Αυτός που κάνει αργά μια δουλειά, ο χασομέρης, στην ποικιλία της Σαλαμίνας.
Είναι ντιπ άχρηστος και κωλογιούρης.
Αυτός που κάνει αργά μια δουλειά, ο χασομέρης, στην ποικιλία της Σαλαμίνας.
Είναι ντιπ άχρηστος και κωλογιούρης.
Got a better definition? Add it!
Ο προσεκτικός, ο τελειομανής, ο νοικοκύρης και με αρνητική σημασία ο ψείρας, ο υπερβολικά τελειομανής, από την τουρκική λέξη titiz. (Δες).
Είμαι τιτίζης, αλλάζω λάστιχα κάθε τρία χρόνια σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Η λεσβία στα καλιαρντά από το γκουνιότα. Είναι επίσης εμβληματική περιοδική έκδοση.
Μαντάμ Γκου. Λεσβιακή περιοδική έκδοση (Δες εδώ).
Πολύ αργότερα, το 1995, μια παρέα γυναικών χωρίς να είναι ενταγμένη σε κάποια συγκεκριμένη ομάδα αλλά με ευρύτερες συνδέσεις, αναφορές και ενδιαφέρον για το λεσβιακό χώρο και χωρίς προγενέστερη εκδοτική εμπειρία αποφασίζει να βγάλει τη Μαντάμ Γκου. Λεσβιακή Περιοδική Έκδοση. Μαντάμ Γκου σημαίνει «λεσβία» στα καλιαρντά.
«Ψάχναμε για κάποιο όνομα που να μην έχει ξαναχρησιμοποιηθεί» θα μου πει η κύρια εμπνεύστρια του εγχειρήματος. «Είχαμε περάσει από διάφορα «πέτρα», «σχισμή». Τα βρίσκαμε πολύ χρησιμοποιημένα και αρχίσαμε να ψάχνουμε στο λεξικό, στα καλιαρντά βέβαια. Γιατί στο άλλο λεξικό, τι να βρεις; Ή λεσβία θα βρεις ή ομοφυλόφιλη θα βρεις, τι άλλο να βρεις. Και βρίσκουμε το Μαντάμ Γκου. Και μας άρεσε. Μας πήγαινε λίγο ξέρεις και στο Μαντάμ Φιγκαρό που είναι γυναίκες που προσέχουν, ετεροφυλόφιλες. [Επιδιώξαμε] μια αντίθετη, δηλαδή, σχέση με τα πρότυπα που προσφέρουν αυτά τα περιοδικά».
Στην πρώτη σελίδα του πρώτου τεύχους παρουσιάζεται το προφίλ της έκδοσης:
Η Μαντάμ Γκου είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας μιας παρέας λεσβιών να εκφραστεί και να δημιουργήσει ένα αμφίδρομο κανάλι επικοινωνίας. Μετά από χρόνια εκδοτικής απουσίας της λεσβιακής κοινότητας, νιώσαμε περισσότερο ευαισθητοποιημένες απέναντι στο συνεχιζόμενο ρατσισμό που δεχόμαστε και θελήσαμε να κάνουμε κάποια βήματα σε σχέση με την ανεύρεση μιας ταυτότητας και την αίσθηση περηφάνιας που οφείλουμε στο άτομό μας».
Η Μαντάμ Γκου είναι ένα περιοδικό που δεν ανήκει σε κάποια πολιτικοποιημένη ομάδα αλλά δημιουργήθηκε από μια μικρή ομάδα επτά συνολικά γυναικών που θέλησε να καλύψει το εκδοτικό κενό της δεκαετίας του ’90. Η ομάδα παρέμεινε κλειστή ως προς τη σύστασή της, αλλά ανοιχτή απέναντι στην ανταλλαγή ιδεών, κειμένων και τη δημιουργία επαφών. Από το φθινόπωρο του 1995 ως τον Νοέμβριο του 1997 η Μαντάμ Γκου θα εκδόσει πέντε συνολικά τεύχη καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως πρωτότυπα θεωρητικά κείμενα, μεταφράσεις, αλληλογραφία, νέα, κόμικ, χρηματιστήριο λεσβιακών αξιών.
Στα «κλειστά» χρόνια όμως της δεκαετίας του ’90 η ανταπόκριση από τις αναγνώστριες όσον αφορά την αποστολή κειμένων, την έκφραση απόψεων, την ανταλλαγή ιδεών υπήρξε περιορισμένη. Δύο ακριβώς χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου τεύχους, τον Νοέμβριο του 1997, η Μαντάμ Γκου αποχαιρετά τις αναγνώστριες της: [Τ.5.σ.1.]
«Για σας με αγάπη. Να ‘μαστε πάλι εδώ για τελευταία ίσως φορά. Τα θέματα με τα οποία πρέπει να ασχοληθούμε δεν τελείωσαν, ούτε ίσως η ζωή των λεσβιών στην Ελλάδα άλλαξε μετά το πέρασμα την Μ.Γ., αν και θέλουμε να πιστεύουμε ότι βάλαμε και εμείς ένα ακόμη λιθαράκι, όμως η δική μας αντοχή εξαντλήθηκε. Οι ισορροπίες σε μια ομάδα είναι λεπτές και η ενέργεια χρειάζεται διαρκή επαναφόρτιση, που δυστυχώς δεν ήταν δυνατή ούτε από μέσα ούτε απ’ έξω. Ελπίζουμε, αν δεν βρούμε αργότερα το κουράγιο να συνεχίσουμε, κάποιες άλλες να το κάνουν για μας. Αυτό το τεύχος το αφιερώνουμε στις γυναίκες που μας έδειξαν την υποστήριξή τους στέλνοντάς μας τα κείμενα, τα ποιήματα και τα γράμματά τους».
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό cyber-dyke, σημαίνει τη λεσβία, η οποία έχει έντονη δραστηριότητα στο διαδίκτυο, ως ίνφλουενσερ, ΛΟΑΤΚΙ ακτιβίστρια και trend-setter ή και ως δραστήρια σε online-dating. Για την ετυμολογία της λέξης dyke δες εδώ.
Είναι σελεμπριτόνι του Φέισμπουκ ως σάιμπερ ντάικ.
Got a better definition? Add it!
Παλαιακός χαρακτηρισμός για λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, τύπου νταλίκα ή μπουτς, λαχαναγορίτης, νταλικιέρης κ.τ.ό., ενώ από τον 21ο αιώνα η αντίληψη αυτή έχει δώσει τη θέση της στην αναζήτηση πιο εναλλακτικών προς τους αμιγείς πατριαρχικούς ρόλους και εναλλασσόμενων επιτελέσεων με μεγαλύτερη αμοιβαιότητα.
Μην περιμένεις να δεις κάνα ντουβάρι λιμενεργάτη, η Μαρία είναι stylish butch.
Got a better definition? Add it!
Φαντασίωση παραδοσιακών (traditional στα αγγλικά, τραντ στα κομμέ) για μια γυναίκα η οποία θα τηρεί τα κλασικά πατριαρχικά στερεότυπα, ήτοι να κάνει οικιακές δουλειές, να έχει σεμνή εμφάνιση, να είναι χαμηλοβλεπούσα ή κατ' ελπήδα χαμηλοβλεπούτσα στη λογική reject modernity- embrace tradition. Χρησιμοποιείται στους ιδεολογικούς πολέμους των συντηρητικών ενάντια στη woke κουλτούρα. Από το αγγλικό trad wife. Χρησιμοποιείται και ως αυτοπροσδιορισμός από γυναίκες pick me με εσωτερικευμένη πατριαρχία, οι οποίες προβάλλουν τον παραδοσιακό τους ρόλο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να προτιμηθούν αυτές και οι αξίες τους.
Θέλω μια τραντ γουάιφ που να μην έχει γκέι ως καλύτερο φίλο, να μην έχει τατουάζ, να μην είναι πολιάμορους, ε, και να σιδερώνει και κάνα πουκάμισο. Ζητάω πολλά;
Got a better definition? Add it!
Ο παραδοσιακός και συντηρητικός εκ του αγγλικού traditional. Χρησιμοποιείται πολύ στα διαδικτυακά μιμίδια ως αντίθετο αυτών που ανήκουν στη woke κουλτούρα.
Οι τραντ αντεπιτίθενται.
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που μένει μόνο του, δηλαδή δεν έχει γάμο ή συγκατοίκηση, αλλά είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερωτικές σχέσεις και σε πολυσυντροφικότητα. Εκ του solo polyamorous.
Δεν είμαι μπακούρης, είμαι σόλο πόλυ.
Got a better definition? Add it!
Θα μπορούσε να σημαίνει η έλλειψη προθυμίας, η έλλειψη ζήλου ή οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζει έναν κανονικό και υγιή Δημόσιο Υπάλληλο και που τον προφυλάσσει από την αγχωτική και πιεστική εργασία. Tα τελευταία χρόνια συναντούμε την απροθυμία και στον Ιδιωτικό Τομέα και μάλιστα σε μεγάλους αριθμούς εργαζόμενων. Πολλοί πιστεύουν ότι μεταδίδεται σαν ιός μεταδιδόμενος με επαφή, από σταγονίδια αλλά και με αερομεταφορά. Έχει παρατηρηθεί ότι η παραμονή σε χώρους με απρόθυμους Δ.Υ. με την χρήση μάσκας τύπου FFP2 ή υψηλότερης προστασίας, μπορεί να προσφέρει ικανοποιητική προστασία από τη λοίμωξη της απροθυμίας. Αντιικά, μονοκλωνικά κ.α. φάρμακα δεν φαίνεται να προσφέρουν ίαση ούτε προστασία σε περίπτωση μόλυνσης. Παρότι φαίνεται ως παθογένεια του Δημοσίου κάθε άλλο παρά παθογένεια είναι αφού προστατεύει από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Ορθά στο κατά Ματθαίο ευαγγέλιο και δε στην παράγραφο 9.35 μνημονεύτηκε δια μελλοντική χρήση από τους δημόσιους λειτουργούς. Σε κάθε περίπτωση η απροθυμία Δ.Υ. δεν αποτελεί χαρακτηρισμό των ανθρώπων που εργάζονται στο Δημόσιο και κακώς έχει θεωρηθεί ως ιδιότητα των λειτουργών του Δημοσίου τομέα. Πρόκειται περί πλάνης της μνημονιακής εποχής και ιδιαίτερα των οπαδών της σοϊμπλεκουλτούρας.
1 Πολλές και μεγάλες αλλαγές σε κάθε επίπεδο, με απρόβλεπτους παράγοντες και απροθυμίας υλοποίησης από πλευράς δημοσίων υπαλλήλων. 2 Το έργο καθυστέρησε λόγω απροθυμίας των δημοσίων υπαλλήλων να τρέξουν τις διαδικασίες. 3 Η απροθυμία των Δ.Υ. δεν ήταν η πραγματική αιτία της χρεωκοπίας της Ελλάδος.
Got a better definition? Add it!
Αστον αυτόν, είναι Ντιντής. Μη δίνεις βάση στο Ντιντή. Βάστα ρε Ντιντή. Αντε ρε μόρτη που θα με πεις εμένα Ντιντή.
Σύμφωνα με έγκυρα άρθρα, τόσο στον έντυπο αλλά και στον ψηφιακό τύπο, σημαίνει χαϊδεμένο και καλομαθημένο παιδί, βουτυρόπαιδο, βουτυρομπεμπές, λελές, χλεχλές, φλούφλης, λούλης, λάκης ή και λαλάκης.
Όλα τα παραπάνω αποτελούσαν επώνυμα ή χαρακτηριστικά ή ακόμα και χαϊδευτικά ονόματα που δινόντουσαν σε πρόσωπα τα οποία δεν ήταν σύμφωνα με την χαρακτηριστική μαγκιά της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Η φτώχια και το αντρικό φιλότιμο της ανεκτίμητης αθηναϊκής και όχι μόνο, χαμηλής ή ακόμα και ανύπαρκτης, ταξικής κατάταξης της φιλόδοξης αυτής κοινωνικής τάξης, Τῷ καιρῷ εκείνω, έδινε θάρρος, δύναμη και θέληση για ζωή και αγώνα σε αυτούς που δεν αποκαλούνταν ως “Ντιντής” στην τοπική κοινωνία. Ο χαρακτηρισμός δηλαδή ενός άνδρα ως Ντιντής, δεν μείωνε τον ανδρισμό ενός ατόμου που του αποδιδόταν, αντίθετα αύξανε την αξία του ατόμου σε μέτρα και σταθμά της τότε μικρό- κοινωνίας εφόσον δεν του αποδιδόταν. Από τα τέλη της δεκαετίας του 80 και μετά, τα στάνταρ των ανδρών άλλαξαν. Τα διάτρητα αμάνικα μπλουζάκια που αγαπήθηκαν στις αριστουργηματικές ταινίες τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα», οι στάμπες OUZO POWER και η παρανοϊκή λατρεία για τους Duran-Duran, άλλαξαν μια για πάντα την ελληνική κοινωνία. Μάγκας, ωραίος δεν ήταν πια ο μη Ντιντής αλλά αυτός που είχε διπλό Sony κασετόφωνο με hits της εποχής. Ο Ντιντής λοιπόν σταμάτησε να υπάρχει ως χαρακτηρισμός ταξικής διαφοροποίησης και μοιραία μετενσαρκώθηκε στον gay της εποχής, εντελώς λανθασμένα και άδικα αφού καταναλώθηκε από την ομοφοβική μανία των σύγχρονων ρατσιστών.
Είναι εξαιρετικά χρήσιμο και αυτονόητα απαιτητό, να αναγεννηθεί ο όρος Ντιντής και να αποκατασταθεί η γνησιότητα και η αυθεντικότητα του χαρακτηρισμού.
Got a better definition? Add it!