Further tags

Αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για το κάτω κεφαλήν εισόδημα. Πηδάει αβέρτα ένα μεγάλο φάσμα από γυναίκες. Είναι και σαβουρογάμης. Δεν είναι ρατσιστής στον έρωτα, αφού στο θέμα αυτό σκέφτεται αποκλειστικά με το κάτω κεφάλι. Του αρμόζει πολύ το παλιό τραγουδάκι: «Γυναίκες θέλω πολλές... από όλες τις φυλές». Θέλει να ικανοποιεί τις ορμές του και μόνο. Ωστόσο δεν αποκλείεται κατά βάθος να είναι ένας πολύ συναισθηματικός άνθρωπος, που μπορεί να πληγώθηκε συναισθηματικά και να αποφάσισε να λοκάρει το συναίσθημα και να λειτουργεί μόνο με τα ένστικτά του.

Επειδή Ευρι-πήδης από Ευρι-πήδη διαφέρει, αυτό που μπορούμε πούμε από τη σκοπιά της Φυσικής με παραλληλισμό της ραδιοθεωρίας για το φαινόμενο Ευρι-πήδης, πως όσο οι απαιτήσεις για ποιότητα ελαττώνονται, τόσο η επιλεκτικότητα ελαττώνεται, τόσο το εύρος ζώνης των σεξουαλικών διεγέρσεων και παρεμβολών από θηλυκές υπάρξεις στην κεραία του πέους του αυξάνονται και τόσο ο πληθυσμός των σεξουαλικών επαφών αυξάνεται.

Καλά ο Μήτσος δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα. Πραγματικός Ευρι-πήδης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρία, συνήθως νεόπλουτη, με μαλλί kevlar (ξανθή έκδοση) ή carbon fiber (καστανή έκδοση), συχνότατα κακή οδηγός, με φουλ σετ αξεσουάρ (τσάντα LV, χρυσαφικά, Rolex, γυαλιά μάσκα αερίων με στρας), η οποία οδηγεί Mercedes «μεγάλης» σειράς που της έχει πάρει ο σύζυγος, με τον ίδιο τρόπο που κάνει κομμωτήριο και κουτσομπολεύει: με μεγάλη διάρκεια και ιδιαίτερα αμφίβολο αποτέλεσμα.

Οι Μερσεντοσουσούδες συχνάζουν συνήθως στο Κολωνάκι όπου ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αναφέρουν σχετική φωλιά στην περιοχή. Οι παλαιότερες οδηγούν «κούρσες» αλλά έχουν πληθύνει ανησυχητικά οι περιπτώσεις με μεγάλα SUV, χωρίς να περιορίζονται αναγκαστικά σε οχήματα με το αστεράκι στο καπώ (230, X5, X3, Tuareg, Cayenne).

Μπορεί εμφανισιακώς να μοιάζουν του σαλονιού, αλλά μέσα τους κρύβουν την πεμπτουσία του μικροαστισμού, της κατινιάς και του νεοπλουτισμού, όπως μπορεί κάλιστα να διαπιστώσει κανείς αν «κοντραριστεί» προφορικώς μαζί τους στο δρόμο.

Εναλλακτική: Μπεμβεδοσουσού (με όχημα BMW). Τελευταία, απαντώνται νεότερες ηλικιακά εκδόσεις με ύφος τσαμπουκαλίδικο και πιο σπορ εκδόσεις αυτοκινήτων, περιλαμβανομένων SLK (φυσικά!) Audi TT, Mazda RX-8 και MX-5, Z3 καθώς και διάφορα είδη μεσαίων SUV.

  1. Σίγουρα παράδειγμα προς αποφυγή.

  2. - Τι έπαθες ρε Μήτσο;
    - Πήγαινα με τη μηχανή και μου πετάχτηκε μια Μερσεντοσουσού από ένα στενό... κόντεψε να με λιώσει η ρουφιάνα. Είχε και στοπ και μου ζητούσε και τα ρέστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην περιοχή της Άμφισσας Φωκίδος, η κουτή:
κουτή -> κουτάσω -> κ'τάσω.

Η λέξη χρησιμοποιείται και πέριξ της Αμφίσσης και πιθανώς να είναι γνωστή (όμοια ή με παραλλαγές) στην ευρύτερη περιοχή της Ρούμελης.

- Η Γεωργία μου είπε ότι την Ανάσταση έπιασε ένα δυναμιτάκι που βρήκε κάτω και έσκασε στα χέρια της...
- Αυτή η κοπέλα είναι ντιπ κ'τάσω... (ντιπ: εντελώς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομμουνιστής αγωνιστής που κρεμάστηκε από τους φασίστες (Δεν ξέρω πότε έδρασε, ούτε ποιο είναι το μικρό του όνομα. Αν ξέρει κάποιος ας σχολιάσει). Το παράξενο είναι ότι ενώ θα έπρεπε να είναι ένας εθνικός ήρωας, οι γιαγιούμπες που οι περισσότερες από αυτές είναι βασιλικότερες του βασιλέως και ακροδεξιές, έκαναν το επίθετό του χαρακτηρισμό ενός άτακτου παιδιού.

- Γιαννάκηηηηηηηη!
- Ναι γιαγιά;
- Εσύ μου πήρες το πιεσόμετρο βρε κακαβούτη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουν τους πιτσιρικάδες με φτιαγμένα παπιά ή scooter, κυρίως στο νομό Ηλείας. Είναι ένα στάδιο που κάθε νεαρός περνάει με το πρώτο του όχημα και αν τον σημαδέψει ανεπανόρθωτα ο χαρακτηρισμός αυτός, όταν μεγαλώσει και αποκτήσει αμάξι θα γίνει ένας κάγκουρας.
Ετυμολογικά ίσως έχει σχέση με το γκατζόλι (το γαϊδούρι του Έβρου), δηλαδή το μηχανάκι με ό,τι του φορτώνει ο καθένας.

- Ρε τον γκάτζουρα, πώς το έκανε έτσι το παπί.

- Σκάσανε τα γκατζούρια.

- Το γκατζούρι μας πήρε τα αυτιά με την εξάτμιση-σωλήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάπα γκόμενα, το επονομαζόμενο και μπάζο. Η πατσαβούρα ούτως ή άλλως χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του μπάζου, αλλά γνωρίζουμε όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι η φύση του Έλληνος είναι ανικανοποίητη. Προκειμένου λοιπόν να αποδώσει αρτιότερα το μέγεθος της ασχήμιας μίας συγκεκριμένης γκόμενας και να εστιάσει στο ψητό, προσθέτει αφενός το κατά τ' άλλα συμπαθές και νοστιμότατο φρούτο που όμως έχει την ατυχία να είναι αισθητικά αποτυχημένο και αφετέρου το μουνί διότι κάνει καλό liaison που λένε κι οι Γάλλοι και εστιάζει ακόμη περισσότερο στο πρόβλημα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκφραση συνδέεται ιδιαίτερα με την περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, όπου το φαινόμενο της σταδιακής μεταμόρφωσης των γυναικείων σωμάτων σε κάτι που θυμίζει το προαναφερθέν φρούτο είναι πολύ συχνό. Συγκεκριμένα το κέντρο βάρους μετακομίζει νότια και η συσσώρευση λίπους δημιουργεί έναν δυσανάλογα μεγάλο όγκο στην περιοχή της περιφέρειας σε σχέση με το άνω μέρος του κορμού.

Κάργα σχετικό (και κατά βάση αντίθετο) λήμμα με την αχλαδομουνοπατσαβούρα είναι η τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα, αν μη τι άλλο διότι και τα δύο αντλούν αρχικά από τη φύση (χλωρίδα/πανίδα), αναφέρονται στο ψητό (μπρος/πίσω) και περιγράφουν σουρεαλιστικά πλην όμως με χρηστικά αντικείμενα (πατσαβούρα/σφυρίχτρα) το σύνολο.

- Ρε συ Βρασίδα, την είδες τη Μερόπη; Ρε πώς έγινε έτσι αυτή;
- Γάμησε τα. Όταν τη γνωρίσαμε ήταν τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα και τώρα έχει γίνει αχλαδομουνοπατσαβούρα...
- Άτιμη κενωνία. Άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις στα τάρταρα.
- Κάπως έτσι...

(από acg, 16/06/08)

Βλ. και αχλάδω, αχλαδομούνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρονολογείται από τότε που τα παιδιά έπαιζαν μπάλα στις αλάνες με πέτρες για δοκάρια.

Εξωφυλαρούχας ήταν τότε ο καημένος που δεν το κατείχε το τόπι και καμιά ομάδα δεν τον ήθελε, με αποτέλεσμα να κάθεται απ' έξω και να προσέχει τα ρούχα των υπολοίπων. Έμπαινε δε να παίξει μόνον αν κάποιος από τους καλούς χτυπούσε, ή ερχόταν η μάνα του να τον μαζέψει πριν τη λήξη του αγώνα.

Ο όρος έχει επιβιώσει στην σύγχρονη αργκό των γηπέδων και περιγράφει το παλτό, τον μόνιμο παγκίτη - συνήθως πρόκειται για άλλη μια εμπνευσμένη προσωπική επιλογή της προεδράρας στις τελευταίες μεταγραφές.

Εκτός γηπέδων, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον αιώνιο κομπάρσο, το δια βίου κοντάρι, αυτόν που τον ρίχνουν και μένει πάντα στην απόξω.

  1. Παλιός ποδοσφαιριστής στον Hρακλή, με όχι και πολύ ταλέντο, γι' αυτό δεν τον πολυπαίζανε κι έτσι απέκτησε το παρατσούκλι «εξωφυλαρούχας», (γιατί καθόταν έξω και φύλαγε τα ρούχα). (Από το ΚΛΙΚ, άρθρο για τον τέως υπουργό Γιώργο Λιάνη)

  2. Ο πρόεδρος έδωσε λύσεις και κάλυψε κενά σε θέσεις-κλειδιά ... Δεξιός εξωφυλαρούχας ένας τελειωμένος Σέρβος που δεν τον ξέρει ούτ' η μάνα του... αριστερός εξωφυλαρούχας ο απιθανόπουλος από το Ουζμπεκιστάν ... έχουμε πλέον μπει σε τροχιά τίτλου ...

  3. Άσε μωρέ, να τον λυπάσαι είναι ... μια ζωή εξωφυλαρούχας ... τον καλούνε, βέβαια, στις δεξιώσεις και στα διάφορα γιατί έχουν ανάγκη τον αδερφό του, αλλά πέραν τούτου ουδέν ... ούτε γυρνάει κανείς να του μιλήσει ... κι αυτός κάθεται σε μια γωνιά και ξερογλείφεται με τα γκομενάκια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα φιλαράκι μας ή ένας γνωστός μας που έχουμε κάνει να το δούμε καιρό. Από τον γνωστό και μη εξαιρετέο πρώην πδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Πίτερ «Πετράκη» Οφορίκουε που όποτε πήγαινε στη μάμα άφρικα ξέχναγε να γυρίσει.

- Ρε, Γιάννη; Πού 'σαι ρε Οφορίκουε, μαύρα μάτια έκανα να σε δω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποιος άλλος, ο Ρεχάγκελ...

Ήρθε επιτέλους η ώρα να βγεί στην σύνταξη ο ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΙΧΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ και όλη η γερολαία της ομάδας μαζί. Όπως έπρεπε να είχε γίνει απο το 2004, μετά την κατάκτηση του Euro.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

από το troktiko.blogspot.com

(από Cunning Linguist, 26/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονηρός και ύπουλος άνθρωπος, η παλιόπουστα, το παλιοπούτανο. Προέρχεται από την ιταλική λέξη lupina υποκοριστικό της λέξης lupa που σημαίνει λύκαινα και υποδηλώνει την πόρνη.

  1. Τι λε ρε μαλάκα 5 ευρώ ένα μπουκαλάκι νερό. Α γαμήσου παλιο-λουμπίνα...

  2. Να την προσέχεις τη Μαίρη. Μιλάμε για μεγάλη λουμπίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified