Further tags

Οι νέες, «ελαστικές» εργασιακές σχέσεις στον δημόσιο τομέα δημιουργούν την ανάγκη ενός σαφέστερου προσδιορισμού της σχέσεως εργασίας των εργαζομένων προς την επιχείρηση. Το να πει κανείς π.χ. «δουλεύω στην ΕΡΤ» δεν λέει πλέον τίποτα για τον μισθό του ή για την διάρκεια της υπηρεσίας του. Αυτή η ασάφεια λύνεται με τη χρήση διπλού επιθετικού προσδιορισμού, συνδυάζοντας τα επίθετα μόνιμος και έκτακτος. Έχουμε και λέμε λοιπόν:

α) Μόνιμος-μόνιμος: είναι ο μισθωτός εργαζόμενος, είτε είναι πραγματικά μόνιμος, είτε με σύμβαση αορίστου χρόνου.
β) Μόνιμος-έκτακτος: είναι ο εργαζόμενος που, αν και καλύπτει οργανική θέση, πληρώνεται ως ελεύθερος επαγγελματίας και είναι μονίμως ξεκρέμαστος. Κάνει την ίδια δουλειά με τους μόνιμους-μόνιμους, αλλά πληρώνεται λιγότερα, και βέβαια το επίδομα αδείας (όπως και κάθε επίδομα) είναι γι' αυτόν άγνωστη λέξη.
γ) Έκτακτος-έκτακτος: ο εργαζόμενος που καλείται να καλύψει έκτακτες ανάγκες. Πληρώνεται όπως και ο μόνιμος-έκτακτος.

- Δουλεύεις πουθενά;
- Ναι, στην ΕΡΤ...
- Άαα, δημόσιος υπάλληλος έεε; Τα ξύνεις και σε πληρώνουμε!
- Τι δημόσιος υπάλληλος μωρέ, μόνιμος-έκτακτος είμαι... Τέσσερις μήνες έχουν να με πληρώσουνε οι πούστηδες!

Got a better definition? Add it!

Published

Περιεκτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα ανόητη και σπαστικιά. Έχει γνώμη για όλα και γνώση για ελάχιστα και συνδυάζει την πολυλογία με την ενοχλητική φωνή. Συνήθως άνω των 40.

Είναι σύνθετη λέξη από το κόρακας (με μετατροπή του -ο σε ) + αηδόνι. Η καρακαηδόνα νομίζει ότι είναι αηδόνι και επιβάλλεται να κελαηδήσει, όλοι οι άλλοι την βλέπουν ως κοράκι και παρακαλούν από μέσα τους να βγάλει τον σκασμό.

  1. - Το ίντερνετ διαφθείρει τη νεολαία ... Αν διαβάσετε αυτά τα βλογκς, θα φρίξετε...
    - Ε, εντάξει... δεν είναι και τόσο δραματικά τα πράγματα κυρία Χατζηκωλάρα μου... Μην ανησυχείτε και τόσο πολύ... (ουστ, μωρή καρακαηδόνα πού 'μαθες και τα μπλογκς κι έχεις κι άποψη ...)

  2. Η καλύτερη δυνατή επιλογή γι' αυτό το show. Eίναι χαριτωμένη, είναι γλυκιά, είναι κεφάτη κι όχι καμιά σιτεμένη καρακαηδόνα κι ας την αφήσουμε κι εμείς να κάνει το κέφι της όσο καλύτερα μπορεί. (Από σχόλιο σε forum μετά την επιλογή της Καλομοίρας για τη Γιουροβίζιον)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγοράκι των βορείων ως επί το πλείστον προαστίων με λεπτά χαρακτηριστικά, προσεγμένο μαλλί, λεπτεπίλεπτη συμπεριφορά και καμιά φορά διακριτικό μακιγιάζ. Ξεχωρίζει για τη γλυκύτητά του και τις χαριτωμένες κινήσεις του. Τον όρο πρώτος χρησιμοποίησε ο άρχοντας Κωστόπουλος στο περιοδικό NITRO.

- Κοίτα τον Γιαννάκη, πολύ γλυκό αγορίτσι...
- Τσάμπα τα λεφτά που έδωσε ο πατέρας του στο μαιευτήριο όταν έμαθε ότι έκανε αγόρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, τον Κολοσσό της Ρόδου. Ήταν ένα μπρούτζινο άγαλμα, τεράστιο σε διαστάσεις, το οποίο απεικόνιζε τον θεό Ήλιο, προστάτη του νησιού. Είχε ύψος 33μ. και στηριζόταν σε μαρμάρινο βάθρο. Γύρω στο 226 π.Χ., μόλις 60 χρόνια μετά τα αποκαλυπτήρια, ο Κολοσσός κατέρρευσε, από έναν σεισμό. Μέχρι σήμερα στα Ελληνικά αλλά και σε όλες τις Λατινογενείς γλώσσες «κολοσσιαίο» σημαίνει ένα μεγάλου μεγέθους, εντυπωσιακό έργο. Tο θέατρο της Αρχαίας Ρώμης (80 π.Χ.) που ονομάστηκε Κολοσσαίο (Colosseo) είχε στην είσοδό του ένα άγαλμα με εμφανή ομοιότητα στον Κολοσσό της Ρόδου, που μετά τον θάνατο του Νέρωνα αφιερώθηκε στον θεό Ήλιο. Χιλιετίες αργότερα, ανεγέρθη με σύγχρονα μέσα το Άγαλμα της Ελευθερίας, που έχει το ίδιο μέγεθος, την τεχνική αλλά και τον συμβολισμό του Κολοσσού της Ρόδου.
Το συγκεκριμένο λήμμα απορρέει από την έννοια του Κολοσσού της Ρόδου, αλλά αποτελεί έκφραση ειρωνείας και ένδειξη χαοτικής διαφοράς από την αναφερόμενη έννοια. Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να χαρακτηρίσουμε έτσι τον κοντό άνθρωπο, ένα αρκετά δυσμενές αποτέλεσμα, κλπ.

  1. Απόσπασμα από την ταινία «Της κακομοίρας»
    Μπαίνει ο Ρίζος στο μπακάλικο
    Χατζηχρήστος: - Καλώς τον Κολοσσό της Ρόδου...

  2. - Πώς πήγε ο φίλος σου στις πανελλαδικές εξετάσεις;
    - Κολοσσός. Σε κανένα μάθημα δεν κατάφερε να πιάσει τη βάση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη χημεία το pH αποτελεί μέτρο της οξύτητας ενός διαλύματος. Ουσίες με δείκτη μικρότερο του 7 χαρακτηρίζονται όξινες (π.χ: οξύ μπαταρίας, χυμός λεμονιού, ξύδι), με δείκτη 7 (π.χ: καθαρό νερό) ουδέτερες και με δείκτη μεγαλύτερο του 7 αλκαλικές (π.χ:σαπούνι, αίμα, θαλασσινό νερό).
Το συγκεκριμένο λήμμα σχετίζεται με τη γυναικεία θηλυκότητα. Στην περίπτωση αυτή το pH εκφράζει το μέτρο της γυναικείας θηλυκότητας. Έτσι όταν μιλάμε για ουδέτερο pH υπονοούμε πως μιλάμε για γυναίκα χωρίς θηλυκότητα, χωρίς ωστόσο να υπονοούμε ότι μιλάμε για λεσβία.

Κώστας: - Τι τύπος είναι η αδελφή της γυναίκας σου; Παίζει να γίνει κάνα κονέ;
Πέτρος (κολλητός του Κώστα):
- Άσ' τα φίλε, δεν κάνει. Ουδέτερο pH. Δε λέει η περίπτωση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για δύστροπο άτομο που του φταίνε τα πάντα.

- Η πεθερά μου γκρινιάζει που βλέπω μπάλα.
- Της κακιάς ψωλής και το μαλλί της φταίει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Καλοντυμένος» κατά το σημερινό κυριλέ. Η περίεργη αυτή έκφραση, διαδεδομένη τις δεκαετίες 40 και 50, φέρει εξ ίσου περίεργη ετυμολογία: μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο η Ελλάδα είχε κατακλυστεί από Άγγλους στρατιώτες, τους οποίους οι τότε κουραδόμαγκες πείραζαν με σεξουαλικά υπονοούμενα στον δρόμο. Τα Εγγλεζάκια με κοντά παντελονάκια απαντούσαν «why don’t you drink my fart», εξ ου και ο εν λόγω νεολογισμός. Βλέπε και Μέγκλα.

Με το νέο σου κουστουμάκι είσαι και πολύ τρικ μάι φορ!

"I say, why dont you drink my fart old boy!" (από Vrastaman, 23/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του μαλάκας.

Εκ της γνωστής ατάκας του Χ. Κλυνν «δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα!»

Τί είπε πάλι ο νταλάρας!

(από Khan, 19/03/15)

Δες και νταλαροειδές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Εβραίος, ο αβάπτιστος, εις την ρατσιστικήν.

- Οι αλάδωτοι κυβερνούν συνωμοτικά τον κόσμο!
- Ξεκόλλα ρε, το πολύ το raus-raus το βαριέται και ο Klaus!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρέα από ομοφυλόφιλους, κατά το κουστωδία.

- Πλάκωσε ο Ψινάκης με όλη την πουστωδία!

Πουστωδία πολιτικών "επιλύει" το Κυπριακό (από Vrastaman, 08/07/08)Σκύψε, ευλογημένε! (από Vrastaman, 23/10/08)

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified