Further tags

Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καναπές στα καλιαρντά εκ του ιταλικού molto (=πολύ) και του κάθομαι.

Έτσι μπήκα στο μουτζότσαρδο, κάθησα στη μολτοκαθήστρα και άβελα μαρμαρού. (Από το Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το φλερτ, η ερωτοτροπία, ως ένα ψεύτικο (μουσαντέ, μούσι), εικονικό σεξ. Παρομοίως μουσαντοντούπ είναι η απειλή ως ψεύτικο ντουπ που κάνει ένας μουσαντόμαγκας και πολλά άλλα.

  1. "Χάθηκε" εντελώς από το σαλόνι, δεν πέρασα εκεί παρόλο που η Μαρία με πλάκωσε στο μουσαντένιο μουσαντοπάρσιμο. (Από μπουρδελοκριτική στο Μπου).
  2. -Κόζα φόρτσα μουσαντοπάρσιμο σοῦ ἄβελε, μωρή, ἡ Ζηνοβία πασάτα τζόρνα;

- Μὲ σίκ, μωρή· πουρκὲ ντὲ σκεντὲ ἄφρισες καὶ βουέλεις μοῦσι; Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι φιλέλληνας, ὄχι ντεζολαχτάρας σὰν τὸ σουάντες φινεντζάρη, ποὺ τουζούρ ντοὺπ σαφρὰνς... Σκέτος μπάϋρον εἶναι.

Τουτέστιν: - Τί δυνατὸ φλὲρτ (πολιορκία) ἦταν αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔκανε, μωρή, ἡ Ζηνοβία χθές;

- Σιγά, μωρή· γιατί, ζήλεψες κι ἔχεις νεῦρα; Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι εὐγενικὴ ἀδελφή ψυχή, ὄχι βίαιος σαδιστὴς σὰν τὸ ἀρραβωνιαστικό σου, ποὺ ὅλο στὶς βρέχει γιὰ λεφτὰ... Σκέτος λόρδος εἶναι! (Παράδειγμα Αἴαντος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μουσαντέ μάγκας, ο ψευτόμαγκας.

Με τον μουσαντόμαγκα τον κουτσαβάκη τον Σαμαρά δεν τα κατάφεραν, με τον "αυθεντικά" λαϊκό τύπο τον Βαγγέλα και πάλι δεν τα κατάφεραν. Πού θα πάει αυτό το κόμμα;

Κατ' επέκταση, και ο μπαμπέσης (σημασία που δίνεται από τον Ηλία Πετρόπουλο, δες και στου κυρ-Σαράντ).

Σου κάνει τώρα μουσαντογλειψούδες, αλλά είναι μουσαντόμαγκας και στο τέλος θα στη φέρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο σέξι νεαρός Κρητικός. Μουσαντό σημαίνει ψέμα, μούσι, Μουσαντοπαλικαρού είναι η Κρήτη ως μια ψευδο-λεβεντομάνα.

«Μπενάβεις καλιαρντά, χρυσή μου;» «Και τα τζινάβω και τα μπενάβω», του απαντώ. «Εσείς καλέ, είστε από πού;». «Κρήτη ταραφουντάν κούκλα μου, και έχω μια σερμελιά που’ ναι δική σου ούλη, θα στην αβέλω τώρα δα στην καυτερή σου πούλη». Δεν χάνω καιρό η ξενηστικωμένη και απαντώ: «Κι αν είν’ η πούλη μου στενή κι η μέλα σου μεγάλη, πάρε σαπούνι συριανό και βάλτης στο κεφάλι…». Κάθισα τζάκατα στο μουσαντοπαλικαρότεκνο. Μου ξομολογήθηκε ότι δυο μέρες είχε που βγήκε από τη λεβεντόμαντρα. (Διακοπές στο Τζιναβονήσι, του Τέο Ρόμβου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τον βαψομαλλιά, υπάρχει κι αυτός που βάφει τον μύστακα. Η επέμβαση είναι συνήθως πολύ λιγότερο εμφανής και δραστική, παρατήρησα όμως οτι, σε σύγκριση με τον βαψομαλλιά, εδώ φανερώνεται περισσότερη κακία, παρά κοροϊδία. Ειδικά σε ναζιάρικους 'κύκλους' (μη χέσω), έπαθαν λύσσα κακιά με του Μεϊμαράκη το, πριν και μετά το ντημπέη, μουστάκι.

βαψομουστάκιας

  1. Πετυχημένο παράδειγμα φτηνοδουλειάς δεν είναι άλλο από του βαψομουστάκια, για πρόεδρος T.I.F.F που διαδέχεται την Ντέπυ. Γνήσια φακλάνα και η Ντέπη, γιάγμα τα κανε τα λεφτά (όσο υπήρχαν) για να φέρνει το κάθε σελέμπριτι. ΕΔΩ

  2. -Είμαι σαν τσέλιγκας που φόρεσε μπεζ κοστούμι. Βλέπω τον εαυτό μου σαν master of puppets της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ποιος είμαι;
    -για τον βαψομουστάκια σουν-τζου λες?
    -game theory στις χαρτοπετσέτες του Cappuccino
    -χαχαχα ΕΔΩ

  3. θα ψηφισω τον βαψομουστακια, γιατι ειναι τσιφτης και καραμπουζουκλης....και οποιος λεει πως το στριβει το μουστακι ειναι απλα λαικιστης και προπαγανδιστης, φαιδρος, ποταπος και διαφορα αλλα ζουραριακα που δε θυμαμαι τωρα......αααα και αναισχυντος......και τον παιρνει κιολας. ΕΔΩ

"King Abdullah of the Kingdom of Saudi Arabia has died aged 90" -90 ήταν ο βαψομουστάκιας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρραβωνιαστικός, ο μνηστήρας στα καλιαρντά, πιθανόν εκ του ιταλικού fidanzato.

Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι φιλέλληνας, ὄχι ντεζολαχτάρας σὰν τὸ σουάντες φινεντζάρη, ποὺ τουζούρ ντοὺπ σαφρὰνς... Σκέτος μπάϋρον εἶναι. (Παράδειγμα Αἴαντος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αυτιά στα καλιαρντά. (Ουδέτερο, πληθυντικός).

Ἀβέλει σόγι-κουραβελτέ ἡ Γεωργία, καπιάζει τὸ πακέτο τοῦ κατέ καὶ τοῦ μπενά λουπαρτέ:
- Τί φωτογένεια! Θὰ μοῦ ἀβέλῃς μωρό μου; Ντέζιασεπούλη μου γιὰ σουάντες... Ἂχχχ!
Καὶ κοντραστάρει ὁ σπαριλόμπεης:
- Νάκα μωρή! Ἐμάντε ἀβέλῃς πομπίνο-φραπέ! (Παράδειγμα Αἴαντος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο καυλιάρης, για την ακρίβεια αυτός που έχει γεμάτα τα αρχίδια του, τα μπελερίνια του, τα (μ)πελέ του (εκ της ρομανί). Το πλένο- ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το ισπανικό pleno για το γεμάτο, ενώ ανάλογα έχουμε σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες.

- Μωρὴ Γεωργία ποιό τεκνὸ βουέλεις κατετζόρνα; % - Τὸ Μανωλιὸ τὸν πλενομπελέ, ποὺ ἀβέλει μποὺτ πακέ.
- Ἀχούύύύ! Τί ἀθοριτομπενάβεις μωρὴ τζασλή; Τοῦ ἄβελα κοντιερὴ γιὰ νὰ φασωθοῦμε στῆς Μπέτης τῆς χοντρῆς καὶ μᾶς βγῆκε φιόγκος!! (Παράδειγμα Αἴαντος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το ραδιόφωνο, ως ένα κουτί από το οποίο όλη τη μέρα ακούγεται θόρυβος ή/και καβγάδες. Συνώνυμα: ζαλίστρα, μπεναβοκουσκούσι.

(Στις μέρες μας βέβαια, με τις παραθυρομαχίες, η λέξη μας θυμίζει μάλλον την τηλεόραση).

Άντε μωρή, ξεκούνα, όλη τη μέρα στην καβγαδοκουτού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified