Further tags

Βρισιά που απευθύνεται σε άνδρες αποδέκτες. Ιδιαίτερα χρήσιμη σε οπαδικές διαμάχες.

- Θα σας γαμήσει σήμερα ο Α!
- Είναι βαριά, είναι βαριά, η πούτσα του Β.
Οι Α βάζουν γκολ.
- Γκοοοολ! Φά' την ρε μουνόπανο! Έτσι γαμάμε εμείς οι Α!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντά με δύο τελείως ετερόκλητες σημασίες.
Πρώτον, για να δηλώσει ότι ο ντιτζέι στο μαγαζί είναι τόσο γιατομπούτσο, που άμα δεν πιεις, δεν την παλεύεις μία. Και δεύτερον, αντί του «θα τον πιούμε», δηλαδή όταν βιώνεται το χρονικό ενός προαναγγελλόμενου πέοντα.

Αποτελεί εμφανή παραποίηση ονόματος γνωστού διατρίψαντος περί την καλλιτεγνείαν, του οποίου θα διατηρήσουμε την ανωνυμία.

  1. - Γιατί τραβιόμαστε σ' αυτό το σκατόκλαμπο κάθε φορά με τον ντιτζέι πιέστο, δεν μπορώ να το καταλάβω. Πιάσε μια γύρα σφηνάκια, κολλητέ.

  2. - Αύριο παίζουμε με το Ξανθό Γένος.
    - Καλά, ντιτζέι πιέστο. Κερνάει καπότες ο Πούτιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Ιάπωνες, οι Γιαπωνέζοι. Σε αντίθεση με άλλους χαρακτηρισμούς (π.χ. βλέπε σχιστομάτης και το σχόλιο στο κιτρινιάρης), η λέξη τζαπόνια έχει, σε γενικές γραμμές, θετικές συνδηλώσεις: ναι μεν οι Γιαπωνέζοι είναι περίεργοι (τρώνε ωμά ψάρια κλπ), στερούνται φαντασίας και αντιγράφουν τα πάντα, αλλά είναι και εργατικοί, πειθαρχημένοι και φτιάχνουν καλές μοτοσυκλέτες και εξαιρετικές οθόνες πλάσματος.

Η λέξη τζαπόνια χρησιμοποιείται κυρίως στους κύκλους του αυτοκινήτου και της μοτοσυκλέτας όπου, εκτός από τον λαό που τα κατασκεύασε, μερικές φορές υπονοεί και τα Ιαπωνικής κατασκευής μηχανήματα - βλ. παραδείγματα 4 & 5.

  1. Ένας λαός απρόβλεπτος, που λατρεύει τον πρωινό ύπνο και το αραλίκι, αλλά έρχεται δεύτερος σ' εργατικότητα στον κόσμο μετά τα τζαπόνια. (Από το ΚΛΙΚ, Τα ρεμάλια οι Έλληνες του Θάνου Καραϊσκου)

  2. Επόμενος σταθμός Ρώμη. Εκεί πετύχαμε την απόβαση των γιαπωνέζων. Ήταν να μην αποφασίσουν τα τζαπόνια να ντυθούν ευρωπαϊκά... Bογκάνε τα Gucci, τα Prada, τα Ferragamo. (Από 4Τ)

  3. Εκεί όμως που τα Τζαπόνια είναι φοβεροί είναι στην ικανότητά τους να μελετούν και να μαθαίνουν. Τελικά φτιάχνουν μηχανές χιλιάδες φορές ανώτερες από αυτό που αντέγραψαν. (Από forum www.yaris.gr)

  4. Ξέρεις, δεν είδα κανέναν να λέει ότι τα γιαπωνέζικα σκουριάζουν... Κι ας έχω δει πολλά τζαπόνια της δεκαετίας του '70 σαπισμένα, τόσα περίπου όσα και ιταλικά. (Από το forum www.alfisti.gr)

  5. Θα έχει πολύ πλάκα στα συγκριτικά την άνοιξη, εκτός από τα κλασσικά 4 τζαπόνια και την ιταλίδα, θα έχουμε και αυτό και το Buell. Επιτέλους! (Από το forum motocikleta.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονηρός και ύπουλος άνθρωπος, η παλιόπουστα, το παλιοπούτανο. Προέρχεται από την ιταλική λέξη lupina υποκοριστικό της λέξης lupa που σημαίνει λύκαινα και υποδηλώνει την πόρνη.

  1. Τι λε ρε μαλάκα 5 ευρώ ένα μπουκαλάκι νερό. Α γαμήσου παλιο-λουμπίνα...

  2. Να την προσέχεις τη Μαίρη. Μιλάμε για μεγάλη λουμπίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποιος άλλος, ο Ρεχάγκελ...

Ήρθε επιτέλους η ώρα να βγεί στην σύνταξη ο ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΙΧΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ και όλη η γερολαία της ομάδας μαζί. Όπως έπρεπε να είχε γίνει απο το 2004, μετά την κατάκτηση του Euro.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

από το troktiko.blogspot.com

(από Cunning Linguist, 26/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα φιλαράκι μας ή ένας γνωστός μας που έχουμε κάνει να το δούμε καιρό. Από τον γνωστό και μη εξαιρετέο πρώην πδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Πίτερ «Πετράκη» Οφορίκουε που όποτε πήγαινε στη μάμα άφρικα ξέχναγε να γυρίσει.

- Ρε, Γιάννη; Πού 'σαι ρε Οφορίκουε, μαύρα μάτια έκανα να σε δω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρονολογείται από τότε που τα παιδιά έπαιζαν μπάλα στις αλάνες με πέτρες για δοκάρια.

Εξωφυλαρούχας ήταν τότε ο καημένος που δεν το κατείχε το τόπι και καμιά ομάδα δεν τον ήθελε, με αποτέλεσμα να κάθεται απ' έξω και να προσέχει τα ρούχα των υπολοίπων. Έμπαινε δε να παίξει μόνον αν κάποιος από τους καλούς χτυπούσε, ή ερχόταν η μάνα του να τον μαζέψει πριν τη λήξη του αγώνα.

Ο όρος έχει επιβιώσει στην σύγχρονη αργκό των γηπέδων και περιγράφει το παλτό, τον μόνιμο παγκίτη - συνήθως πρόκειται για άλλη μια εμπνευσμένη προσωπική επιλογή της προεδράρας στις τελευταίες μεταγραφές.

Εκτός γηπέδων, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον αιώνιο κομπάρσο, το δια βίου κοντάρι, αυτόν που τον ρίχνουν και μένει πάντα στην απόξω.

  1. Παλιός ποδοσφαιριστής στον Hρακλή, με όχι και πολύ ταλέντο, γι' αυτό δεν τον πολυπαίζανε κι έτσι απέκτησε το παρατσούκλι «εξωφυλαρούχας», (γιατί καθόταν έξω και φύλαγε τα ρούχα). (Από το ΚΛΙΚ, άρθρο για τον τέως υπουργό Γιώργο Λιάνη)

  2. Ο πρόεδρος έδωσε λύσεις και κάλυψε κενά σε θέσεις-κλειδιά ... Δεξιός εξωφυλαρούχας ένας τελειωμένος Σέρβος που δεν τον ξέρει ούτ' η μάνα του... αριστερός εξωφυλαρούχας ο απιθανόπουλος από το Ουζμπεκιστάν ... έχουμε πλέον μπει σε τροχιά τίτλου ...

  3. Άσε μωρέ, να τον λυπάσαι είναι ... μια ζωή εξωφυλαρούχας ... τον καλούνε, βέβαια, στις δεξιώσεις και στα διάφορα γιατί έχουν ανάγκη τον αδερφό του, αλλά πέραν τούτου ουδέν ... ούτε γυρνάει κανείς να του μιλήσει ... κι αυτός κάθεται σε μια γωνιά και ξερογλείφεται με τα γκομενάκια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάπα γκόμενα, το επονομαζόμενο και μπάζο. Η πατσαβούρα ούτως ή άλλως χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του μπάζου, αλλά γνωρίζουμε όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι η φύση του Έλληνος είναι ανικανοποίητη. Προκειμένου λοιπόν να αποδώσει αρτιότερα το μέγεθος της ασχήμιας μίας συγκεκριμένης γκόμενας και να εστιάσει στο ψητό, προσθέτει αφενός το κατά τ' άλλα συμπαθές και νοστιμότατο φρούτο που όμως έχει την ατυχία να είναι αισθητικά αποτυχημένο και αφετέρου το μουνί διότι κάνει καλό liaison που λένε κι οι Γάλλοι και εστιάζει ακόμη περισσότερο στο πρόβλημα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκφραση συνδέεται ιδιαίτερα με την περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, όπου το φαινόμενο της σταδιακής μεταμόρφωσης των γυναικείων σωμάτων σε κάτι που θυμίζει το προαναφερθέν φρούτο είναι πολύ συχνό. Συγκεκριμένα το κέντρο βάρους μετακομίζει νότια και η συσσώρευση λίπους δημιουργεί έναν δυσανάλογα μεγάλο όγκο στην περιοχή της περιφέρειας σε σχέση με το άνω μέρος του κορμού.

Κάργα σχετικό (και κατά βάση αντίθετο) λήμμα με την αχλαδομουνοπατσαβούρα είναι η τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα, αν μη τι άλλο διότι και τα δύο αντλούν αρχικά από τη φύση (χλωρίδα/πανίδα), αναφέρονται στο ψητό (μπρος/πίσω) και περιγράφουν σουρεαλιστικά πλην όμως με χρηστικά αντικείμενα (πατσαβούρα/σφυρίχτρα) το σύνολο.

- Ρε συ Βρασίδα, την είδες τη Μερόπη; Ρε πώς έγινε έτσι αυτή;
- Γάμησε τα. Όταν τη γνωρίσαμε ήταν τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα και τώρα έχει γίνει αχλαδομουνοπατσαβούρα...
- Άτιμη κενωνία. Άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις στα τάρταρα.
- Κάπως έτσι...

(από acg, 16/06/08)

Βλ. και αχλάδω, αχλαδομούνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουν τους πιτσιρικάδες με φτιαγμένα παπιά ή scooter, κυρίως στο νομό Ηλείας. Είναι ένα στάδιο που κάθε νεαρός περνάει με το πρώτο του όχημα και αν τον σημαδέψει ανεπανόρθωτα ο χαρακτηρισμός αυτός, όταν μεγαλώσει και αποκτήσει αμάξι θα γίνει ένας κάγκουρας.
Ετυμολογικά ίσως έχει σχέση με το γκατζόλι (το γαϊδούρι του Έβρου), δηλαδή το μηχανάκι με ό,τι του φορτώνει ο καθένας.

- Ρε τον γκάτζουρα, πώς το έκανε έτσι το παπί.

- Σκάσανε τα γκατζούρια.

- Το γκατζούρι μας πήρε τα αυτιά με την εξάτμιση-σωλήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομμουνιστής αγωνιστής που κρεμάστηκε από τους φασίστες (Δεν ξέρω πότε έδρασε, ούτε ποιο είναι το μικρό του όνομα. Αν ξέρει κάποιος ας σχολιάσει). Το παράξενο είναι ότι ενώ θα έπρεπε να είναι ένας εθνικός ήρωας, οι γιαγιούμπες που οι περισσότερες από αυτές είναι βασιλικότερες του βασιλέως και ακροδεξιές, έκαναν το επίθετό του χαρακτηρισμό ενός άτακτου παιδιού.

- Γιαννάκηηηηηηηη!
- Ναι γιαγιά;
- Εσύ μου πήρες το πιεσόμετρο βρε κακαβούτη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified