Further tags

Αυτός/ή που επικεντρώνεται στις λεπτομέρειες χάνοντας το θέμα. Αυτό δε σημαίνει πως "σκάβει" εις βάθος, κάνοντας ενδελεχή ανάλυση μιας κατάστασης -πράγμα γενικώς θετικό. Το σκαλιστήρι δρα επιφανειακά, απλά αναμοχλεύοντας τα δεδομένα.

- Έχουμε να παρουσιάσουμε την εργασία σε μισή ώρα κι ο άλλος το σκαλιστήρι κάθεται και με ρωτάει αν πρέπει να αλλάξει γραμματοσειρά στις διαφάνειες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνολο των βιωμάτων, των γνώσεων και των δεξιοτήτων που σχετίζονται με τη χρήση νακρωτικών ουσιών. Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί με θετική ή αρνητική χροιά.

Σε επίπεδο αντίληψης, όπου κυρίως αναφέρεται ο όρος, είναι οι νέες σταθερές και μεταβλητές που προστίθενται στο σύστημα άνθρωπος και κόσμος. Ακολουθεί παράθεμα του Τίμοθι Λίρι (Timothy Leary) σε πρωτότυπο κείμενο:

“Any reality is an opinion-we make up our own reality”

“Admit it. You aren’t like them. You’re not even close. You may occasionally dress yourself up as one of them, watch the same mindless television shows as they do, maybe even eat the same fast food sometimes. But it seems that the more you try to fit in, the more you feel like an outsider, watching the “normal people” as they go about their automatic existences. For every time you say club passwords like “Have a nice day” and “Weather’s awful today, eh?”, you yearn inside to say forbidden things like “Tell me something that makes you cry” or “What do you think deja vu is for?”. Face it, you even want to talk to that girl in the elevator. But what if that girl in the elevator (and the balding man who walks past your cubicle at work) are thinking the same thing? Who knows what you might learn from taking a chance on conversation with a stranger? Everyone carries a piece of the puzzle. Nobody comes into your life by mere coincidence. Trust your instincts. Do the unexpected. Find the others…”

-Για πες μας ρε Χριστόφορε, η κότα έκανε τ' αυγό ή το αυγό τη κότα;
-Απ' το αυγό βγήκε ένα ρολόι, γιατί η κότα είχε φάει τόσο ώρα στο περίμενε.
-Τι λέει αυτός ρε;
-Άσ' τονα χτυπάει η ναρκοπαιδεία τώρα.

ναρκοπαιδεία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλύαρος, ανόητος άνθρωπος. Εκ πρώτης όψεως δείχνει να προέρχεται από το ιταλικό papardelle , είδος ζυμαρικού. Ενδεχομένως η σημασία της λέξης σχετίζεται με την μορφή της παπαρδέλας, όπου πωλείται μπουρδουκλωμένη σε μπάλες και όταν βραστεί γίνεται πολύ γλιστερή και τραμπαλίζεται ξέφρενα όπως την κρατάμε. Έτσι και ένας κρετίνος πολυλογάς μας τα λέει μπερδεμένα και μορφάζει, φτιάνει, δείχνει, σείεται και κουνιέται για να προκαλέσει ενδιαφέρον.

Πάνω σε αυτή τη σύνδεση πατάει και η παπαρδέλα ως χαρακτηρισμός μιας ανοησίας που θα ακούσουμε ("την είπες την παπαρδέλα σου πάλι δεν άντεξες").

Φυσικά δε μπορεί να μην σκεφτεί κανείς το "παπάρας" όταν χρησιμοποιεί το "παπαρδέλας", οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι χρησιμοποιείται αντί για "παπάρας", προσθέτοντας όμως λίγο ιταλιάνικο φινετσάρισμα για να βγάζει γούστα.

-Έλα που είσαι; Στις 6 μου πες θα έρθεις, σε περιμένω μισή ώρα.
-Συγνώμη ρε, με έπιασε ο παπαρδέλας ο περιπτεράς και με άρχισε. Σκέφτεται λέει να βάλει ντελίβερι με ντρόουν για τη γειτονιά, "γιατί ο Τζεφ Μπέζος είναι πιο μάγκας να πούμε;". Ντράπηκα να τον παραπέμψω, τον βλέπω κάθε μέρα.

παπαρδέλαπαπαρδέλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φίλτρο αέρα που κρέμεται μπροστά από στόμα και μύτη στη κλασσική αντιασφυξιογόνο μάσκα. Παράδειγμα η σοβιετική gp-5 της φωτογραφίας. Εναλλακτικά ονομάζεται και μυρμηγκοφάγος.

-Ρε σε δουλέψανε, δε μπορώ να πάρω ανάσα με αυτό το πράγμα, μούφικη είναι.
-Βγάλε τη λαστιχένια τάπα κάτω απ τη πιπίλα ρε νουμπά, θα πεθάνεις και θα σε πληρώνουμε για άνθρωπο!

μάσκα με μονή πιπίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το "Εμμανουέλα" σε πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σε μια γυναίκα ψωλού σε βαθμό εκπόρνευσης. Όμως ο γνήσιος σλανγκιάρης* γυμνοσάλιαγκας της ασφάλτου το χρησιμοποιεί για να πειράξει ή να μειώσει αρσενικά είτε για κάποια αντιαρσενική τους ενέργεια είτε εντελώς αυθαίρετα για τον ανδρισμό τους.

Συνώνυμα/σπέκια: πουστάρα, πουσταρά, πουστράτζα, (κωλ)αδερφή, πούστη νέε, ξεκωλιάρη, γαμιόλη, ψωλορουφήχτρα, πιπαδόρε κτλπ.

Το "Εμμανουέλα" βέβαια είναι πιο ιδιαίτερο και χρησιμοποιείται κυρίως από μερακλήδες αστειάτορες μέσης ηλικίας με φωνή για ντάτσουν. Απαντάται συνήθως σε εξέδρες ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αγώνων, κυρίως από Β' εθνική και κάτω. Είναι εξάλλου μια λέξη που απαιτεί κοινό και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα για να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες της.

Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τη σειρά ταινιών σοφτ πορνό "Emmanuelle" με την αψεγάδιαστη Ολλανδή και-παρθένα-και-πουτάνα Σίβλια Κριστέλ (28 Σεπτ. 1952 – 17 Oκτ. 2012)

*Το σλανγκιστής είναι πολύ ιντελεκτουέλ για τα συμφραζομενα

Σε αγώνα μπάσκετ β΄εθνικής από την εξέδρα:
-Ρε μαλάκα Σορώκο! Βγάλε τον έξω τον Υφαντή να πουμε! Τι κοιτάς μωρή Εμμανουέλα! Άντε και γαμήσου μωρή σημαδούρα!

μωρή Εμμανουέλα 25-2-2018

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πιτσιρικά» στα ποδανά.

Σε ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ που μαζεύονται όλοι οι πιστεμένοι άρηδες για πρωταθληματάκι:
- Ρε φίλε... μου 'χουν σπάσει τα νεύρα με τον τσιρικαπί με την αερόμπαλα μέσ' στα πόδια μας.
- Ρε μικρέ, εδώ παίζουν μπάσκετ, πήγαινε δίπλα στη παιδική χαρά, θα χτυπήσεις.
- Να πας εσύ ρε καράφλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέλος της ΛΟΑΤ, γνωστή και ως LGBT, κοινότητας. Λεσβία, γκεί, ομοφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλη/ος ή τρανς.

Χρησιμοποιείται όταν δεν ξέρεις τι είναι το άτομο αλλά ξέρεις ότι είναι κουήρι, ή θες να αναφερθείς συλλογικά σε ΛΟΑΤΚ πρόσωπα αλλά θες να το κάνεις με μπρίο και χάρη.

Παράδειγμα: -Θα 'ρθεις το βράδυ; έχει πάρτι στο second skin!
-Τι πάρτι, για ελτζιμπιτήδες;
-Ε ναι, στραπ-ον γιούνικορνζ. Χαμός θα γίνει, έλα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η αλβανική γλώσσα

Τσίφσα(αλβανικά): γαμάω

Ροπ(αλβανικά): Σόι

Τσίφσα+ροπ: Τσιφσαρόπικα

Αυτή η λέξη δημιουργήθηκε ή εμφανίστηκε πρώτη φορά σε ένα "meme" του χρήστη: nionios_t

Παράδειγμα εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Αναγραμματισμός του ΛΟΑΤΚΙ (Λεσβίες Ομοφυλόφιλοι Αμφί Τρανς Κουίρ Ίντερσεξ). Δηλώνει:

  1. Την ΛΟΑΤΚΙ (LGBTQI) κοινότητα
  2. Το μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας (βλ. ελτζιμπιτής/ελτζιμπιτού)

Κάνει παράγωγα όπως το κιλοτάκι (το νέο ή νεαρό μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας) και σύνθετα όπως κιλοτόπαρτο, κιλοτοργάνωση, ενδοκιλοτικός/ή, μεγαλοκιλότα (γνωστό μέλος της κιλότας).

Ξεκίνησε να διαδίδεται μέσα στην αθηναϊκή οργάνωση Colour Youth, κατά το 2013-2014.

Πάλι γίνεται μαδομούνι στην κιλότα; Έχει πάρει φωτιά το fb από τις μπηχτές.

Αυτός διάβαζε το ΑΜΦΙ την εποχή που έβγαινε, είναι παλιά κιλότα.

ομοφυλοφιλία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified