Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.
Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.
Got a better definition? Add it!
Μυθικό ον, το οποίο με τη μορφή που το ξέρουμε σήμερα κυκλοφορεί στους δρόμους των ελληνικών πόλεων από τη δεκαετία του 80. Εικάζεται ότι είναι πρώτος ξάδερφος του Μπάμπη του Σουγιά και σίγουρα χρησιμοποιούν τον ίδιο στυλίστα. Φίλοι του είναι ο Κώστας ο Γκοτζίλας, ο Νίκος ο Πεταλούδας και άλλα εκλεκτά μέλη της κενωνίας.
Ο Πέτρος ο Μπαλτάς στυλιστικά έχει μείνει σε μία κακή στιγμή της δεκαετίας του 80 (όχι ότι υπήρχαν και πολλές καλές για όποιον θυμάται) και πιστεύει πολύ στα εξής είδη ένδυσης / υπόδησης: Κολλητό τζην τύπου «σωλήνα» απαραιτήτως μία πιθαμή πιο κοντό από το κανονικό, άσπρη μπουρνουζέ κάλτσα, κοντό σταράκι με τα κορδόνια πιασμένα γύρω απ' τον αστράγαλο και α-πα-ραι-τή-τως φλάινγκ τζάκετ ΜΕΣΑ από το ήδη στενό τζην. Υποθέτω ότι μέσα από το φλάινγκ παίζει απλό άσπρο T-shirt.
Ο Πέτρος ο Μπαλτάς είναι χουλιγκάνος εκ πεποιθήσεως και έχει προσχωρήσει εδώ και χρόνια στο δόγμα «και τα μυαλά στα κάγκελα». Δεν το πολυσκέφτεται, αλλά και να το σκεφτεί δεν θα καταλήξει κάπου αλλού διότι αφ' ενός όλοι του οι γνωστοί είναι του ιδίου δόγματος και αφ' ετέρου η έντονη σκέψη τον βάζει σε endless loops από τα οποία αδυνατεί να ξεφύγει, οπότε γιατί να το κουράσει το πράγμα;
Με την πάροδο του χρόνου, ο Πέτρος ο Μπαλτάς (όπως και οι υπόλοιποι της παρέας) αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μίας ευρύτερης ομάδας και το όνομά του περιγράφει όλα τα μέλη της.
Χάρις στην πρωτοποριακή έρευνα πεδίου των Α.Μ.Α.Ν., υπάρχει ευτυχώς βιντεακό υλικό το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κοινωνιολογική και ανθρωπολογική εξέταση του φαινομένου από τους επιστήμονες του μέλλοντος. Το σχετικό υλικό παρατίθεται εδώ ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες διάσωσής του.
Να φύγει το βίντεο...
Got a better definition? Add it!
Λέγεται αλλιώς ο μποντιμπιλντεράς, επειδή το σώμα του είναι αποτέλεσμα χτισίματος (δηλαδή body building).
Συνώνυμα: μποντέος, σφίχτης, σφίχτερμαν, πρησμένος, σβάρτσος.
(επιστρέφοντας από το γυμναστήριο)
- Μάνα, βράσε μου έξι αυγά!
- Γιατί τόσα πολλά παιδάκι μου;
- Θέλω να φάω πρωτεΐνη... Χτιστός θα γίνω μέχρι το καλοκαίρι!
- Μη χειρότερα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συμπαθέστατο μικρό ψαράκι (άνω των 4 εκ. γιατί παρακάτω θεωρείται ακόμη γόνος και ντροπή σας αν την τρώτε) το οποίο είναι εξαιρετικός ουζομεζές.
Στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται αφ' ενός για να περιγράψει ομάδα μειρακίων ή πιτσιρικάδων και αφ' ετέρου ως χαρακτηρισμός των μικροεπενδυτών στο γνωστό Ναό της Σοφοκλέους. Στην πρώτη περίπτωση δεν έχει αρνητική χροιά και μάλλον αποτελεί χαριτωμενιά, ενώ στη δεύτερη δημιουργεί σαφείς αρνητικούς συνειρμούς του τύπου «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», πράγμα που δεν απέχει από την πραγματικότητα ούτε στη θάλασσα ούτε στο Χρηματιστήριο.
1
Μ' έφαγαν τη ζωή τα ζωντόβολα να τα πάω στο Allou Fun Park και μάσησα τελικά το Σάββατο. Μιλάμε ότι όλη η μαρίδα ήταν μαζεμένη εκεί ρε παιδί μου. Μου πήραν το κεφάλι τα ρημάδια για παιδιά.
2
ΧΑ: Στη "μαρίδα" ξεπούλησαν φορολογικοί παράδεισοι και funds
...Επιβεβαιώνοντας λοιπόν τον άγραφο νόμο των αγορών που θέλει τη "μαρίδα" να τσιμπά στο αγκίστρι της χρηματιστηριακής ανόδου όταν αυτή συνήθως φτάνει στο απόγειό της της, αρκετές χιλιάδες μικροεπενδυτών ξεθάρρεψαν στην πιο ακατάλληλη στιγμή, και εφόρμησαν στο "μέλι" των μετοχών όταν οι τιμές στο Χρηματιστήριο σκαρφάλωναν στα υψηλότερα επίπεδα από τις αρχές της δεκαετίας.
[από το διαδίκτυο]
Got a better definition? Add it!
Συμπαθείς κοινωνικές ομάδες που αναλώνονται στην χρήση ινδικής κάνναβης σαν να μην υπήρχε αύριο!
Παρατηρήστε ότι αν αλλάξουμε τα αρχικά των δύο λέξεων αναμεταξύ τους παίρνουμε το:
«φασίστες και χουντικοί»...
...μικρός που είναι ο κόσμος, ε;
Χασίστες και φουντικοί όλου του κόσμου ενωθείτε!
Σχετικά: φούντα, φουνταμενταλισμός, ο, Ποκαφούντας, πρεζόφουντα, χάχα, η
βλ. και γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, μουνάς, γελάκι...., καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.
Got a better definition? Add it!
Κατά το εργατοπατέρας: είναι ο παλιός μεταλλάς που πουλάει ιστορία στους νέους. Ο εν λόγω μεταλλοπατέρας βέβαια μπορεί να έχει φάει τη ζωή του ακούγοντας μπούρδες και να μην έχει ακούσει τίποτε άλλο εκτός από κάποια συγκεκριμένα παρακλάδια του μέταλ (τα άλλα είδη μουσικής δεν προβλέπονται καν). Παρόλα αυτά έχει φροντίσει να γνωρίζει διάφορα συγκροτηματάκια που δεν τα ξέρει (δικαίως) ούτε η μάνα τους κι έτσι γίνεται ψαρωτικός προς τους άπειρους βαφτίζοντάς τα καλτ, underground κτλ...
Βέβαια υπάρχουν και κάποιοι μεταλλοπατέρες που θα άξιζαν αυτόν τον χαρακτηρισμό γιατί διαθέτουν όντως γνώσεις και δεν είναι κολλημένοι... Επειδή όμως το heavy metal δεν είναι ΚΚΕ οι οδηγητές είναι περιττοί, ιδιαίτερα δε αν διαθέτουν και υφάκι!
- Τι είναι αυτό που παίζει;
- Tysondog. Καλά δεν τους ξέρεις;
- Όχι, θά' πρεπε;
- Ε αφού είσαι καυλοπιτσιρικάς, που να τους ξέρεις!
- Βρε σάλτα και γαμήσου μεταλλοπατέρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μικρούουουλης, ο μικρός ψυχή τε και σώματι. Συνώνυμο του κοντός και του νάνος με την μεταφορική τους έννοια.
Got a better definition? Add it!
Το υπέρτατο ούφο, ο πιο αφηρημένος και αλλοπαρμένος και νεραϊδοπαρμένος και αλαφοΐσκιωτος και τζαζ (και όλα τα λοιπά) άνθρωπος του κόσμου. Από το αλλού + το αγγλικό aloof + το Ούφο.
- Αμάν ρε πούστη μου αυτή η Τζενούλα, δεν παλεύεται, δεν χαμπαριάζει Χριστό, της μιλάς, τη σκουντάς, της τα εξηγείςς μια ώρα και εκείνη στον κόσμο της... Μπας και μας δουλεύει;
- Όχι μωρέ το Τζενάκι, αφού την ξέρεις, είναι αλλού το άτομο...
- Τι αλλού, μωρέ, μόνο αλλού; Αλλούφο είναι.... Δεν θυμάσαι που πήγε να βάλει τις προάλλες τα σκουπίδια στο ψυγείο... Τι περιμένεις τώρα... Χαλαρά...
- *%&#>?)(@...............
Got a better definition? Add it!
Ένα συμπαθέστατο μικρό γεράκι - λίγο μεγαλύτερο από περιστέρι - που φωλιάζει σε χαλάσματα, παλιές αποθήκες κ.λ.π και τρέφεται κυρίως με έντομα. Ζει σε όλη σχεδόν την Ελλάδα - αν και το χειμώνα πάει στην Αφρική. Λίγο τα φυτοφάρμακα, λίγο η οικοδομική δραστηριότητα είναι και αυτό είδος απειλούμενο πλέον.
Κιρκινέζι, επίσης, λέγεται και ο άνθρωπος με τη μεγάλη και, κυρίως, γαμψή μύτη (βλ και το λήμμα γιαταγκάν). Η λέξη κιρκινέζι πρέπει να προτιμάται από το γιαταγκάν, το μπουγατσομάχαιρο κ.ο.κ. όταν θέλουμε να αναφερθούμε συγκεκριμένα σε κάποιον με στεγνά τα άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου - δηλ. λεπτά χείλη, βαθουλωμένα ζυγωματικά και τραβηγμένο μέτωπο. Είναι δε η απολύτως ακριβής λέξη όταν πρόκειται για μια γυναίκα που έχει κάνει επιπλέον και προσπάθεια να αναδείξει τη μύτη - π.χ. με το μαλλί κορακί, ξαστό και φουντωμένο, έντονο μαύρο μολύβι και μαύρη η πράσινη σκιά στα μάτια κ.λ.π.
Μια άχρηστη, αλλά ενδιαφέρουσα, πληροφορία: Στην Κρήτη, το κιρκινέζι - το γεράκι, όχι τη μυτόγκα - το λένε και αερογάμη. Και υπάρχει και το σχετικό λήμμα. Άλλο πράμα, βέβαια.
- Πάρε, ρε, το κιρκινέζι που θέλει να το παίξει και γκοθού...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατάσταση στην οποία οδηγούνται κάποιοι μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών.
Η όψη τους θλιβερή, η φάτσα παραμορφωμένη. Μάτια πρησμένα και κόκκινα, στόμα μισάνοιχτο, μαλλιά αχτένιστα, και ρυτίδες σε έξαρση.
Τάκης: Έλα ρε! Γιατί δεν το σηκώνεις το γαμοτηλέφωνο;
Μανώλης: ... Ποιος είναι;
Τάκης: Ρε μαλάκα κοιμάσαι ακόμα;
Μανώλης: Ωχ, τι ώρα είναι;
Τάκης: Δύο και δέκα. Σε είκοσι λεπτά πρέπει να είμαστε στη Βάρκιζα!
Μανώλης: Όχι ρε πούστη!!!... Ντύνομαι κι έρχομαι να σε πάρω.
Τάκης: ... Καλά ρε μαλάκα πάλι την ήπιες.
Μανώλης: Άσ' το! Ήρθε χθες ο Μάρκος με έναν ξάδερφό του κρητικό , και δύο λίτρα τσικουδιά.
Τάκης: Και σίγουρα τα κατεβάσατε!!
Μανώλης: Ναι μαλάκα, γίναμε κουνουπίδια.
Got a better definition? Add it!