Αυτός που έχει πιει πολύ. Όσο δεν πάει....
- Χτες πήγα με τα παιδιά απο τη δουλειά σ'ένα ρεμπετάδικο....
- Ήπιατε;
- Ασε ρε, κλασμένος γύρισα σπίτι... Αφού δεν θυμάμαι πώς ανέβηκα, πώς έπεσα στο κρεβάτι, τίποτα σου λεω!
Αυτός που έχει πιει πολύ. Όσο δεν πάει....
- Χτες πήγα με τα παιδιά απο τη δουλειά σ'ένα ρεμπετάδικο....
- Ήπιατε;
- Ασε ρε, κλασμένος γύρισα σπίτι... Αφού δεν θυμάμαι πώς ανέβηκα, πώς έπεσα στο κρεβάτι, τίποτα σου λεω!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που ξέρει ή κάνει ότι ξέρει σωστά Ελληνικά.
- Στο «μυστικό», το «μυ-» πώς γράφεται;
- Με ύψιλον.
- Μπαμπινιώτη μου εσύ!
Got a better definition? Add it!
Ο ηλικιωμένος που γουστάρει σεξ.
Μαγκουρογαμόσαυρος ο αιτωλοακαρνάνας.
Ενδοτάξεις γαμοσαύρων: καβουρογαμόσαυρος, καγκουρογαμόσαυρος ο φαντασιόπληκτος, καμπουρογαμόσαυρος domesticus, καμπουρογαμόσαυρος pornobichtus, καμπουρογαμόσαυρος ελευθέρας βοσκής, μαγκουρογαμόσαυρος, μπακουρογαμόσαυρος, σαβουρογαμόσαυρος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κοπέλα που λόγω της σπαστικής της συμπεριφοράς, διώχνει τους άντρες (διώχνει μακριά το γκαβλί), η αγάμητη.
Theo: Και για το πιο απλό θέμα να μιλήσουμε, δεν μπορεί, θα μου τα σπάσει τα παπάρια. Sakis: Ναι μωρέ, χέσ' τηνα τη ξούγκαβλη .
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός λόγω μικρού πέους. Χρησιμοποιείται για να κοροϊδέψουμε κάποιον που το παίζει μεγάλος σε δύναμη.
-Θα σε δείρω ρε μαλάκα!
-Για ηρέμησε ρε μικρούλη μη σε βάλω κάτω και σε αχίσω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άπειρος και ανόητος άνθρωπος που περνιέται για μεγάλο γατόνι.
- Κοίτα ρε το κωθώνι του ναυτικού, που επειδή ο μπαμπάς είναι το αφεντικό, νομίζει πως μπορεί να γαμάει και να δέρνει!
Got a better definition? Add it!
Το μουνόπανο, αυτός που δεν ξηγιέται σωστά. Συνήθως ο χαφιές, ο απατεώνας.
- Δώσε μου πίσω τα λεφτά μου ρε αρχίδι!
Got a better definition? Add it!
Πολύ κοντός/-ή, συνώνυμο του πρώτο μπόι.
- Κοίτα να δεις που κάνει και τον νταή, η κουβαρίστρα δέκα νούμερο!
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα με τον χαρακτηριστικό ελληνικό σωματότυπο, τουλάχιστον κάποια χρόνια πριν, χαμηλού αναστήματος και μεγάλης περιφέρειας. Συνώνυμο της χαμηλοκώλας, αυτή που περπατώντας, τα πόδια της βρίσκουν στα οπίσθια.
- Το κολάν τη μάρανε την κοντοκλώτσα... Λίγο ακόμα και ο κώλος της θα σκουπίζει το πάτωμα!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κοιτάει μόνο την πάρτη του. Φροντίζει για το βόλεμά του και συμπεριφέρεται καιροσκοπικά και ωφελιμιστικά. Χρησιμοποιείται και με πιο ήπια σημασία για να καταδείξει ανάλογες περιστασιακές συμπεριφορές.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified