Further tags

Γνωστή μάρκα παπουτσίων που χρησιμοποιείται (ως φράση) για να δώσει έμφαση στο επίμονο κροκοδείλιασμα.

-Τι θα γίνει, θα γυρίσει το γάρο;
-Μπα, δεν το ξέρεις ότι αυτός μικρός φόραγε κροκοντιλίνο;
-Όχι...

(από kloufo, 07/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που τρώει τα καρκάδια από τη μύτη του, ανεξαρτήτου υφής, ξερά, μαλακά,υγρά ή ματωμένα.
Ο καρκαδοφάγος δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο. Και μπαλάκια να φτιάξει τα τρώει σαν σνακ με το ουίσκι του.
Τον καρκαδοφάγο δεν τον νοιάζει αν τον κοιτάνε, μάλιστα σκαλίζει ακόμα πιο περήφανα την κακομοίρα τη μύτη του που ξεκίνησε Γαλλική όταν γεννήθηκε και έχει γίνει Αρμένικη.

-Λάκη κοίτα την μαντάμ στη στάση.
-Ποπο, παίζει τρελλό σκάψιμο, θα έχει ορυχείο στη μύτη.
-Ωπ, να και ο μεζές, ρε για στάσου, μην μου πεις;
-Το έφαγε αδελφέ.Και ψάχνει για το επόμενο με δύο δάκτυλα.
-Σωστή η κυρία. Κρυφός καρκαδοφάγος μας προέκυψε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός Ρώσος συνθέτης Ντμίτρι Ντμίτριεβιτς Σοστακόβιτς (ρωσικά: Дми́трий Дми́триевич Шостако́вич, Dmitrij Dmitrijevič Šostakovič) σε παρεΐστικη μετατροπή, με σκοπό την επιβράβευση, επικρότηση.

-Πέρασα σήμερα μάθημα...
-Σωστακόοοοβιτς.

- Θα κολληθεί κάνας γλάρος;
- Ναί, θα κολλήσω εγώ.
- σωστακόβιτς....

Дми́трий Дми́триевич Шостако́вич (από Khan, 05/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει πάρει «μυρωδιά», όσον αφορά στο αντικείμενο με το οποίο ασχολείται. Ανάλογα με την ασχετοσύνη, κλιμακώνεται ως εξής: μύρος, μυρώδης, αρχιμύρος, εκατομύριος, μύραρχος.

...

Βλ. και μυρωδιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής, δηλωτικό ατόμου που επιδιώκει με κάθε τρόπο την απόκτηση θέσεων και αξιωμάτων. Συν. θεσιθήρας (βλ. λεξ. Μπαμπινιώτη). Είναι σύνθετο από τα ουσιαστικά: σπουδή(=ζήλος/βιασύνη (βλ. το λεξικό της Αρχαίας του Σταματάκου), αρχή (=εξουσία) και την κατάληξη -ιδης (που προσδιορίζει το νεαρό της ηλικίας βλ. σπουδάρχης).

Συναντάται στον Αριστοφάνη ως κωμικό πατρωνυμικό του σπουδάρχου (Ἀχαρνῆς 595-597: ὅστις; πολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης, / ἀλλ᾽ ἐξ ὅτου περ ὁ πόλεμος, στρατωνίδης, / σὺ δ᾽ ἐξ ὅτου περ ὁ πόλεμος, μισθαρχίδης).

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα αρχαία Ελληνικά η λ. ἀρχίδιον ήταν υποκοριστικό της αρχής και σήμαινε το μικρή (ανάξια λόγου) προσφορά υπηρεσίας.

Λόγω της ηχητικής σύγχυσης που παρουσιάζεται με τη λέξη αρχίδι(-ης) χρησιμοποιείται από τους γνωρίζοντες την ετυμολογία ως κεκαλυμμένη ύβρις και από τους μη γνωρίζοντες, ευθέως ως ύβρις σχετιζόμενη με τη συνηχούσα λέξη.

Σχετικά πρόσφατα χρησιμοποιήθηκε από συγκεκριμένο πολιτικό προς χαρακτηρισμό συναδέλφου του (βλ. παρακάτω το viral video), αποκτώντας έτσι μια κάποια (παρετυμολογημένη) δυναμική στη σύγχρονη γλώσσα.

-Όλοι για την καρέκλα και μόνο στη βουλή. Πήξαμε στου σπουδαρχίδηδες.
-Τι λες ρε μαλάκα, παπάρι, σπουδαρχίδη! Είσαι μεγάλη ψωνάρα τελικά. Άντε και γαμήσου!!

(από Nik, 01/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα λεξικά ευρίσκεται με τη σημασία του οπτικού (κυρίως) ή ηχητικού σήματος, νεύματος απο το signal.
Στα βαπορίσια σινιάλο λέγεται και το διακριτικό σήμα (λογότυπο) της κάθε ναυτιλιακής εταιρίας, όπως είναι αποτυπωμένο στην τσιμινιέρα του πλοίου. Εδώ εννοείται όλο το σετ: Χρώμα τσιμινιέρας, λωρίδες, κύκλοι κλπ (άν υπάρχουν) και βέβαια το χαρακτηριστικό σχέδιο. Ανάλογο με το πίσω (κατακόρυφο) φτερό των αεροπορικών εταιριών.
Επειδή η ναυτική ορολογία μεταφέρεται και στην ξηρά, ως σινιάλο χαρακτηρίζεται και το διακριτικό σήμα στις μάρκες αυτοκινήτων, μοτό, ακόμα και (τραβηγμένα) το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάποιου ατόμου ή και ζώου.

Στα βαπόρια, στις ατελείωτες μέρες παραμονής στο αγκυροβόλιο (στη ράδα) περιμένοντας τη σειρά τους να μπουν στο λιμάνι, συνηθίζεται να δημιουργούνται γνωριμίες μεταξύ αξιωματικών της γέφυρας μέσω κουβέντας από το VHF. Σε μια τέτοια περίπτωση, δυο καπετάνιοι, γνωρίστηκαν από το VHF, είχαν κάθε βράδυ κουβέντα, αντάλλασαν πληροφορίες, διηγούνταν ιστορίες (καλή ώρα σαν κι αυτή που γράφω) μέχρι πού μετά από ενάμιση μήνα περίπου ήρθε η ώρα να μπουν στο λιμάνι. Τότε, έχοντας γίνει σχεδόν φίλοι, συμφώνησαν το βράδυ του κατάπλου, όταν πια θα έχουν ξεμπερδέψει με όλα τα διαδικαστικά, να βρεθούν κι από κοντά να πιούνε κι ένα ποτήρι βρε αδερφέ.
- Λοιπόν, στις εννιά στην πύλη, ΟΚ;
- OK! Και πώς θα σε γνωρίσω;
- Εύκολα. Είμαι κοντός με κοιλιά και έχω και φαλάκρα.
- Όμορφα σινιάλα έχεις...
- Άντε ρέ γαμήσου, που θα με κοροϊδέψεις κι από πάνω (ακολούθησε βρισίδι και δεν συναντήθηκαν ποτέ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο ομιλητής παραληρεί, τότε χάνονται οι νοηματικές συνδέσεις των εκφερόμενων προτάσεών του. Οι ακροατές του γίνονται μάρτυρες ενός ορυμαγδού ονομάτων, λέξεων, φράσεων, μορφασμών και χειρονομιών που χάσκουν μεταξύ τους ασύνδετα.
Όταν η κατάσταση μονιμοποιείται, τότε η μηχανή «χάνει λάδια» ή «έχει βαρέσει μπιέλα» ή «έχει κάψει φλάντζα».

Ο όρος «βαράει κενές» απαντάται στην μηχανολογική αργκό δηλώνοντας την δυσλειτουργική αποσύνδεση των εξαρτημάτων μιας μηχανής, πχ. εάν δεν λειτουργήσει σωστά ο ηλεκτρομαγνητικός μηχανισμός εμπλοκής του γραναζιού της μίζας με το γρανάζι του βολάν, τότε η μίζα γυρίζει στον αέρα («βαράει κενές»), ξύνοντας το γρανάζι του βολάν, κάνοντας έναν χαρακτηριστικό απαίσιο ήχο, σαν να γυρνάς το κλειδί όταν δουλεύει ο κινητήρας.

Α- Συμφωνώ με τις απόψεις του Νίκου Κωνσταντινίδη όπως αυτές εκφράζονται στο βιβλίο του «Αντισταθείτε! Σιωνισμός-Μασονισμός-Σατανισμός Χτυπούν την Ελλάδα».
Β-Πας καλά ρε; Δεν βλέπεις ότι το άτομο βαράει κενές;

(από Ricky, 31/05/14)(από Ricky, 31/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτικό κάλεσμα αντρών προς μέλη του αντίθετου φύλου(αλλά μουνάρες) με σκοπό την αρχειοθέτηση των χαρακτηριστικών τους στην μνήμη(για υλικο στην μαλακία), ειδοποίηση των υπολοίπων μελών της αντροπαρέας για την ύπαρξη του εν λόγω θηλυκού και την έκφραση του ειλικρινούς θαυμασμού προς τα κάλλη του.

Περνάει μουνάρα

-Schwing! Συνεχίζει η συζήτηση

(από Τσακ εις την μέσην, 30/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύνθετη από το ουσιαστικό ανήρ-ανδρός (αντρός) και το ρήμα τραγανίζω με τη μεταβατική του σημασία (ετυμ. από το επιθ. τραγανός(<τρώγω) και την προσθήκη της ρηματικής κατάληξης -ιζω). Λέγεται για γυναίκες οι οποίες επιδεικνύουν ιδιαίτερο ζήλο στη συνεχή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων.

-Τι αντροτραγανίστρα είναι αυτή ρε φίλε! Έχει πάρει όλο το γραφείο!! Ούτε ένας δεν της ξέφυγε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μεγάλη ομάδα των εκφράσεων «τον παιρνει Χ και τον δίνει/βγάζει Ψ» πρέπει να προστεθεί και η του λήμματος. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι λέγεται με την αντίθετη σημασία από ότι οι άλλες.

Εξηγούμαι: Ενώ το γκρουπ «τον παίρνει Χ και τον δίνει/βγάζει Ψ» έχει μια χροιά υποτιμητική και χαρακτηρίζει παρτόλες και ξεκωλιασμένους, εδώ ο εκφέρων εκφράζει πόθο, θαυμασμό και μερικές φορές και μια πικρία για το ευκταίο αλλ' απραγματοποίητο.

Αξιοσημείωτη είναι η αλλαγή της υφής του οργάνου, που πέραν της απώλειας σκλήρυνσης λόγω ποιοτικής και παρατεταμένης ικανοποίησης, αποκτά και μια άλλη ποιότητα, καθότι άλλο μπαμπακερός κι άλλο βελούδινος.

Σημαντικό ρόλο παίζουν στην ακριβή αποτύπωση του συναισθήματος, τα συμφραζόμενα, η έκφραση του προσώπου, η ηλικία, ο τονισμός ή μη κάποιων λέξεων κλπ, όλα αυτά που μπορούν ακόμα και μια αθώα έκφραση να την σλανγκοποιήσουν και το ανάποδο.

  1. Παρέλαση παστακοειδών ψωλέτων σε πρωινάδικο για επίδειξη μαγιώ.
    - Η. Πώς σου φαίνεται εκείνο το πουά; Θα μου πηγαίνει;
    - O. Ωραίο είναι... πολύ ωραίο... όλα ωραία είναι... (πνιγμένος λυγμός- μέσα απ τα δόντια- Όχι πάνω σου! Σε 'τούτες που τον παίρνουν πέτσινο και στον δίνουν βελουδένιο μάλιστα!)

  2. - Μαλάκα, μού κατσε χτές μιά, τί να λέμε τώρα!!
    - Καλή, μαλάκα, έλεγε;
    - Tί έλεγε, παραμιλούσε!!! Ένα σου λέω, μου τον πήρε πέτσινο αποβραδίς και το πρωί μου τον έδωσε βελουδένιο (ακολουθεί περιγραφή καταστάσεων, φάσεων κλπ σκηνικών, επιπέδου προεκλογικών υποσχέσεων ή έστω επιστροφής κυνηγών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified