Further tags

Κλασσική λέξη εν είδει ρηματικού ουσιαστικού, που χρησιμοποιείται συχνά στα νέα ελληνικά. Αποτελείται από το άρθρο του αρσενικού γένους και το ρήμα γαμάω. Δομικά προσομοιάζει με το γερούνδιο στα αγγλικά και τα γερμανικά.

Το νόημα της παραπέμπει σε άτομο η γνώμη του οποίου μετράει και έχει κερδίσει το σεβασμό όλων, που επιβάλλεται χωρίς καμία αντίρρηση. Προκειμένου να καταλάβουμε ποιος μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο γαμάω, μπορούμε να φέρουμε το μυαλό μας τον Μάρλον Μπράντο στο Νονό ή τον Ντε Νίρο στην «Έξαψη» («Heat»). Μία κλίμακα κάτω από τον γαμάω βρίσκεται ο γιος του γαμάω.

  1. - Τελείωσε η ιστορία, το αυτοκίνητο θα πουληθεί και τα λεφτά τα κρατάω εγώ.
    - Τι λες ρε μεγάλε, ποιος νομίζεις ότι είσαι, ο γαμάω; Για κούλαρε λίγο!

  2. - Ποιος είναι αυτός που έσκασε μύτη με υφάκι, ο γαμάω του μαγαζιού;
    - Είναι εφοριακός και σκάει μύτη σαν εξουσιαστής. Όλοι του γλείφουν τ' αρχίδια γιατί δεν κόβουν αποδείξεις...

Δες και ο σκοτώνω. Ακόμη: άμεση ουσιαστικοποίηση ρήματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορική έκφραση, η οποία περιγράφει το σοβαρό και βλοσυρό ύφος που επιδεικνύουν κάποιοι σε διάφορες καταστάσεις, προκειμένου να δημιουργήσουν εντυπώσεις φόβου και σεβασμού. Συνώνυμο του υπερόπτη. Οι Καρδινάλιοι ως γνωστόν είναι ανώτατοι κληρικοί της καθολικής εκκλησίας, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στην εκλογή του πάπα και να εκλεγούν οι ίδιοι, κάτι αντίστοιχο με τους Ορθόδοξους Επισκόπους. Πριν τη Γαλλική Επανάσταση, όταν η Εκκλησία στη Δύση είχε ακόμα πολιτική δύναμη, οι καρδινάλιοι ήταν συνώνυμο της διαφθοράς και της κατάχρησης εξουσίας.

  1. Ποιος είσαι εσύ ρε, που θα έρθεις στο σπίτι μου την ημέρα της γιορτής μου με υφάκι σαράντα καρδιναλίων, για να μου πεις να μην κάνω θόρυβο.

  2. — Πάμε κλαμπάκι σήμερα;
    — Άσε ρε, που θα πάμε να φάμε στη μάπα τις ψωνάρες που σε κοιτάνε με υφάκι σαράντα καρδιναλίων μόλις πας να πεις μία κουβέντα. Δε γαμιούνται λέω εγώ;

(από krepsinis, 18/09/08)Στο 0.42. (από Khan, 22/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγαζάτορας ο οποίος εκ συστήματος πιάνει κώλους. Ο καζικτσής είναι αδικαιολόγητα ακριβός στις τιμές του και συχνά το προϊόν του είναι και ύποπτης ποιότητας.

Λέξη με μικρασιατικές καταβολές. Προέρχεται από το καζίκι (εκ του Τουρκικού kazik = παλούκι) και όχι από το κάζο (caso = υπόθεση, τυχαίο συμβάν στα Ιταλικά και στα Ελληνικά πλάκα, νίλα). Το καζίκι, το οποίο το τρώμε ή το παθαίνουμε, είναι το μεγάλο πρόβλημα, το ζόρι -είναι συνήθως οικονομικής φύσης και συνήθως προκύπτει διότι κάποιος καζικτσής μας εξαπάτησε και μας τον ακούμπησε κανονικά. Η παραπομπή στην αρχική σημασία της λέξης, το παλούκι, είναι προφανής.

Για την ετυμολογία και άλλες χρήσεις της λέξης καζίκι, δες και το εξαίρετο λήμμα σαν τη σκύλα (σ)το καζίκι.

- Το φυσάω και δεν κρυώνει ... έφαγα μεγάλο καζίκι χτες ... έβγαλα κάτι Αθηναίους για ψάρι στην Κρήνη ... τέσσερα άτομα, τετρακόσια γιούρια λογαριασμό πλέρωκα ... κάτι μουρμούρες περπατημένες ένα κατοστάρικο το κιλό μας τις χρέωσε ο πιασοκώλης ... και μια ψίχα καβουρογαμόσαυρο εικοσπέντε ευρώ τη μερίδα ... πολύ καζικτσής ο καριόλης ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κατάσταση έντονου ψυχικού τραλαλά που προκαλείται από απρόβλεπτες, συνήθως δυσμενείς, συγκυρίες. Εκ του αρχαίου ταράσσω.

  2. Παραδοσιακό πανωφόρι, εξάρτημα της στολής του φουστανελά.

  1. Οι Βρετανοί ως λαός μπορεί να παθαίνουν ταράκουλο στην σκέψη ότι το εθνικό τους φαγητό θα γίνει το ντονέρ αν μπει η Τουρκία στην ευρωπαϊκή ένωση. (από blog)

  2. Ο γιος του Αντώνη, του επιπλοποιού, ξυπνά μέσα στα άγρια χαράματα για να φορέσει τη φουστανέλα και ύστερα το «ταράκουλο», ύφασμα με το οποίο τυλίγει το στήθος του. Όταν απλώνουν το ταράκουλο, παρατηρώ με έκπληξη ότι το μήκος του είναι περίπου τέσσερα μέτρα. (ΤΟ ΒΗΜΑ)

Το ταράκουλο καμμιά φορά είναι ευχάριστο (από Vrastaman, 19/09/08)ΚΑι φοράει ταράκουλο, και παθαίνει ταράκουλο με την φλάτσα της γκιόσσας! (από Vrastaman, 19/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Προσθήκη που έγινε την 29η Μαρτίου του σωτηρίου έτους 2010: ξεσκατώστρα είναι και η ποπέρα).

Η γυναίκα που, προς κακήν της τύχη, εργάζεται σε σπίτια και προσέχει γριές, γέρους, κατοικίδια και μωρά, τώρα πια που η ένδοξη οικογένεια δεν υπάρχει κι έτσι τα είδη αυτά πρέπει κάποιος να τα φροντίζει. Βασικό θέμα της εργασίας αυτής είναι το ξεσκάτωμα και το πλύσιμο. Και καλά για τα μωρά. Τους γέρους όμως και τις γριές δεν είναι και ό,τι πιο ευχάριστο να τους ξεσκατώνεις. Ο όρος ξεσκατώστρα είναι λίαν υποτιμητικός και χρησιμοποιείται 1. όταν το αφεντικό είναι σκέτη σνομπίλα (οπότε με τον υποτιμητικό όρο δηλώνουμε την στάση του απέναντι στο άτομο αυτό) 2. στην περίπτωση που έχει πάρει κανείς χαμπάρι πως η γυναίκα αυτή εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις, κακοποιεί τον γέρο, τα βάζει με τη γριά, αδιαφορεί για το μούλικο, κλωτσάει το κατοικίδιο, κλέβει καν' ασημικό κλπ κλπ. Αλλιώς λέμε, ξέρω γω: «εσωτερική», «γυναίκα για το σπίτι», «οικιακή νοσοκόμος».

- Καλά, ο Τάκης πρέπει να τά 'χει παίξει. Έναν χρόνο τώρα έχει τη μάνα του φυτό μέσα στο σπίτι...
- Ε, καλά, πέρα από τη στεναχώρια τ' άλλα τα έχει βολέψει με κείνη την ξεσκατώστρα, δεν θυμάσαι;
- Ναι αλλά του βγήκε πολύ σκάρτη γιατί την έπιασε να ταΐζει τη μάνα γατοτροφές και να της μιλά άσχημα. Την έδιωξε και τώρα ψάχνει γι άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μελαγχολικό αγόρι ήταν -και ως ένα σημείο είναι- μια διαδεδομένη έκφραση για τα συνεσταλμένα, εντροπαλά, μοναχικά, λιγομίλητα, σκεπτόμενα, πονεμένα, με δυο λέξεις για τα αινιγματικά και ποιητικά αρσενικά κάθε ηλικίας.
«Το μελαγχολικό αγόρι» (πάντα με άρθρο) έχει γνωρίσει σε τρυφερή ηλικία την τραγικότητα της ύπαρξης και τη μοχθηρία των ανθρώπων, γεγονός που άφησε τραύματα στον ψυχισμό του, μια απρόσμενη ωριμότητα και ανοιχτές πληγές που μόνο ο χρόνος, καθώς και η στοργή και το προδέρμ από τα γκομενάκια που γουστάρουν τα μελαγχολικά αγόρια μπορούν να απαλύνουν λιγάκι. Ακόμα και αν η μελαγχολία δεν έχει να κάνει με τραύματα αλλά με την ιδιοσυγκρασία του, το μελαγχολικό αγόρι θα πρεπει να αντιμετωπίζεται με λεπτότητα και -λέξη κλειδί- «διαφορετικά» από τους κάθε είδους κάφρους
Ανθρωπογεωγραφικά, το μελαγχολικό αγόρι στο σχολείο καθόταν μονίμως σε εκείνο το παγερό τσιμεντένιο πεζούλι, στην πλατεία είχε καπαρωμένο εκείνο το ημισκοτεινό παγκάκι, στα πάρτι εξαφανιζόταν κάποια στιγμή στο μπαλκόνι μόνο του, στα μπαρ έπινε στην γωνία στην μπάρα σεμνός, ταπεινός και κύριος.
Το μελαγχολικό αγόρι μπορεί αλλά μπορεί και μην έχει διαβάσει το χ ευαγγέλιο ζοφερότητας, μπορεί αλλά μπορεί και να μην ακούει ή να παίζει την χ μουσική, αλλά σε κάθε περίπτωση έχει αυτό το μάτι και αυτό το ύφος που κάνουν αδύνατη την παρερμηνεία ως προς τη μελαγχολία του.
Το μελαγχολικό αγόρι θα ακολουθήσει την παρέα στην επιφανειακή της ευδαιμονία με δυσκολία, με ειδική πρόσκληση και μόνο αν η τελευταία συνοδεύεται από ειρωνεία - όχι προς το μελαγχολικό αγόρι, προς την ίδια τη ζωή και τη ματαιότητά της («άντε βρε Χρήστο, έλα μαζί μας, πού θα βρεις χειρότερα!).

Το μελαγχολικό αγόρι μπορεί εν τέλει και να μην είναι και τόσο μελαγχολικό, απλά ψάχνει κάποια να τον καταλάβει.

Εν τέλει οι emo δεν είναι παρά μετροσέξουαλ μελαγχολικά αγόρια. Με άλλα λόγια, τα μελαγχολικά αγόρια δεν έχουν εκλείψει, αλλά έχουν μπασταρδευτεί.

Καλά, ξέρεις αυτό που λένε πως όταν δεν έχεις δράματα στη ζωή σου, τα δημιουργείς μόνος σου;
Τέλος πάντων, μην τρελαινόμαστε κιόλας πως έχω ερωτευθεί(Θεέ μου!) τον Φίλιππα! Λίγο ότι είναι καλλιτέχνης, μελαγχολικό αγόρι, ταλαιπωρημένη ψυχή από τα Καμίνια του Πειραιά («μιά γειτονιά με λίγο φώς», «σπίτια χαμηλά», «απέναντι από φάμπρικες και σχέσεις της ρουτίνας»), μια πληγωμένη ψυχή που περιμένη ν'αγαπηθεί κτλ. κτλ. κτλ... Είδες; Τον έχω εξιδανικεύσει, του έχω δώσειδικές μου ερμηνείες, τον έχω ανεβάσει σ'ένα βάθρο που δεν του αξίζει του Καβαλημένου! Και όμως! Τώρα που μου'πες πως δύο σχέσεις είχε στη ζωή του αι αυτές τις παντρεύτηκε, ταιριάζει τέλεια στο προφίλ που του έχω διαμορφώσει!
Αϊ σιχτίρ!

(Θαυμάστρια του Φίλιππου Πλιάτσικα από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα που τρως το σώμα και πετάς το κεφάλι, όπως με την γαρίδα. Είναι συχνός τύπος γκόμενας, που μπορεί να μην το παραδέχονται όλοι, αλλά όλοι θα ψηνόμασταν λιγάκι να την «φάμε».
Η γκόμενα γαρίδα, που συνήθως από πίσω την βλέπουμε και την λιγουρευόμαστε, αλλά τρομάζουμε όταν την βλέπουμε από μπροστά, φοράει μόνο προκλητικά ρούχα που αναδεικνύουν καμπύλες και πολύ γυμνή σάρκα, τα μαλλιά της είναι πολύ εντυπωσιακά και ψαρωτικά και γενικά φαίνεται αρχικά πολύ καύλα. Αλλά δυστυχώς το πρόσωπό της σε κάνει να αναρωτιέσαι ποια βιβλική κατάρα έπεσε πάνω της και έχει κάτι τόσο δυσανάλογο και χάλια με το σύνολο. Πιθανή λύση η σακούλα και μόνο πισοκωλλητό.
Από έναν φοιτητή στα Χανιά τό 'χω πρωτοακούσει. Είναι λίγο σεξιστικό αλλά τι να κάνουμε...

- Πωω πάρε εκείνη την ψηλή ξανθιά με την κωλάρα...
- ΡΕ, τι λες την ξέρω αυτήν. Μεγάλη γαρίδα σου λέω, δεν φαίνεται από εδώ... Γάμα την είναι η φάτσα της...
- Έλα ρε!...
- Ναι ρε άμα δεν έβγαζε και το μουστάκι θα ταν κανονική γκόμενα-γαρίδα η τύπισσα!!

(από beth, 21/09/08)Ο Μύθος του Καβαλάρη Ακέφαλων Γαρίδων (από Vrastaman, 22/09/08)

Ακόμη: γυναίκα-γαρίδα, ή απλά γαρίδα. Σύγκρινε: γκόμενα-μέδουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το γκομενάκι που κάποιος έχει αποκλειστικά για το σεξ. Είναι μικρής ηλικίας απαραιτήτως και χρησιμοποιείται ενίοτε ως ρεζέρβα όταν κάποιος ξεμένει...

Τηλέφωνα, μηνύματα στο κινητό και γενικά απρόσμενο ενδιαφέρον μετά από πολύν καιρό σε κάποιο γκομενάκι από κάποιον με τον οποίο κάποτε είχε γίνει κάτι και ξαφνικά έγινε Λούης είναι σαφείς ενδείξεις ότι αυτός την έχει για γαμιολάκι του. Πρώτης τάξεως γαμιολάκια ασφαλώς γίνονται τα άβγαλτα κορίτσια που μαθαίνουν το σεξ από κάποιον και μετά δεν μπορούν να ξεκολλήσουν με τίποτα...

Don't try this at home! :P

  1. - Τι γίνεται με τη δικιά σου ρε Νίκο;
    - Τι να γίνει ρε μαλάκα, έναν μήνα έχουμε να το κάνουμε... Όλο κάτι έχει... Πάλι καλά που έχω κι εκείνο το γαμιολάκι και την παλεύω...
    - Ω ρε πίκρα! Πού να ήσασταν και παντρεμένοι...

  2. - Φίλε χθες πήδηξα εκείνη τη μικρή που σου έλεγα...
    - Έλα!
    - Και ήταν και παρθένα...
    - Έλα ρε μαλάκα! Και τώρα θα την έχεις για γαμιολάκι σου ε;
    - Χαλαρά και βλέπουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φραπές, παραλίας, αυτός που λήγει τα πάντα, που τα σφυράει σα να λέμε. Για άλλα συνώνυμα, βλέπε στο λινκ, αλλά μάλλον υπάρχει στοκ.

-Με τη δουλειά τι έγινε, ρε συ;
-Πού την θυμήθηκες τώρα, την παράτησα, κουραζόμουνα πολύ.
-Άσε ρε λήχτη, όλη μέρα τσόντες στο πισί έβλεπες, σε πληρώνανε κιόλας, και σε χάλασε.

Got a better definition? Add it!

Published

Ευρύτατα διαδεδομένο και εύχρηστο, σημαίνει ό,τι και το ερημιτζής.

Δικατάληκτο επίθετο: ο, η ερήμης, το ερήμη.

- Ρε μινάρα θα πάμε για καφέ;
- Μπα δε γουστάρω.
- Τι ερήμης που είσαι ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified