμα στο λαιμό σου,
Θα πάω σκαστή,
Φάε λίγο ακόμα έχεις ρέψει,
Πάλι πίνεις,
Δεν μου τηλεφωνείς,
Πάλι καπνίζεις,
Πάλι διαβάζεις εφημερίδα,
Πάλι κάνεις κάτι που σε ευχαριστεί,
Θα πέσει η φωτιά να σε κάψει,
Όλα εδώ πληρώνονται,
Θα την βρεις από τον Θεό,
Πάλι παίζεις με το πουλί σου,
Πάλι κοιτάς την γειτόνισσα,
Πολύ τρέχεις,
Θα μας σκοτώσεις,
Πάτα και λίγο γκάζι,
Χαμήλωσε την τηλεόραση,
Σβήσε το ρημάδι,
Δες πως με κατάντησες,
Σε είδα πως την κοίταζες...
βλ. και παντόφλα
Got a better definition? Add it!
Ο μαέστρος περιπαιχτικά (μπαμπαδίστικο χιούμορ).
- Οι Φίλοι Μοντέρνας Μουσικής, μια χορωδία που φέτος κλείνει 20 χρόνια, ζητάει τενόρους. [...] Όσοι ενδιαφέρεστε παρακαλώ στείλτε μου πμ.
- Σαν δεν ντρέπεσαι να ζητάς τενόρους για τους Μοντέρνους και να μην ζητάς για την Χορωδία Αθηνών, που στο κάτω κάτω έχει και 85 χρόνια ιστορία.
- Η Αθηνών μέχρι το καλοκαίρι βολεύεται με τες γυναίκαι, με τέτοια ρεπερτόρια που διαλέγει ο μανέστρος της.
(από φόρουμ)
- Πώς λέγεται το ρύζι που διευθύνει ορχήστρα;
- Μανέστρος.
(παιδικό ανέκδοτο)
Got a better definition? Add it!
Αυτός που ζει απ' τον ιδρώτα του πούτσου του, χρησιμοποιεί δηλαδή το όργανό του για βιοποριστικούς σκοπούς. Απόδοση στα ελληνικά της λέξης «ζιγκολό».
Χ: Άλα της και τσίλικο χλιδάτο κάμπριο το τεκνό...
Ψ: Ποιος, αυτός ρε; Α;υτός είναι επαγγελματίας, τα μασάει από ματσωμένες υπεραιωνόβιες!
Χ: Έτσι εξηγείται, ψωλοδίαιτος ο τύπος, είπα κι εγώ...
Got a better definition? Add it!
Σαν + μούτζα σημαίνει επίσης και ανάποδο γαμώτο, δηλαδή άνθρωπος απεριποίητος, ακαλαίσθητος, που είναι γενικά άσχημη εικόνα για τα μάτια, σαν να βγήκε από ανέκδοτο. Όταν τον δεις αυτομάτως παίρνεις μία έκφραση λύπης και αηδίας, που σου σηκώνεται το μισό χείλι και μικραίνουν τα μάτια σου.
Σαν μούτζα πχ. είναι μία γυναίκα που έχει λιώσει στο σολάριουμ και φοράει άσπρο κονσίλερ, ή ένας τύπος που φορά μπλουζάκι κολλητό και διαγράφεται από μέσα το δάσος του αμαζονίου από τις τρίχες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός γυναίκας. Ποικίλλει βάρους ύψους και ηλικίας, είναι πάντα όμως αγενής, σπάει τα νεύρα, είναι μονίμως ξινισμένη και δεν γελάει ποτέ. Αυτή η γυναίκα μοιάζει πολύ με την Κατίνα,
την κουτσομπόλα δηλαδή. Μόνο που ενώ το όπλο της εν λόγω κατίνας είναι το να διατυμπανίζει λεπτομέρειες από τη ζωή των άλλων επειδή αυτή δεν έχει, η κότα αντιθέτως έχει δική της ζωή και έχει κάνει χειρότερα σκάνδαλα από αυτά που περιφρονά, στο κεφάλι της όμως αυτή έχει δίκιο και κανείς άλλος.
Αυτή η συμπεριφορά της γυναίκας-κότας συναντάται σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής και έχει πάντα αποτέλεσμα να θέλουμε να της δώσουμε να φάει σκατά ενώ εμείς θα χαιρόμαστε και θα γελάμε απίστευτα όταν αυτό γίνει, το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτό δεν γίνεται ποτέ κι έτσι η κότα συνεχίζει το χαβά της.
μία γυναίκα παραβιάζει εκούσια το στοπ και βρίζει αυτόν που παραλίγο να χτυπήσει λέγοντας «δεν βλέπεις ηλίθιε, σού 'ρχομαι από δεξιά!!» και ο αυτόπτης μάρτυρας: «τι κότα είσαι εσύ μωρή...»
ή
στο τηλέφωνο:
- Παρακαλώ;
- Μαρία;
- Δεν είμαι η Μαρία, η Λία είμαι..
- Ποια είσαι εσύ πάλι; Δώσε μου τη Μαρία ΤΩΡΑ.
- Μαρίααα, σε ζητάει μία κότα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τσουτσουνοπαίχτης, ο μαλάκας με υπόβαθρο, ο μαλακοτεντωτός, γενικά μια άλλη ελληνικούρα για τον Έλληνα Κύριο=Μαλάκα
Ρε μαστούρμπα, μου ζάλισες τα παπάρια μ' αυτά που λες!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!