Further tags

Βαριά κι ασήκωτη, γεμάτη μαγκιά, συχνάζει σε λαϊκά μαγαζιά χειρίστης ποιότητας. Η έκφρασή της και τα γενικότερα χαρακτηριστικά της σιγά σιγά διαμορφώνονται από την εσωτερική της διάθεση. Το βλέμμα της σκοτεινό και άγριο, χαμένο στο υπερπέραν, η φωνή της υπερμπασάτη, τα χείλια της στραβά κατά την εκφορά του λόγου (ποιου λόγου δηλαδή;), η διάθεση της βαριά και η θηλυκότης της....υπό... υπό το 0. Περπατάει και μιλάει σα μαστουρωμένη (το «σα» μου άρεσε). Την ελκύουν τα χασικλίδικα τραγούδια και χορεύει ανάλογα άσματα. Αλλά πως χορεύει; Σα μοτοσακό. Συνήθως συχνάζει στα σκυλοκωλάδικα που πάει με όμοιές της (σκοτεινοχασικλομούρες) και συνήθως τουρτουλουκιάζονται στο χορό όλες μαζί. Σα να χορεύουν αρκούδες.
Τι φταίει όμως για την κατάστασή της;
Της φταίνε τα πάντα για την κατάντια της. Της φταίει η κοινωνία, οι γονείς της, οι άντρες κι ό,τι άλλο φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Η ψυχή της μοιάζει με ένα μαγκάλι κάρβουνα που καίει. βράζει και πού και πού ανατινάζεται. Μόνιμα μιλάει για αδικίες, για πίκρες, βρίζει, αναθεματίζει κλπ. Η φάση θυμίζει ολίγον από το ποίημα («Μοιραίοι») του Κ.Βάρναλη, το οποίο επισυνάπτεται. Υπάρχουν διαβαθμίσεις στο είδος των γυναικών αυτό, που μετρώνται σε **στάδια ή σε νταν***, π.χ: Αυτή είναι 3 στάδια πιο πολύ απ' τις άλλες σκοτεινοχασικλομούρες, ή αυτή είναι σκοτεινοχασικλομούρα 30 νταν). Καράτε δεν ξέρει, αλλά άμα λάχει τη ζώνη (όχι απαραίτητα μαύρη), την έχει έτοιμη, λυμένη για καυγά.

*Νταν: καμία σχέση με καράτε, ίσως όμως η διαβάθμιση αυτή προέρχεται από εκεί.

Σημείωση:Ίσως υπάρχει και είναι λογικό να υπάρχει και όρος για τον σκοτεινοχασικλομούρη.

- Πάμε στο στέκι του Αχαΐρευτου απόψε βράδυ;
- Πας καλά ρε μπουζουκοκέφαλε; Εκεί συχνάζουν όλες οι σκοτεινοχασικλομούρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασπαρτού (passe partout):
Αναφέρεται ως το κλειδί που ταιριάζει και ανοίγει κάθε κλειδαριά.
Στη μεταφορική χρήση του όρου, μπορούν να ενσωματωθούν οι παραπάνω ιδιότητές του.
Έτσι, ως πασπαρτού θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον άνθρωπο ή την κατάσταση που μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για πρόσβαση σε μη προσβάσιμους χώρους. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε δηλαδή τον κατάλληλο άνθρωπο ή την κατάλληλη κατάσταση που χρειάζεται για να ανοιχτούν πόρτες που παραμένουν ερμητικά κλειστές για το ευρύ κοινό.

  1. - Θέλω να αναλάβω ρε γαμώτο μια υπεύθυνη θέση στην εταιρεία μου, αλλά μου λείπει ο άνθρωπος πασπαρτού.

  2. - Ο γάμος του με την κόρη του Δημητρόπουλου του εφοπλιστή αποτέλεσε το πασπαρτού για να γίνει διευθυντής στην επιχείρηση του πεθερού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται, όπως είναι προφανές, για να μας δείξει με επιβλητικό -ως και λυρικό (εφόσον υπάρχει ομοιοκαταληξία)- τρόπο το τεράστιο μέγεθος των οπισθίων μίας γυναίκας. Αν μάλιστα μπούμε στη διαδικασία ανάλυσης της φράσης, καταλήγουμε στο ότι χρησιμοποιείται για την περιγραφή του πρωκτού και μόνο (παρ. 2). Μολαταύτα συνήθως αναφέρεται στο σύνολο της οπίσθιας επιφάνειας.(παρ.1)
Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να γίνει χρήση της και για άντρες.
Παρόμοια έκφραση είναι και η: «Το δεξί της κωλομέρι είναι σαν το Κρυονέρι» και θα συμφωνείτε ότι είναι τουλάχιστον ανάλογου λυρικού ενδιαφέροντος έκφραση.

  1. -Πωωω, κοίτα γκομενάκι που περνάει... -Τι να σου πω; Πάντα στον κόσμο σου. Ρε βλέπεις μπροστά σου; Η κοπελιά έχει ένα κώλο που χωράει τον κόσμο όλο. Έλεος πια!

  2. - Ρε η Κατερίνα ... έχω μάθει πολύ πιπόζα κοπελίτσα.
    - Και πιπόζα και πρωκτόλαγνη και απ΄όλα...
    - Σώπα ρε τύπε...
    - Ρε λέμε έχει φάει πολύ πέος στον κώλο η κοπέλα.
    - Μάλιστα... έχει έναν κώλο που χωράει τον κόσμο όλο πλέον έτσι;

Τους τρακόσιους του Λεωνίδα και βάλε. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολιτικός ή ο συνδικαλιστής που έχει εύκολες τις υποσχέσεις,που θέλει να παραμυθιάζει τους ψηφοφόρους του, που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Με άλλα λόγια αποδεικνύεται θαθάκιας, κατώτερος των περιστάσεων, υποκριτής και ανίκανος. Ο όρος προέρχεται από την ταινία:«Υπάρχει και φιλότιμο» με τον Κωνσταντάρα, όπου ο Κωνσταντάρας υποδυόταν τον υπουργό αγροτικής ανασυγκροτήσεως Ανδρέα Μαυρογιαλούρο, ο οποίος έχοντας εμπιστοσύνη στους αυλοκόλακες του περιβάλλοντός του αγνοούσε τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου και είχε εύκολες τις υποσχέσεις.

- Πλησιάζουν πάλι οι εκλογές.
- Ωχ. Θα μας πρήξουν πάλι τα αρχίδια οι διάφοροι Μαυρογιαλούροι με τα έργα που θα κάνουν, με τα χρυσά κουτάλια που θα μας δώσουν να τρώμε και με τις άλλες παπαριές που θα ακούσουμε. - Αυτοί τη δουλειά τους και μεις τη δικιά μας
- Δηλαδή;
- Μαύρο δαγκωτό στους Μαυρογιαλούρους. Στο καρφί χωρίς επιστροφή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και θεωρητικά θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε κάθε θηλυκιά ανθρώπινη ύπαρξη με αυτόν τον όρο (σε κάθε αιδοιοφορέα δηλαδή), εν τούτοις αποκαλούμε έτσι τη γκομενάρα, το πιπίνι, το έξαλλο και το προκλητικό θηλυκό. Αποκαλούμε δηλαδή έτσι τη γκόμενα της οποίας το αιδοιακό πλαίσιο υποστήριξης της αναδεικνύει τη θηλυκότητα και την κάνει αξιαγάμητη.

Το πλαίσιο αυτό αποτελεί το σασί, τη μόστρα, τη βιτρίνα, το περιτύλιγμα, το αμπαλάζ της και απαρτίζεται από οτιδήποτε η γυναίκα κουνάει, φοράει ή δε φοράει ώστε να κάνει αξιοποιήσιμο το αιδοίο της και να κάνει την ίδια αξιαγάμητη.

Η τεχνική της κίνησης της είναι καθοριστική στην προβολή της. Γιατί συμβαίνει αυτό; Aφού η εικόνα ισοδυναμεί με 1000 λέξεις και αφού η κινούμενη εικόνα ισοδυναμεί με (25 εικόνες/δευτερόλεπτο), συνάγεται πως η κινούμενη εικόνα ισοδυναμεί με 25.000 λέξεις/δευτερόλεπτο. Άρα η εμμονή στις σωστές τεχνικές κίνησης δίνει μετοχές στην αιδοίο φέρουσα, κάτι που οδηγεί στην αύξηση της ταχύτητας σεξουαλικών περιπτύξεων της (αριθμός σεξουαλικών περιπτύξεων/στη μονάδα του χρόνου).

Αν όμως... αν... η αιδοιο...φέρουσα καταστεί ενδιαφέρουσα, τότε μοιραία οι μετοχές της παίρνουν την κατιούσα.

- Χθες μιλάμε είχαμε πάει για πιπινοκατάσταση στο μπαρ της γωνίας.
- Πώς ήταν τα πράγματα;
- Είχε μαλάκα παρκαρισμένα αιδοιοφόρα παντού. Είχε μποτιλιάρει το σύμπαν από γκομενάκια.
- Άσε το μποτιλιάρισμα και πες μου. Έγινε τίποτα ή το μόνο που αποκόμισες από το μποτιλιάρισμα ήταν να μείνεις μπουκάλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του υποκοριστικού «ευαισθητούτσικο».

Την λέξη δημιούργησε ο Σταμάτης Φασουλής στην απόδοση του θεατρικού έργου Εξ Επαφής (Closer) που είχε ανεβάσει πριν από μερικά χρόνια.

Όπως λεγόταν και στο έργο:

«μου είσαι κι ευαισθητοπούτσικο»

(από Khan, 16/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος άνθρωπος, το κοπρόσκυλο.

Παλιά βρισιά που έλεγαν οι παππούδες μας.

Επίσης χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσε ευρέως αποθανών πολιτικός κατά την προηγούμενη δεκαετία σε τηλεοπτικές του εκπομπές, κατά των πολιτικών του αντιπάλων -ότι δηλαδή ενώ ήταν ανεπρόκοποι αξίωναν την ψήφο του λαού.

- Δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του και θέλει να γίνει και υπουργός! Περίπτερο να του δώσεις να κουμαντάρει, θα το ρίξει έξω ο παλιοσκερβελές!

Μηλιώκας - Αλλού τρως: στο νου μου ο σκερβελές σε μαύρα χάλια, που λέει και το άσμα... (από Cunning Linguist, 26/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και ντζερεμές [τουρκ.]

Ο νωθρός, φυγόπονος άνθρωπος, ο τεμπέλης.

Το αδικαιολόγητο πρόστιμο, η άδικη ζημιά.

Το δύστροπο, ανυπάκουο άλογο ή μουλάρι.

Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, όλη μέρα μπροστά στην τηλεόραση κοπροσκυλιάζει, ο παλιοτζερεμές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκατηγορία της γενικότερης έννοιας μουνοβοσκός. Είναι ο άντρας που είναι περιτριγυρισμένος από πολλές γυναίκες αλλά τελικά μένει μόνο στα λόγια και ποτέ δεν προχωράει στα έργα. Έτσι, είναι ο καλύτερος φίλος των γυναικών και ο καλύτερος σύντροφος για τις δύσκολες ημέρες (όπως και οι σερβιέτες). Εκείνο που τον ξεχωρίζει από το μουνοβοσκό είναι η ποιότητα του εμπορεύματος η οποία ως επί το πλείστον είναι για τα μπάζα. Οπότε κατά μια άποψη καλύτερα που μένει μόνο στα λόγια.

- Κοίτα τον μαλάκα, μιλάμε για μεγάλο μπαζοβοσκό. Πάλι λιώμα είναι και κυνηγάει όποιες βρει αλλά μένει πάντα με το πουλί στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πλουσιόπαιδο που φοράει μάρκες και όλα τα σχετικά παίζοντάς το μάγκας ενώ είναι φλώρος.

Κοίτα τον φλωροκάπηλο προσπαθεί να πιάσει γκόμενα δείχνοντας πόσα λεφτά έχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified