Τσίφτης στα αρβανίτικα, σημαίνει το γεράκι στα ελληνικά.
Μεταφορικά, ο πανέξυπνος άνθρωπος, τα πιάνει όλα αμέσως.
Είσαι τσίφτης, αητός, τόπιασες με τη πρώτη.
Τσίφτης στα αρβανίτικα, σημαίνει το γεράκι στα ελληνικά.
Μεταφορικά, ο πανέξυπνος άνθρωπος, τα πιάνει όλα αμέσως.
Είσαι τσίφτης, αητός, τόπιασες με τη πρώτη.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.
Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει το λιγδωμένο παλτό (λίγδα + τάμπαρο = λίγδα + παλτό).
Χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για άνθρωπο λιγδιάρη, άπλυτο με άπλυτα ρούχα, μεταφορικά όμως χρησιμοποιείται ως βρισιά για κάποιον κάνει απατεωνιές (παρόλο που είναι καθαρός και περιποιημένος στην εμφάνισή του).
Άιντε να μου χαθείς από δω λιγδοτάμπαρο.
Άιντε να κάνεις αλλού αυτά, ρε παλιολιγδοτάμπαρο!
Got a better definition? Add it!
Μηχανή του σεξ, που εμφανίζει ιδιαίτερη αδυναμία σε μάνες και ενίοτε αδερφές. Συναντάται σε όλο το λεκανοπέδιο Αττικής... και φήμες λένε ότι έχει πάει και με την υπόλοιπη μισή Αθήνα που δεν έχει πάει με τον Τατσόπουλο.
Διεκδικεί την πατρότητα του 75% των νεογνών που γεννήθηκαν την πενταετία 2008-2013 (για τα προηγούμενα χρόνια δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στατιστικά).
Συνηθίζει να απαντάει σε οποιαδήποτε ερώτηση κι αν του γίνει με τη φράση: «Ρώτα τη μάνα σου» ή σε συντομία RTMS.
Τέλος έχει 3 πόδια και 2 χέρια!
- Τι κάνεις ρε Μονέ;
- Ρώτα τη μάνα σου...
- Ο μικρός μου αδερφός δε μοιάζει σε κανέναν μας...
- Του Μονέ θα ναι...
Got a better definition? Add it!
Ως μπουχτιστικό ορίζεται κάτι που είναι πολύ χορταστικό και χρησιμοποιείται κυρίως για φαγητά αλλά και για μία κουραστίκη κατάσταση.
Εχθές έφαγα ένα πολύ μπουχτιστικό τοστ.
Got a better definition? Add it!
Ο βλάκας, ο ανόητος, ο άμυαλος ή και αυτός που τα έχει κάπως χαμένα, που είναι τρελός, έχει κάποιου είδους ψυχοπάθεια, είναι μαλάκας ή γιωτάς. Κυριολεκτικά σημαίνει αυτόν που το μυαλό του «φυγοδικεί», οπότε έχει φύγει πλέον από το κεφάλι του με αποτέλεσμα να το αφήσει κενό. Και η δίκη για τις μαλακίες του υποκειμένου, αν υποθέσουμε ότι λαμβάνει χώρα μια τέτοια δίκη, γίνεται ερήμην του κατηγορουμένου.
Τρίβιο: «Οι Μυαλοφυγόδικοι» ήταν τίτλος ξεκαρδιστικής κωμωδίας του 1988 του Γιώργου Μυλωνά με τον Χρήστο Βαλαβανίδη που μπορείτε να απολαύσετε εδώ.
Παραγγελιά μέσω Δ.Π.: Δεινόσαυρος.
1. Όταν οι οπαδοί και οι παίκτες μιας ομάδας πανηγυρίζουν στις αποτυχίες, το επόμενο βήμα είναι η κατρακύλα. [...] Το ακόμη χειρότερο είναι ότι κάποιος μυαλοφυγόδικος (παράγοντας; προπονητής;) ανάγκασε τους ποδοσφαιριστές να… ξαναβγούν στο τερέν αρκετή ώρα μετά τη λήξη, για να πάρουν μέρος στη… φιέστα!
2. Εντάξει διάβασα 2-3 μηνύματα σε προηγούμενες σελίδες σχετικά με τον Πρετεντέρη, ότι και καλά τελευταία τα χώνει στον ΓΑΠ και δεν πρέπει να τσουβαλιάζεται με τους λοιπούς πρασινοφρουρούς του Mega και έκλασα στο γέλιο. Άλλωστε πάντα είχα απορία ποιοί μυαλοφυγόδικοι αποτελούν αυτό το 20% των τηλεθεατών που καθημερινά επιλέγουν Mega για να ενημερωθούν. Το ακούσαμε κι αυτό...
3. Ο οπαδός της κου κλουξ κλαν και απολύτως μυαλοφυγόδικος εδώ και κάποια χρόνια, πάσχει από σύνδρομο καταδίωξης.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται προφανώς από το φάρμακο (το δηλητήριο, το προϊόν μαγείας, μαγγανείας) + λειτουργιά = το πρόσφορο.
Έτσι άκουσα να λένε στου Καρπενήschh κάτι που είναι πολύ ακριβό για την αξία του. Χρησιμοποιείται με αυτό το νόημα φαντάζομαι με επίδραση από το φαρμακείο με το νόημα του ακριβού. Δεν ξέρω από πότε και γιατί κάτι ακριβό λέγεται φαρμακείο, ο ορισμός που υπάρχει στο παρόν site είναι στοιχειώδης, και ο Σαραντάκος λέει εδώ ότι λέγεται έτσι επειδή τα φαρμακεία πουλούσαν ακριβά πράγματα.
Γουγλίζοντας το βρίσκω σε δυο-τρία σημεία του αχανούς ίντερνετς, και φαίνεται να σημαίνει τον αυθάδη, αντιδραστικό, ή ιδιότροπο άνθρωπο. Αλλά αν το προσέξετε, θα δείτε ότι ενυπάρχει στη σημασία του έστω λιγουλάκι κάτι το αμφίσημο, δηλαδή, ευλογία και μαγγανεία. Γιατί η ικανότητα για αντίδραση και το θάρρος είναι κάτι καλό, που καταλήγει κακό.
Χρησιμοποιείται, όμως, και για να δηλώσει καθαρά και ξάστερα τον φαρμακερό άνθρωπο, τον φαρμακόγλωσσο και κακοπροαίρετο.
- Άι, να πας στου Lidl, ο Μπακουκείνος φαρμακολειτουργιά είν'.
Στα διαλείμματα οι δάσκαλοι, έβαζαν επιμελητές τους καλούς μαθητές, που εξόν από ρουφιανάκια προδότες ,παπαγάλοι , ήτανε και χοντροί γιατί δεν έπαιζαν με τά άλλα παιδιά. Ενώ εμένα δε με έβαζαν καθόλου που ήμουνα και καλή μαθήτρια και λιανή. Γιατί πρώτον δέν ήθελα αφού δε μου άρεσε η κλεισούρα, δεύτερον γιατί εκτός από «φαρμακολειτουργιά» ,«στριμμένο άντερο» ήμουνα και «πνεύμα αντιλογίας», και τρίτον, γιατί ήθελα να βάζουνε επιμελητή το Φωτάκη, το γιό του άλλου δάσκαλου που τον είχα μανία γενικώς.
απόεδώ , μια αυτοβιογραφική αφήγηση από Πρέβεζα.
από εδώ, από το πεζογράφημα «Ο Τέταρτος Άντρας», του Γ.Αθανά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο παθολογικά τσιγκούνης. Λέγεται πως οι Σκώτοι είναι καρμίρηδες του θανατά.
- Πέντε πίτσες αμόλησα στου Παπαδόπουλου, και δεν άφησε πουρμπούρι ούτε το εικοσάλεπτο!
- Γελάσαμε πάλι! Ρε, τον έχουμε πελάτη από τότε που ανοίξαμε κι ούτε μια φορά δεν έχει αφήσει δεκάρα τσακιστή. Μιλάς για μεγάλο Σκωτσέζο!
Got a better definition? Add it!
Η βαθμιαία συντηρητικοποίηση ενός ατόμου (σχετικά) νεαρής ηλικίας ώστε σταδιακά να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά και τις απόψεις μιας ηλικιωμένης γυναίκας, κοινώς «μπάμπως».
Κοίτα να δεις ο Βαγγέλης έπαθε μπαμπανίαση, τον πειράζει το ποτό, τον ενοχλεί η δυνατή μουσική και πιστεύει πως ο άνθρωπος μετά τα 30 πρέπει να κοιμάται στις 10 το βράδυ.
Got a better definition? Add it!
Φτωχομπινεδιάρικο παραεπάγγελμα με δυο μεγάλες ποικιλίες:
Πρόκειται για καζάν-καζάν φάση, καθώς ο πελάτης μπορεί να αξιοποιήσει τον νεκρό αυτό χρόνο πιο βέλτσιστα. Η συνήθης αμοιβή του περιμενάκια κυμαίνεται από 2-4 ευρώπουλα (σε περιόδους αιχμής η αμοιβή αυξάνεται εκθετικά). Δαιμόνιο νεοελληνικής κοπής το λένε και είναι απλό!
1.
Η ΚΡΙΣΗ ΓΕΝΝΗΣΕ ΝΕΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Ο «περιμενάκιας» στήνεται σε ουρές… και περιμένει για σένα!
2.
«περιμενακιας», «αυτοφωράκιας» κ γενικα ο,τι βγαζει «μαύρο» χρημα Γεροντα!!! για να τη «σκαπουλαρουν» τα λαμογια...
3.
Οι «περιμενάκηδες» παρατηρούν τις… αγανακτισμένες «φάτσες» όσων περιμένουν τη σειρά τους, τους πλησιάζουν και τους ζητούν από 2 μέχρι και 5 ευρώ (εξαρτάται την κίνηση και τον χρόνο αναμονής). Κάποιοι για τους οποίους εξακολουθεί η ισχύς της λαϊκής ρήσης «ο χρόνος είναι χρήμα» και αν διαπιστώσουν πως θα πρέπει να περιμένουν… τουλάχιστον δύο ώρες… προτιμούν να αγοράσουν το χαρτάκι!
Got a better definition? Add it!