Further tags

Συνδυασμός από τις δυο λέξεις straight και gay. Στα αγγλικά stray.

Αυτός που δεν είναι τίποτα από τα δύο, ούτε άντρας είναι, ούτε την τρίζει την όπισθεν ακριβώς. Στα αγγλικά stray σημαίνει αδέσποτο, και μου αρέσει σαν λέξη, ταιριάζει.

Ο στρέι είναι η νέα γενιά αρσενικού της δεκαετίας που διανύουμε. Δεν βάζει κρέας στον κώλο του (κατά κανόνα), αλλά αγοράζει κρεμούλες για το προσωπάκι του. Δεν το «σηκώνει το σακάκι», αλλά μία χαλάουα την κάνει το καλοκαίρι (για να μην τον λένε βερμουδιάρη), δεν το ζυγίζει το λουκουμάκι, αλλά άμα πάει σε ρεμπετάδικο ή μπουζούκια το χορεύει το τσιφτετέλι του, δεν «τη σφίγγει τη γραβάτα», αλλά ζεϊμπέκικο δεν χορεύει, ή θα χορέψει γκεϊμπέκικο, ή θα περιοριστεί να βαράει παλαμάκια σε γυναίκες που χορεύουν ζεϊμπέκικο. (ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ).

Είναι ο άντρας που έχει πεσμένα επίπεδα τεστοστερόνης. Δεν τον λες πούστη ακριβώς, αλλά άντρας μια φορά δεν είναι. Θα το φορέσει το ροζ το πουκαμισάκι, θα το ξεφυλλίσει το Cosmopolitan, θα την πιει την pina colada του. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.

(Μεταξύ κολλητών)
- Ρε συ; Αυτός ο Θανασάκης τον παίρνει ή δεν τον παίρνει; Δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα...
- Είναι στρέι ο Θανασάκης, ούτε κι αυτός ξέρει τι είναι...
- Δηλαδή;
- Έχει πέσει περονόσπορος στους άντρες αδερφεεεεεεεέ.
- Λες να του τον βάζουν;
- Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα του τον έχουν ακουμπήσει λιγάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι κατέληξε η γνωστή φράση του Καίσαρα «Και συ, Βρούτε;» (παρ.2) που είχε την έννοια: και συ με δαύτους είσαι ρε μαλάκα Βρούτε και δεν σε είχα πάρει χαμπάρι... Επειδή όμως ξεχάστηκε το τι σημαίνει και γιατί ειπώθηκε η φράση, σιγά-σιγά παραποιήθηκε και πήρε τη μορφή «Και σύ Βρούτος;», δηλαδή και σύ βρούτος είσαι; -σα να ήταν η λέξη βρούτος επίθετο αντίς για κύριο όνομα. Πάντως η σημασία της προδοσίας και της απογοήτευσης παραμένει.

  1. - Μωρέ ξέρεις γιατί σε πήρα, δεν θα μπορέσω να έρθω στο πάρτυ σου απόψε γιατί θα πάω εκδρομή στα χιόνια...
    - Και συ βρούτος;
    - Δηλαδή;
    - Ε ρε μαλάκα κανείς δεν έμεινε για το πάρτυ, όλοι μου πήρατε τα βουνά. Να πα να γαμηθείτε, δεν σας ξανακαλώ.

  2. O Μάρκος Ιούνιος Βρούτος Καίπιο ήταν συγκλητικός στην Αρχαία Ρώμη και ευνοούμενος του Ιουλίου Καισαρα. Στις 15 Μαρτίου το 44π.Χ οταν ο Καίσαρ πήγαινε στην Σύγκλητο για την τελευταία συνέλευση πριν αναχωρήσει για μια εκστρατεία, η συνωμοσία των 60 που ήταν ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος, ο Γάιος Κάσσιος Λογγίνος, ο Δέκιμος Βρούτος Αλβίνος, ο Γάιος Τρεμπόνιος και παλιοί οπαδοί του Πομπήιου τον μαχαίρωσαν 23 φορές την ώρα που ήταν μπροστά από το άγαλμα του Πομπήιου. Σύμφωνα με τον μύθο, ενώ ο Καίσαρας έπεφτε νεκρός είπε Κι εσύ τέκνον Βρούτε;.
    από την Βίκι

(από Vrastaman, 12/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Κάποιος που είναι αρκετά φερέγγυος, δηλαδή με υπευθυνότητα, μακροπρόθεσμη προοπτική κτλ, ώστε να θεωρεί μια γυναίκα ότι αξίζει να μείνει έγκυος μαζί του. Πολλές φορές αυτή η φερεγγυότητα μεταφράζεται απλώς σε λεφτά αισθήματα.

Ο όρος καθιέρωθηκε από το άσμα του Λευτέρη Πανταζή/ Λε-Πα «Μείνε μαζί μου έγκυος, είμαι πολύ φερέγγυος!». Έκτοτε έχει επέλθει ορθογραφική σύγχυση ή μετατόπιση στην λέξη «φερέγγυος» και γράφεται με -γκ, αντί -γγ, ως «φερέγκυος», για να δηλώνει τον άξιο για γκάστρωμα.

Αντώνυμο: «Κάνε μαζί μου έκτρωση, έχω γιατρό με έκπτωση»

Συνώνυμο: μουνόδουλος (με λεπτή εννοιολογική διαφορά)

- Τι γίνεται με την Μπέτυ; Πάλι έγκυος! Τρία παιδιά έχει με τον Αριστοτέλη και πάει για το τέταρτο, σε πέντε χρόνια γάμου.
- Εμ, κοίτα, πώς όχι; Αφού το ξέρεις ότι ο Αριστοτέλης είναι πολύ φερέγκυος!
- Είναι δηλαδή τόσο υπεύθυνος;
- Κι έχει λεφτά αισθήματα!
- Α, κατάλαβα! Είναι πολλά τα λεφτά Άρη!

(από Khan, 20/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ ογκώδης, εύσωμος, πληθωρικός, ο ντουλάπας, αλλά περισσότερο με την έννοια του πολύ χοντρού. Ο όρος ήταν και παρατσούκλι - σήμα κατατεθέν του πολιτικού Μιλτιάδη Έβερτ, που έχει μείνει γνωστός για τον πολιτικό του πληθωρισμό και την αγάπη του στις μακαρονάδες.

Συνώνυμο: «Είμαι μακαρονάς, τι να κάνουμε;» (από διαφημιστικό σποτ με τον Γιάννη Μπέζο)

  1. Θα μας αφήσουν να μπούμε στο κλαμπ με τέτοια ρούχα αυτοί οι μπουλντόζες;

  2. (Από «Ριζοσπάστη», το 1998).
    Οδοστρωτήρας και μπουλντόζα.
    Καθόλου ικανοποιημένος δεν είναι από τους ρυθμούς επιβολής αντιλαϊκών μέτρων από την κυβέρνηση Σημίτη ο Μ. Εβερτ. «Σκληρά μέτρα; Πού τα είδατε;», αναρωτήθηκε δήθεν αφελώς στη χθεσινή συνέντευξή του ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ. Και για να μην υπάρχει αμφιβολία για το τι εννοεί, έσπευσε να αναφέρει, ως παράδειγμα, ότι το νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις όχι μόνο δεν έδωσε λύσεις, αλλά τις έκανε «πιο ανελαστικές απ' ό,τι στο παρελθόν» (!). Ας μην ανησυχεί τόσο. Η κυβέρνηση Σημίτη γνωρίζει πολύ καλά, ότι μπορεί να υπολογίζει πως δίπλα στο δικό της οδοστρωτήρα ισοπέδωσης των λαϊκών κατακτήσεων, βρίσκεται η μπουλντόζα του Εβερτ.

(από Hank, 11/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την εφεύρεση του Ιντερνετιού έχει ανθίσει μια νέα μορφή επικοινωνίας στα φόρα ή φόρουμς . Πρόκειται για λατινική λέξη, που ορισμένοι αρχαιόκαυλοι προσπάθησαν ανεπιτυχώς να μεταφράσουν ως «αγορά». Από την τελευταία όμως απέλπιδα προσπάθεια, επέζησε ο χαρακτηρισμός «αγοραίος» για τον τύπο που συχνάζει σε τέτοια φόρα.

Έτσι ενώ ο όρος «αγοραίος», λ.χ. στο Λεξικό Μπαμπινιώτη, ορίζεται ως σημαίνων τον «κοινό, χυδαίο, πρόστυχο», επειδή δηλώνει αυτόν που συχνάζει στην αγορά και τον όχλο για αμφίβολες εμπορικές ή πολιτικές δοσοληψίες, στην νέα σλανγκική διάσταση έχει εν μέρει διατηρήσει τα παραπάνω στοιχεία, αλλά κυρίως δηλώνει τον ύποπτο μήπως κάτι δεν πάει καλά, μήπως έχει λασκάρει κάποια βίδα και πρόκειται για ψυχάκια ή ψυχάκερ.

Ομοίως, ενώ ο όρος «αγοραία γυναίκα» δηλώνει παραδοσιακά την πόρνη ή πορνοειδή (και «πόρνη» εξάλλου σημαίνει στα αρχαία «πουλημένη», ομόρριζο με τον «έμπορο», οπότε υπάρχει συσχέτιση με την «αγορά»), η σλανγκική απόχρωση σημαίνει την γυναίκα ή άντρα που βγάζει τα σώψυχα ή τα σώβρακά του, φόρα παρτίδα στα φόρα.

Χαρακτηριστικό του ψυχάκια αγοραίου τύπου είναι ότι τρώγεται με τα ρούχα του και ξεσκίζεται για να ακούσει από τους διαδικτυακούς συνομιλητές του έναν επιβραβευτικό χαρακτηρισμό, όπως «ωραίος!», «Ναζωραίος!», «Ζαγοραίος!». Αλλά τελικά ακούει συχνά μόνο τον χαρακτηρισμό «αγοραίος!», που είναι μέση λέξη δυνάμενη να σημάνει είτε απλώς τον χυδαίο και πρόστυχο, είτε και τον ωραίο, όπως οι παραπλήσιες ομο(ί)ηχες λέξεις. Γενικά, ο αγοραίος τύπος είναι αυτός που αναλώνει την ζωή του με μοναδικό σκοπό, για να παραφράσω το ποίημα του Καβάφη, να λάβει «τον έπαινο του Δήμου και της Αγοράς, τα σπάνια και ανεκτίμητα εύγε»! (στην περίπτωσή μας «τον έπαινο του Δήμου και των σλανγκιστών, τους σπάνιους και ανεκτίμητους αστερίες, βλ. αστρολαγνεία ).

Trivia: Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί που σχηματίζουν τον πληθυντικό του φόρουμ σε φόρα και την έχουν ψωνίσει ότι ξέρουν καλά αγγλικά / λατινικά, και αυτοί που τον σχηματίζουν σε φόρουμς, και είναι οι πιο αγοραίοι τύποι...

- Πώς πάει το φόρουμ, Λαλάκη;
- Άσε με μωρέ, μου την έχει πέσει ένας αγοραίος τύπος, και μου κολλάει πολύ τώρα τελευταία...
- Εντάξει, πες του ένα «αγοραίος!» και τέλειωσε μαζί του!

Αγοραίος Κολωνός (από Hank, 12/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθλιος, αξιοθρήνητος, αξιολύπητος, θλιβερός, οικτρός. Απευθείας μεταφορά του αμερικανικού pathetic.

[...] Διαπιστώνω ότι το φόρουμ μας αποτελείται από αξιολύπητες παθέτικ λουκρητίες που άπαξ και βρουν γκόμενα (μία την δεκαετία και αν) πρέπει να τη δέσουν και να της κρεμάσουν κουδούνια μη τη χάσουν. (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατσικαννιάρης, -α, -ικο: (μειωτ.) αυτός που έχει πόδια κατσικιού. ΣΥΝ. στραβοκάννης, στραβοπόδης.
ΕΤΥΜ.: < κατσίκα + καννιά (τα πόδια) >

- Τι φάουλ μωρή σερπαντίνα, κατσικαννιάρη, τραγί, μούσχαρε εε μούσχαρε !!!
- Βγάλ' τον έξω σε παρακαλώ πάρα πολύ!
- 'Ντάξει, 'ντάξει, τέλος, τέλος, 'ντάξει θα κάτσω εδώ φρόνιμος, ήσυχος θα κάτσω. Έλα πάμε...

Έχει γράψει την ιστορία του (από sstteffannoss, 01/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/-ή που είναι δήθεν. Που παριστάνει τον κάποιο/την κάποια.
Βγαίνει από το και καλά, με αλλοίωση του καλά σε καλούα από το ομώνυμο ποτό.

- Μιλάνε για συγκροτήματα ενώ δεν έχουν ιδέα από μουσική οι φλώροι...
- Άσε μωρέ τους καικαλούες..

KAI... (από Vrastaman, 13/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο των: γκομενάρα, θεά, μουνάρα.

Βγαίνει από το γαλλικό «τρε ζολί» με προσθήκη του ελληνικού όρου για το αιδοίο.

(Δεν το κατατάσσω στα πρόστυχα γιατί ως γνωστών δεν υπάρχουν τέτοιες λέξεις αλλά πρόστυχα είναι μόνο τα μυαλά των ανθρώπων, επίσης ούτε σεξιστικό θα το χαρακτήριζα για τον ίδιο λόγο).

-Είδες το Ελενάκι πως έφτιαξε...;
-Ναι ρε μαλάκα, τρε μουνί!

(από Hank, 21/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό δηλώνει το άτομο από το οποίο αγοράζει ο χρήστης. Το βαποράκι, κοινώς.

Ωστόσο, χρησιμοποιείται για να δηλώσει και το υπεύθυνο - κατάλληλο πρόσωπο για κάποια κατάσταση.

1) - Τι έγινε; Γιατί άργησες; - Κανείς δεν έγινε.. μας έστησε ο άνθρωπος ...

2) - Μη φύγεις, έρχεται ο άνθρωπος να μας κόψει το εισιτήριο.

Ἴδε ὁ ἄνθρωπος! (από Khan, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified