Further tags

(κρητική διάλεκτος)
Χθες αργά το βράδυ.

Ωψάργας μες τον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους
ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ' αθρώπους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σεξουαλικά ακόρεστη γυναίκα, η τσούλα, η πόρνη.

Λέξη της κρητικής ιδιολέκτου -σε μικρή χρήση σήμερα- προερχόμενη από τη λέξη καμπανός (παλαιός τύπος φορητής ζυγαριάς, αποτελούμενης από μία μακρυά μεταλική ράβδο, δύο γάντζους -έναν για να κρεμιέται από ένα σταθερό σημείο και έναν για να κρεμιέται το προς ζύγιση αντικείμενο- και ένα αντίβαρο) + ψωλή. Κατά κυριολεξία σημαίνει την γυναίκα που συνεχώς και αδιαλείπτως ασχολείται με ποικιλία ανδρικών μορίων, τα ζυγίζει, τα αγοράζει και έχει εν γένει ενδιατρίψει επαγγελματικά στο αντικείμενο.

- Καλή κοπελιά η Χ;
- Ναι, ήντα να σου πω, καλή ψωλοκαμπανίστρα είναι και του λόγου τζη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του «ψωλή» και «βροντώ», απαντάται και στην ευγενικότερη μορφή «ψιλοβροντώ». Σημαίνει μαλακίζομαι, κυρίως χρησιμοποιείται μεταφορικώς. Ακούγεται κυρίως στο νότιο Αιγαίο περισσότερο στα Δωδεκάνησα.

- Την τελείωσες την εργασία για το εργαστήριο ηλεκτρονικής Αναξίμανδρε;
- Τώρα όπου νά 'ναι θα την αρχίσω, αύριο δεν πρέπει να την παραδώσουμε; Έχω χρόνο.
- Καλά ρε παιδί μου, πέντε μέρες στο λέω κι εσύ ψωλοβροντάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη κι' ήφτανες στο φεγγάρι και 'δα θωρώ τ'αρχίδια σου κ' ήκαμες μαξιλάρι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη και 'ποκαμάρωνα σε και 'δα στην τρύπα του μουνιού θωρώ σε και κοιμάσαι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'κανες τσαντίρι το σεντόνι και 'δα που σε χρειάζομαι σε πήραν οι δαιμόνοι.

[/i] Κρητικές χαρακτηριστικότατες μαντινάδες που αφιερώνονται σε όσους έχουν παροπλίσει το πέος τους και δεν μπορούν να εκτελέσουν τα σεξουαλικά τους καθήκοντα.

Δεν χρειάζεται, οι μαντινάδες μιλάνε από μόνες τους.

(από kounelos66, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όστις μονίμως ψωλαρμενίζει υπό την γενετήσια ορμή τση κάτω κεφαλής του, γράφοντας στον ζμπόυτσο τόυ το μέλλον του κι άλλα σοβαρά πράγματα.

- μην περιμένετε να τελειώσει πανεπιστήμιο αυτός ο ψωλάρμπεης. (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 231).

Τοπική σλανγκιά από την ορεινή Αρκαδία.

Εκ του ψωλαρά και του γαμοσλανγκοτέτοιου μπέης (< τουρκ. bey, "άρχοντας").

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουλούρι που έχει παντού σισάμι (είδος ψωμιού).

- Θεία φέρε μου ένα ψιμήθι να φάω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: στρίψε (το) τίποτα => (ανάποδα) ψεστρί το ποτατί.

Η φράση χρησιμοποιείται όταν κάποιος ζητάει σε ένα άλλο άτομο να στρίψει ένα τσιγάρο κάνναβης.

Η φράση αυτή έχει δημιουργηθεί από παράφραση λέξεων ηπειρωτικής διαλέκτου.

- ΕΕΕ! Ψεστρί το ποτατί.
- Μα πάλι ρε μαλάκα;
- Τι πάλι ρε; Πριν μισή ώρα ξανάπιαμε. Άιντε ξεκίνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ψάχνω κάποιον:

Τσιγκλάω, πειράζω, ψαρεύω κάποιον, ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα αλλά χωρίς ιδιαίτερη ατζέντα, για το χαβαλέ και το μουχαμπέτι. Χαριεντίζομαι πετώντας σπόντες και σχόλια. Ενίοτε πιλατεύω κάποιον με τις ερωτήσεις και την αδιακρισία μου.

Ακουσμένο από Ναουσαίο (στην Νάουσα λέγεται πολύ, απ' ό,τι μου είπε) αλλά και από άγνωστο περαστικό στην Αθήνα, μάλλον Αθηναίο.

Πρβλ. με άλλες σημασίες: ψαγμένος, ψαγμενιά, ψάχνομαι.

[Τα παραδείγματα αυθεντικά]

  1. - Πάμε κάνα θέατρο;
    - Θέατρο; Γιατί όχι, έχει τίποτα σε αποδομιστικό μεταστρουκτουραλισμό;
    - Τώρα με ψάχνεις κουφάλα αλλά πράγματι κάτι τέτοιο παίζει.
    - Σοβαρά μιλάς;
    - Γιατί, αν το δεις θα καταλάβεις τη διαφορά;
    - Μουνάκι...

  2. - Καλά ρε φίλε, ενώ μπορείς να μείνεις σπίτι μου μου μιλάς για ξενοδοχεία και μαλακίες; Να δώσεις τόσα λεφτά τζάμπα;
    - Σ' ευχαριστώ πολύ αλλά δεν...
    - Τι μ' ευχαριστείς ρε μαλάκα; Μεταξύ μας έτσι θα μιλάμε; Εκτός κι αν δεν νιώθεις άνετα σπίτι μου να μου το πεις να το ξέρω...
    - Τώρα γιατί με ψάχνεις ρε πούστη; Αφού ξέρεις, δεν έχω τέτοια κολλήματα. Άμα να είναι να μαλώσουμε για παπαριές θα μείνω, λήξις.
    - Α να έτσι μπράβο! Τώρα μιλάς σωστά!

  3. - Την άλλη φορά βρεθήκαμε στο λεωφορείο και μ' άρχισε πάλι την πάρλα.
    - Διακόσια χρόνια ο ίδιος ρε πστ. Τι σού 'λεγε;
    - Άκου να δεις. Εγώ ήμουνα με τον Βλάση και την γυναίκα του κι άρχισε να τους μιλάει κι αυτούς, και πού δουλεύετε και τι επιδόματα σας έκοψαν στο υπουργείο και πού μένετε και τι νούμερο παντόφλα φοράτε... Μού 'ρθε να του πω σκάσε ρε μαλάκα, τι τον ψάχνεις τον άλλονα μόλις τον γνώρισες; Την όρεξή σου έχει να περνάει ανάκριση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική κατηγορία γκριζομάλληδων -άκα «ψαρών»- αγγέλων, που εμφανίζονται με τρόπο θαυμαστό σε όσους αναγκάζονται να κοιμηθούν νηστικοί ή και πεινασμένοι.

Η έκφραση απαντάται στην Χίο, ενώ η πρόθεση των Αγγέλων καθώς και η σημασία της γκρίζας κόμης του καλύπτεται από πέπλο μυστηρίου...

Ο καμαρότος πράγματι, μάζευε τα πάντα μετά το βραδινό φαΐ και όλη τη νύχτα βλέπαμε ψαρούς αγγέλους από την πείνα.

Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified