Further tags

Χρησιμοποιείται προ επιθέτου με μειωτική σημασία σε φράσεις τύπου «καλά, καλός μαλάκας/σκιντζής/κτλ είναι κι αυτός», για να δείξει ότι ο ομιλητής γνώριζε εκ των προτέρων ότι το πρόσωπο έχει την αποδιδόμενη ιδιότητα, και ότι την έχει αποδεδειγμένα και σε μεγάλο βαθμό.

Το καλός δεν έχει την κυριολεκτική του έννοια, καθώς δεν θαυμάζουμε τη μαλακοσύνη ή την σκιντζότητα του υποκειμένου, ούτε κάποια μεταφορική, αλλά μάλλον εμμέσως τη λέμε στον άλλον ότι θά 'πρεπε να τον είχε πάρει χαμπάρι πιο πριν. Ή πριν πιω... μπερδεύτηκα.

Ένιγουέη, όταν χρησιμοποιείται στο πρώτο πρόσωπο, στο στυλ «καλός μαλάκας / καραγκιόζης είμαι κι εγώ», παίρνει μια περίεργη χροιά τύπου «μου τά 'λεγα» και στο δεύτερο πρόσωπο κάτι σαν ήπιο «σ' τά λεγα».

  1. - Πήγα στον Σκορδομπούτσογλου τον οδοντίατρο για εξαγωγή και μου έβγαλε τρία-τέσσερα δόντια μέχρι να βρει το σωστό...
    - Εμ, καλός σκιντζής είναι κι αυτός, δι' αλληλογραφίας από Βουλγαρία το πήρε το πτυχίο.
    - Τώρα μας τα λες ρε μαλάκα;

  2. Καλό ρεντίκολο είσαι και συ ρε πστ μου... Ήπιες χτες τον κώλο σου σου πάλι και άρχισες τα δικά σου. Αφού σε χαλάει, γιατί το πίνεις;

  3. Μου ζήτησε δανεικά δύο τούβλα πέρσι ο Ψωλοπέογλου κι ακόμα να τα γυρίσει. Αλλά καλό θύμα είμαι και γω που του τά 'δωσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κωλοφωτιά στο Κυκλαδίτικο ιδίωμα, το μαμούνι δηλαδή του γιαλού.

  2. Συνομοταξία πρηξαρχίδως που υπεραναλύει τα πάντα με τετριμμένα κλισέ της ποπ-ψυχολογίας. Εκ του γιαλόμα και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-μούνα».

  1. - Σας στέλνω μια πανέμορφη πυγολαμπίδα να φωτίζει την κάθε σας στιγμή!!!zzzzzzzzzzzzzz.................... πείτε την και κωλοφωτίτσα :) ή και γιαλομαμούνα όπως τη λένε στα νησιά!!!
    (εδώ)

  2. - Το νησί που λαμπιρίζει σα γιαλομαμούνα στα περιοδικά και τις τηλεοράσεις, που αποκαλύπτει μια ντίσνεϋλαντ κι όχι έναν ιστορικό οικισμό καθώς πλησιάζεις απ’ τη θάλασσα, που μουλιάζει σαν τον μπακαλιάρο στις ακριβές πισίνες, που ξημερώνεται ντοπαρισμένο με live streaming στα κλαμπ και πουλάει την εσωτερική αρμονία στα spa...
    (για την Μύκονο, εκεί)

  3. Καυλαγόρας: - Τι όμορφη που είσαι σήμερα!
    Πρηξαρχίδοβα: - Και γιατί ειδικά σήμερα και όχι χθες; Και με ποια κριτήρια ορίζεις την ομορφιά; Καυλαγόρας: - Μπη στα διάλα, γιαλομαμούνα!

Το μικρό μαγαζάκι Γιαλομαμούνα στην Χώρα της Άνδρου... (από Vrastaman, 13/09/10)Γιαλομαμούνα Κυκλαδική (από Vrastaman, 13/09/10)Mme Yalom, teh original Yalomamouna (από Vrastaman, 13/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ορθογραφία είναι σωστή καθ' ότι άκλιτο.

Παρά την ορθογραφία του η οποία παραπέμπει ίσως σε επίρρημα, αποτελεί επίθετο.

Έννοια: κοσμητικό επίθετο που χρησιμοποιείται από κωλοπετσωμένουςπερπατημένους - της πιάτσας, οι οποίοι όμως είναι και κάποιας μόρφωσης (ή θέλουν να λένε ότι είναι).

Ήτοι: ο / η / το / οι / τα πούστ-ης, -άκι, -ηδες, -άκια (όλα τα καταλαμβάνει δίχως ποτέ να κλίνεται).

- Αυτοί οι πούστηδι οι εφοριακοί, έτσι και μπουν στο γραφείου μου για έλεγχο,θα μου πάρουν τα σώβρακα...
- Γιατί ρε , δεν γράφεις τις εισπράξεις στα βιβλία σου;
- Όχι ρε, τις γράφω στ' αρχίδια μου... είναι πιο εύκολο...
- Ε τότε πάρ' τ' αρχίδια μου ρε μαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του γαλλικού μπιλιάρδου (carom, carambolage, το τραπέζι χωρίς τρύπες με τις τρεις μπάλες).

Στο κανονικό γαλλικό, στόχος είναι η μπάλα μας να πετύχει τις άλλες δύο. Αυτό λέγεται καραμπόλα. Στο τέλος, όποιος φτάσει πρώτος τον απαιτούμενο, προσυμφωνημένο, αριθμό από καραμπόλες, είναι και ο νικητής.

Στο τρίσποντο, καραμπόλα μετριέται μόνο αν η μπάλα μας χτυπήσει τρεις φορές σε σπόντα προτού βρει την τελευταία από τις άλλες δύο μπάλες (κάπου στην διαδρομή, πριν τις τρεις σπόντες, μετά ή ενδιάμεσα, εννοείται ότι έχει χτυπήσει και την πρώτη). Αυτή η καραμπόλα λέγεται και τρίσποντη.

Τρίσποντο παίζουν οι τιτανοτεράστιοι παίκτες, διότι είναι δύσκολο, και εκτός από το ότι πρέπει να κατέχεις γενικά το άθλημα, απαιτείται συγκροτημένη σκέψη, λόγω των υπολογισμών που χρειάζονται. Βέβαια υπάρχουν και τυφλοσούρτες μέθοδοι, αλλά απλά βοηθάνε στα πρώτα στάδια.

- Πάμε «ακαδημία» για τρίσποντο;
- Γάμησέ το, θα με πιάσει το κεφάλι μου. Δεν παίζουμε χαλαρά ένα απλό γαλλικό, να πιούμε και τις μπύρες μας;
- Νταξ, πάμε «ρόξι» τότε, να μπανίσουμε και κάνα κοριτσάκι, καθώς θα σενιάρω το κωλαράκι σου.

(από electron, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική μέθοδος σφουγγαρίσματος μεγάλων χώρων, π.χ. μαγειρείων. Πετάς σαπουνάδα στο πάτωμα, και με ένα μεγάλο Ταυ (σαν αυτά που καθαρίζουν οι Πακιστανοί τα τζάμια) την πας παντού, μετά ρίχνεις άφθονο νερό με τη μάνικα, ξεπλένεις με το ταυ τη σαπουνάδα και τα πετάς όλα έξω. Είναι πολύ διασκεδαστικό, ιδίως αν έχει ζέστη - δεν δημιουργεί καθόλου την αίσθηση της αγγαρείας.

Το όνομα προέρχεται από μία άσκηση που δεν θυμάμαι ακριβώς το επίσημο όνομά της (απόβαση με πλωτά μέσα;;;), πάντως στην τρέχουσα τη λένε απλώς «πλωτά». Αυτή είναι πολύ λιγότερο διασκεδαστική.

- Εστιάτορας, το πάτωμα είναι μες στη γλίτσα. Τι καραπουτσαριό είναι εδώ;
- Μα κύριε λοχαγέ, χτες κάναμε πλωτά.
- Αντιμιλάς, εστιάτορας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αnal retentive, που λένε και οι αγγλόφωνοι. Είναι αυτός που, κατά τον λαό και κατά τον Φρόυντ, δεν έχει ξεπεράσει το πρωκτικό στάδιο. Το σφίξιμό του, είτε ξεκινάει από την ψυχούλα του και καταλήγει στην κωλοτρυπίδα του, ή το ανάποδο (που δεν νομίζω), έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την σφιχτοκωλίασή του, δηλ. την απόλυτη συστολή, σε σωματικό, αλλά και συμπεριφορικό επίπεδο.

Ο άνθρωπος αυτός είναι μεταφορικά και κυριολεκτικά δυσκοίλιος, επιφυλακτικός, συνεσταλμένος, μουλωχτός, τσιγκούνης, υποχόνδριος, αλλά κυρίως ντροπαλός. Μπορεί δηλαδή να μην είναι τίποτε από τα παραπάνω εκτός από απλά ντροπαλός. Πάντως το κωλί του το ξέρει.

- Λες να τα πάει καλά η Μαρία στη στη συνέντευξη;
- Μπα, αυτό το κωλοσφιγμένο; Αποκλείται!
- Μην το λες, κάτι τέτοιες,... δεν ξέρεις ποτέ πώς ξηγούνται στα μουλωχτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ακαταλαβίστικα, τα «κινέζικα». Μπορεί να χρησιμoποιηθεί είτε για προφορικό είτε για γραπτό λόγο. Επίσης το λέμε όταν δεν εμφανίζονται σωστά τα ελληνικά σε κάποιο κείμενο στον υπολογιστή.

  1. - Ρε Βασίλη έβλεπες τη νύχτα κανένα όνειρο; Θυμάμαι σε μια φάση που σηκώθηκες από το κρεβάτι και έλεγες κάτι αλαμπουρνέζικα.

  2. - Μπήκες στο site που σου έδωσα χθες;
    - Ναι, αλλά δεν μπόρεσα να διαβάσω τι έλεγε η σελίδα. Αντί για ελληνικά, μου έβγαζε αλαμπουρνέζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορο και εύκολο κέρδος προερχόμενο είτε από προχειροδουλειά, είτε από αρπαγή / κλοπή.

Η πρώτη περίπτωση αρπαχτής περιλαμβάνει το φτωχομπινεδιάρικο και ευκαιριακό γδάρσιμο εύκολης λείας (πχ αισχροκέρδεια από ταρίφες σε ανυποψίαστους τουρίστες). Ανεμομαζώματα, δηλαδή, διαβολοσκορπίσματα.

Στη δεύτερη (και πιο σοβαρή) εκδοχή της, η αρπαχτή επιτυγχάνεται χάρη στην άλωση των νόμων και θεσμών μέσω προσωπικών σχέσεων και διαπλοκών. Πρόκειται για οικονομικές αλλαξοκωλιές όπου η αρπαχτή διαπράττεται από δύο ή περισσότερους συνεργούς και πάντα σε βάρος του κερασφόρου φορολογούμενου πολίτη. Πρόσφατες περιπτώσεις περιλαμβάνουν τα Ολυμπιακά έργα και την υπόθεση Μονής Βατοπεδίου.

Δεν έχουν τα κότσια να κάνουν μια μήνυση στην μαμά-SIEMENS για τις αρπαχτές της. Τώρα θα μου πείτε ποιοι να κάμουν την μήνυση; Αυτοί που συμμετείχαν στην αρπαχτή ως μικροί άρπαγες;; (Από blog)

Βλ. και σχετικό λήμμα μίζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγκούνης και κακομοίρης μαζί.

  1. Πώς κάνεις έτσι για 5 ευρώ ρε! Τι καρμίρης που είσαι;

  2. Ο Γιώργος είναι τόσο καρμίρης που έχει να βγει κάνα χρόνο (τσιγκουνιά).

(από Mr. Cadmus, 01/03/12)(από Mr. Cadmus, 01/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με σλανγκικό ενδιαφέρον, καθώς έτσι αποκαλούν οι θαλασσινοί (νάπται τε και καραβοκύρηδες) οποιονδήποτε ή οτιδήποτε ευδοκιμεί στην ξηρά και δεν έχει σχέση με τα την θάλασσα και τα ναυτικά.

Ο χαρακτηρισμός του στεριανού δεν υποκρύπτει ντε και καλά υπεροψία, μίσος ή ύβρη. Για αυτά υπάρχουν άλλα σχετικά κοσμητικά:

Υβριστικά θα αποκαλούσαν κάποιο ή "άναυτο" ως μη έχοντα ναυτοσύνη (seamanship -που είναι μεγάλη κουβέντα) ή στη χειρότερη "τσοπάνη" (ορεινό άρα παντελώς άσχετο). Οι παραπάνω χαρακτηρισμοί έχουν κυρίως να κάνουν με τη νοοτροπία (εργασιακή, τρόπο αντίδρασης και αντιμετώπισης προβλημάτων, περί του πρακτέου εν γένει).

Ξηροσφύρης σε πιμική συζήτα

Θα έλεγα ότι για τους ναυτιλομένους το στεριανό εμπεριέχει περισσότερο το ζενεσεκουά του αλλότριου, του ξένου, αίσθημα πρόδηλο στην "Στεριανὴ Ζάλη" του Ν. Καββαδία:

Χαμηλὸς οὐρανὸς γιομάτος ἄστρα,
μὰ δὲ μοιάζει μ᾿ αὐτὸν ποὺ σὲ γνωρίζει.
Ἡ μπαρκέτα γυρίζει; Δὲ γυρίζει.
Τὸ κορίτσι νυστάζει στὴν Καράστρα.

Πρόκειται δηλαδή για...

...αίσθημα που βαραίνει τον ναυτικό, όταν βρίσκεται στη στεριά. Πρόκειται για μια αίσθηση αστάθειας, ιλίγγου και αποπροσανατολισμού ανάλογη με τη ναυτία που προκαλεί στους στεριανούς η θάλασσα και που οφείλεται στο γεγονός ότι ο στεριανός νιώθει πως η στεριά είναι χώρος στον οποίο δεν ανήκει. (εδώ)

...λαμαρινίαση, ένα πράμα.

Συχνά παίζει αμφίδρομο δέος μεταξύ θαλασσινών και στεριανών.

johnblack: - H καραβίσια μακαρονάδα είναι απλούστατα η πεντανόστιμη, εν πλω παρεσκευασμένη, μακαρονάδα με ολόφρεσκα θαλασσινά καλούδια (γαρίδες, μύδια, αστακόνια και τα ρέστα). Οι ναυτικοί/ψαράδες διαθέτουν αμεσότερη πρωτογενή πρόσβαση σε αυτά τα καλούδια, ενώ αντίθετα εμείς για να τα δούμε στο στεριανό μας τραπέζι πρέπει να τα πληρώσουμε χρυσάφι...

HODJAS: - Όσο για την πχιότητα της καραβίσιας μακαρονάδας (μια φορά κι έναν καιρό πάμφθηνη και χορταστική στα πλοία για Κρήτη) ας μοι επιτραπεί να αμφιβάλλω. Ήδη ο Καββαδίας απο το ’50 έλεγε «παινεύουν οι στεριανοί τη μακαρονάδα του πλοίου και μπαίνει ο διάολος μέσα μου»...(εδώ)

Πέον τέλος να αναφερθεί ότι οι θαλασσινοί ενίοτε τα θαλασσώνουν στην στεριά, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους εφοπλιστάδες. Σε αντίθεση με βορειοευρωπαίους, ασιάτες και αμερικλάνους εφοπλιστές, οι δικοί μας δεν βγάζουν λεφτά λειτουργώντας ή ναυλώνοντας τα παπόρια τους. Αντιθέτως βγάζουν τις κάλτσες τους εκμεταλλευόμενοι με μαεστρία της κυκλικές διακυμάνσεις στην αγορά ναυτιλίας, αγοράζοντας βαπόρια μπιρ παρά και μοχοπουλώντας την σωστή στιγμή εν είδει διαπραγματεύσιμου εμπορεύματος (tradeable commodity). Έτσι εξηγείται το φαινόμουνο πολλοί εφοπλιστές να μην έχουν καράβια για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Κάπιοι εφοπλιστές δοκίμασαν την τύχη τους και σε στεριανές επενδύσεις, τοποθετώντας τα κέρδη τους από αγοραπωλησίες καραβιώνε σε τράπεζες, ακίνητα, ΜΜΕ, ενέργεια, κλπ. Οι στεριανοί χρονισμοί είναι εντελώς διαφορετικοί, τα λεφτά στην στεριά απαιτούν περισσότερο χρόνο να αβγατίσουν. Συνηθισμένοι να γυρίζουν γρήγορα κέρδη στην θάλασσα, οι καραβοκύρηδες εκνευρίζονται, χάνουν την υπομονή τους, και συχνά κάνουν απονενοημένες κινήσεις με αποτέλεσμα να χάνουν ένα σκασμό λεφτά.

- Γιατί τόσα δανεικά σε επιχειρήσεις οι οποίες καίνε τα λεφτά, που βγάζουν τα βαπόρια του Ρέστη; Διότι είναι γνωστό σε όλους ότι, από τότε που ο "καπετάν Βίκτωρ" βγήκε στην στεριά, χάνει στις στεριανές δουλειές τα λεφτά, που του "γεννάνε" τα καράβια! (εδώ)

- πολλοί γνωστοί εφοπλιστές μπήκαν στη διαδικασία αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Marfin Investment Group με τιμή τα 6,7 ευρώ (...) Σήμερα η τιμή της βρίσκεται στα 0,2 ευρώ (...) Από τότε, μεταξύ αστείου και σοβαρού, το MIG τώρα πια μεταφράζεται ως «Money Is Gone» (εκεί).

Σλανγκασίστ κι ευχαριστήρια στους συναυτεργάτες Δωνμήτσο (βλ. το ανύπαρκτο λολοπαίγνιό του "μήδι στεριανό", εδώ) και τον Ξηροσφύρη (βλ. τις μαραμπούστικες αναφορές του, εκεί).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified