Further tags

Καγκούρω αποκαλείται τόσο η γυναίκα-κάγκουρας όσο και η σύζυγος / ερωμένη του κάγκουρα. Το γούστο του κάγκουρα στις γυναίκες είναι δεδομένο, ωσεκτουτού οι παραπάνω ιδιότητες συνήθως αλληλεπικαλύπτονται.

Ευθυμολογείται εκ του κάγκουρα και του γαμοσλανγκοτέτοιου (κατά τα υστέρω, μαλάκω κ.ά.) Εναλλακτικά: καγκούραινα, καγκουρίνα, καγουρομούνα.

1. Δε φταίνε οι άντρες για την κατάσταση των γυναικών. Δε φταίω εγώ όταν εσύ είσαι συναισθηματική και πας με τον κάθε μαλάκα που γνωρίζεις μία βδομάδα. Δεν είναι δική μου ευθύνη αν είσαι συναισθηματική, και ελπίζεις σε έναν καλύτερο κόσμο, και γράφεις ποιήματα για τη ζωή, τον έρωτα, τα συναισθήματα, ενώ το μουνί σου σε προστάζει να είσαι καγκούρω. Όπως το λέω. Τα διαβάζουμε αυτά, και μένουμε παξιμάδι! Βρισκόμαστε με ανοιχτό το στόμα σκεφτόμενοι ότι πρόκειται για μία ξεχωριστή κοπέλα, η οποία καταλήγει να ακούει Χατζηγιάννη επειδή αυτός έχει ωραίους κοιλιακούς, και είναι με κάποιον άσχετο, ο οποίος φαίνεται ότι είναι ρηχός, αλλά έχει αμάξι.

2. Ναι, δεν κατάφερα να μην βάλω φωτάκια και κουδουνάκια. Μια φορά καγκούρω, πάντα καγκούρω.

3. Εγώ το είδα στην Καγκούρω την Τατιάνα και ο συνδυασμός δώρου-παρουσιάστριας ήταν τραγελαφικός...:Ρ

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άντρας που μια γυναίκα τον έχει βάλει μέσα στο βρακί της, και είναι ωσεκτουτού μουνόδουλος, μουνοείλωτας, χαζομούνης, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος κ.τ.ό.

Μπορεί να έχει και λίγο πιο καυλή έννοια όταν σημαίνει κάποιον που κυνηγάει πολύ το μουνί ως μουνάκιας. Δεν είναι βέβαια καλό κι αυτό, καθώς δηλώνει εξάρτηση, ωστόσο μπορεί η έμφαση να πέσει στο ότι ο κιλοτάκιας είναι γαμίκουλας και όχι μόνο στη μουνοδουλίασή του. Συνήθως πάντως ο όρος είναι μειωτικός, επικεντρώνοντας στην έλλειψη ανεξαρτησίας του κιλοτάκια.

  1. Ορισμός εδώ: Κιλοτάκιας: Κατευθυνόμενα ανδρίδια που χαίρουν μετριότατης εκτιμήσεως και από τις ίδιες τις συντρόφους, μανάδες, φιλενάδες, αδελφάδες που τους κατευθύνουν, διότι τον κατευθυνόμενο πολλές τον επόθησαν, ελάχιστες τον εκτίμησαν.

  2. Εδώ πλήρης ανάλυση:

Είδος ανδρός ανεξάντλητο, αειθαλές και αεικίνητο. Από δω στρίβεις το κεφάλι, από το κει το πας να σου και ένας κιλοτάκιας με χαμόγελο crest να σε κοιτά και να σου λέει: «δεν θα πεθάνω ποτές, ό,τι και αν λες, όπου και αν πας, εδώ κοντά μου θα γυρνάς!».

Διάβαζα τις προάλλες τον «BHMagazino» και «τα λόγια της πιάτσας» του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου. Κάπου στα λήμματα της Μπεο-Ψωμιαδο-Μαρινακικής και λοιπών περιόδου, εντοπίζω και το εκ της τελευταίας εσοδείας λήμμα της ελληνικής- προσαρμοζόμενο στα ποδοσφαιρικά- «κιλοτάκιας» που αποκαλεί ο προσφιλής Αχιλλεύς Μπέος βεβαίως – βεβαίως, κάποιον άγνωστο από τον Βόλο. «Τι με λες;» είπα στον εαυτό μου, «έχουν τέτοιους και οι ‘όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω;».

  1. «Καλύτερα σεισμόπληκτος, ζητιάνος και πρεζάκιας, παρά κυριλέ χλεχλές λούλης και κιλοτάκιας». (Από τους στίχους εδώ).

(από Khan, 17/04/13)Στο 2.00. (από Khan, 17/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που νταλαβερίζεται συχνά με το «είναι», το «ούτε» και από κτητικό ό,τι απαιτεί η περίσταση για να δηλώσει κάποιον ή κάτι αμελητέο, αδιάφορο, τίποτα, δίχως καμιά αξία, ουσία, περιεχόμενο.

Κι αυτό γιατί αν η πρώτη που εμφανίζεται έχει μια πρόσκαιρη και συμβολική αξία πιστοποίησης του ερχομού της πολυαναμενόμενης αντρίλας, οι αναρίθμητες που ακολουθούν δεν έχουν καμία.

Δεν τη λες και φρέσκια για έκφραση, αλλά λαμβάνοντας υπόψη το τι ξύρισμα πέφτει τη σήμερον στην περιοχή από πολλούς, και μάλιστα από τότε που μαλλιάζει, σίγουρα γεννά υποψίες για το τι ακριβώς έχει στο μυαλό του ο χρήστης της και δη ο νεανίας. Κι αυτό προσφέρει ένα κάποιο διανοητικό τιλτ!!

Ενίοτε και για επίταση της απαξίωσης:
--το τρίτο το μακρύτερο (σε κάποια μπρουτάλ, κατά προτίμηση, απ’ τις εκδοχές του, αντικαθιστά το «τ’ αρχίδια», προφανώς μια κι οι τρίχες του υπολείπονται αυτών σε ...βαρύτητα,

--υπεισέρχεται, χάριν ακριβολογίας και ουχί πολιτικολογίας, επιθετικός προσδιορισμός της απόλυτης θέσης του παπαριού,

--υπεισέρχονται υποδιαιρέσεις· της τρίχας βεβαίως – βεβαίως.

Όταν στον πληθυντικό, παίρνει αμπάριζα μέχρι λαούς ολόκληρους.

  1. Για πείτε, μιας και το 'φερε η κουβέντα, εταιρείες που γουστάρετε.
    Δ1: Deathwish Inc., Holy Roar, Moment of Collapse, Bridge Nine, Magic Bullet.
    M: Κοίτα, εγώ προσωπικά ανέχομαι τον όρο «εταιρεία», όταν είναι ένα μάτσο φίλοι που στήνουν ένα label για τη μουσική και μόνο. Μικρές και ανεξάρτητες. Όλες οι υπόλοιπες δεν αξίζουν ούτε μια τρίχα απ' τ' αρχίδια μου.
    (Από συνέντευξη των Πατρινών I want you dead στο projektfishtank)

  2. «….Με το έργο του βεβαίως στην πορεία δε στάθηκε στο πλευρό των λαϊκών αγώνων και της δράσης των κομμουνιστών, αφού δεν πίστευε στη διέξοδο της ταξικής πάλης, ενώ βρήκε «στέγη» στη λεγόμενη «ανανεωτική» Αριστερά…».
    Όχι δεν αντέχω, θα σχολιάσω: Μικρόψυχα ανθρωπάκια, ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια του δεν είστε!
    (Αναφέρεται στον Χρόνη Μίσσιο)

  3. Όποιος πολιτικάντης ή στρατιωτικός ή επώνυμη λουγκρίτα νομίζει ότι κάτι είναι, ας τολμήσει να συγκρίνει την ξεφτιλισμένη ύπαρξή του με μια τρίχα από τα αρχίδια του παραπάνω παικταρά.
    (Αναφέρεται στον Λούκιο Κουίνκτιο Κινγκιννάτο (519-430 π.Χ.))

  4. -Τώρα εσύ πατέρας μου είσαι η θείος;
    -Εγώ είμαι Θείος!
    -Θα σου ‘λεγα ότι είσαι μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου αλλά πριν κάνα τέταρτο τις εξαφάνισα.

  5. Σπανούλη, Σπανούλη αρχίδι. Είσαι μια τρίχα απ' την ψωλή του Διαμαντίδη.

  6. Ναι, D οι Σκοταδιστές τους ΑΕ και τους κούνησαν την 73η τρίχα από το δεξί τους αρχίδι. Ανάθεμα κι αν έκατσαν να ακούσουν το κομμάτι οι ΑΕ. Εδώ μια φορά που είχα πει στον Φ ότι ο BDF τους έριξε κάτι σποντούλες σ' ένα κομμάτι, γυρνάει και μου λέει γελώντας «ΝΑΑΑΑ» κάνοντας μαζί και τη χαρακτηριστική κίνηση των δύο χεριών προς τα παπάρια. Θα τους νοιάξουν οι Σκοταδιστές; Οι ποιοι;

  7. Όλα αυτά τα κατακάθια της τροφικής αλυσίδας του διαδικτύου δεν είναι ούτε μισή τρίχα απ’ τ’ αρχίδια του Γιώργου Μαρίνου.
    (Αναφέρεται στον γνωστό διασκεδαστή επικροτώντας το θάρρος του να βγει απ’ τη ντουλάπα)

  8. Μιλάνε και οι τρίχες από τα αρχίδια μου, οι πουσταράδες οι Σκοπιανοί, που σε ένα 24ωρο τους σβήνουμε από το χάρτη.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η τσίχλα που πετάει σαν γεράκι; είναι το γεράκι που μασάει τσίχλα; είναι είδος πουλιού με μπερδεμένο DNA; είναι απειλούμενο είδος πτηνού;

Τίποτα από τα άνω. Λέγεται ο καριόλης που κατάφερε να κλέψει το πορτοφόλι σου από το μετρό χωρίς να το πάρεις χαμπάρι...

- Τάσοοοοομμ μι κλέψαν του πορτουφόλ απου του μετρού. - αχχχχ Τασούλαμμμ, τσιχλουγέρακου ου τίπουςςς τσιχλουγέρακούυυυυυ...

Το δόκιμο τσιχλογέρακο (αν δεν απατώμαι) (από Khan, 16/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανώτερο είδος άντρα, αυτός που κατάφερε να πηδήξει χωρίς να κουνηθεί καθόλου (βλ. «άραξα»). Απαντάται στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις καθώς και στους 300 της ελληνικής Βουλής.

Λέγεται ότι ο πρώτος Αραξοπηδίκουλας ήτο ο πρώην πρωθυπουργός Γιωργάκης ο οποίος κατάφερε χωρίς να κάνει τίποτα να πηδήξει σχεδόν 10 εκατ. έλληνες.

- Σούλα, έλα να μου κάτσεις μωρή. Άφησα τα ευρούλια στο κομοδίνο. - Αμέσως Νικολάκη μου, πού θα βρω καλύτερο πελάτη... πασάκα μου εσυ. ΠΗΔΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΕΧΟΝΤΑΣ ΕΥΡΩ.!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λαογραφικούρα για την εκτός γάμου «διακορευθείσα» κορασίδα που έχει και το θράσος να παριστάνει την παναγία. Γιατί φραγκοπαναγιά όμως; Εδώ πρέπει να ανατρέξουμε στην πατροπαράδοτη περιφρόνηση της ορθολοξίας προς τους δυτικούς. Αντιγράφω από σάη χριστιανοταλιμπάν:

Κυττάξετε τις διάφορες Παναγίες, τις Μadonnes. που ποζάρουνε υποκριτικά, ακόμα κι’ οι θλιμμένες, που κλαίνε, που αυτές είναι ακόμα πιο ψεύτικες! Ξόανα και είδωλα για ρηχούς ανθρώπους. Ο λαός μας, που πήρε μεγάλη και βαθειά παιδεία από τη θρησκεία του Χριστού, επί αιώνες κι’ ας φαίνεται απέξω απαίδευτος, «φραγκοπαναγιά» λέγει τη γυναίκα που υποκρίνεται την τίμια, μα που δεν είναι στ’ αλήθεια, ξεχωρίζοντας έτσι την «Φραγκοπαναγιά» από την Παναγιά, από την αληθινή την Παναγιά, τη Μητέρα του Χριστού και Θεού την αυστηρή Οδηγήτρια (εδώ) Ας αφήσουμε όμως τις συζητήσεις περί του τι συνιστά παρθένα ή ψευδοπαρθένα στους αρμοδιότερους από εμάς θεολόγους κι ας πανηγυρίσουμε την παρθενοφθορά με ένα μικρό σλανγκομουνο(ξε)απάνθισμα για όσα κορίτσια απώλεσαν ότι πολυτιμότερο είχαν:

  1. αγγισμένη
  2. αδιάντροπη
  3. ακολασού
  4. ακουσμένη
  5. αλανιάρα
  6. αλαφριά
  7. ανθολογημένη
  8. ανοιχτή
  9. ανοιχτούτσικη
  10. απαρατημένη
  11. απαριασμένη κατσάκω
  12. αποπλανημένη
  13. ατιμασμένη
  14. αφημένη
  15. αφορισμένη
  16. βρωμoλoύλoυδo
  17. βρωμοθήλυκο
  18. γάνα
  19. γανάδα
  20. γανίλα
  21. δάνεισε το κορμί της
  22. δεν έχει μούτρα καθαρά να βγει στην κοινωνία
  23. δεν της άρεσε o ίσιος δρόμος της ανυπόληπτης
  24. έγινε θέατρο του κόσμου
  25. ελεεινή
  26. ελύσσαξε για άνδρα και λυσσoμάνιασε
  27. έπεσε στον δείνα
  28. έσκισε και λέρωσε τα μεζέα της (μεζέα: τα μεσαία, ο παρθενικός υμένας με τον κόλπο ως ευρισκόμενα μεταξύ της ουρήθρας και πρωκτού)
  29. εσούρε (έτρεξε σε άνδρα)
  30. έχει ακoυστεί η αθυβoλή της
  31. έχει μoύτρα να μας δει η μoυντζoυρωμένη;
  32. έχει φαγωμένα πoλλά κάστανα
  33. έχει φάειπoλλών πανηγυριών χαλβά
  34. έχει φάει την τσίπατης
  35. ζωηρούλα
  36. ήταν ζωηρή
  37. ήταν κυλίστρα πoυ ξώκυλε
  38. θα γεμίσεις λoύπακες μαζί της (αφρoδίσια)
  39. θεάτρα
  40. κoμμένη
  41. κακά της κoυρέματα
  42. κακακουσμένη
  43. κακονοματισμένη
  44. κακοστρατημένη
  45. κακόφημη
  46. κάσα (αχρεία)
  47. κατεργαρούλα
  48. κομμένη
  49. κορφολογημένη
  50. κριματισμένη (αμαρτωλή)
  51. κυλίστρα
  52. λαγγευμένη
  53. μαλαφαρισμένη
  54. μας έκανε την απήραχτη και ατήραχτη
  55. μασκαριλού
  56. μάτωσε την τρύπα
  57. μαυροπρόσωπη
  58. με ξεκούρδιστα βιολιά θα την πάνε στην μάνα της
  59. μεταχειρισμένη
  60. μούντζα
  61. μυσαρά
  62. νερoκoυτσέλα που κυλίστηκε σε βρώμικο νερό
  63. ντροπιασμένη
  64. ξελεγιασμένη
  65. ξεπεσμένη
  66. ξεπλανεμένη
  67. ξεπορτισμένη
  68. ξεσκονισμένη
  69. ξεσχισμένη
  70. ξεσχολιασμένη
  71. ξετσίπωτη
  72. ξευτελισμένjη
  73. οργιά
  74. που και που το κάνει με τον ξάδερφο
  75. παλιοκόριτσο
  76. παραδομένη
  77. παραστρατημένη
  78. παστρικιά
  79. πατημένη
  80. πατσαβούρα
  81. πειραγμένη
  82. περασμένη
  83. περιγέλαστη
  84. περιπαταριά
  85. που και που το κάνει
  86. πουρναροπιδίστρα
  87. ροκοκέφαλη (έχει το μυαλό στο ροκοκέφαλο: μουνί)
  88. σαλιασμένη
  89. σηκοσκελισμένη
  90. σκατογαϊδούρα
  91. σκύλα
  92. σκυλοπηδημένη
  93. σουβάλα (ανήθικη)
  94. στιγματισμένη
  95. στρούντζα
  96. συρομαδισμένη
  97. το δίνει
  98. το έκανε με το θείο
  99. το κάνει
  100. το λέει η περδικoύλα της με τoν ανεψιό
  101. τα αθέατα τα έκανε θέατρα
  102. τα έχει παίξει πρωτύτερα με άλλoν
  103. την πήδηξε o τάδε
  104. της βγήκε το όνομα
  105. τιντομούνα
  106. το άνθος παρθενίας χάθηκε
  107. τρυπημένη
  108. τρύπια
  109. τσολόχα (ερωτιάρα)
  110. φέρτε το γάϊδαρo να καβαλήσει
  111. φιλημένη
  112. φουρλαϊδα (άστατη)
  113. χαϊδεμένη
  114. χάλασε τo συστί τoυ τo βρωμoθήλυκo
  115. χαλασμένη
  116. χανεμένη (ανεπιτήρητη)
  117. χωριολόγα

(Πηγή: Χ.Θ. Οικoνoμόπoυλoς, Περί Παρθενίας, εδώ)

(από σφυρίζων, 15/04/13)(από σφυρίζων, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως ποζερομπεμπέκι ορίζεται η σύνθετη λέξη που αποτελείται από τα επιμέρους συστατικά ποζέρι (άτομο που ποζάρει προφανώς για την λήψη φωτογραφίας με ιδιαίτερο τρόπο, δηλαδή έξω στήθος μέσα πλάτη κομμένη κοιλιά με την χρήση photoshop και τόσο βάψιμο που νομίζεις ότι είναι ο BOB ROSS κτλ κτλ) και «μπεμπέκι» προερχόμενο από το γνωστό θηλαστικό ΑΙΓΑ η ΚΑΤΣΙΚΑ από το οποίο παράγεται αγνό ημιπάρθενο γάλα.

Αποτελεί τον ορισμό και τον χαρακτηρισμό των σύγχρονων κορασίδων εις το διαδίκτυον και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου προβάλλουν το είναι τους -κυρίως το εσωτερικό των ρούχων τους.

Χαρακτηρίζονται έτσι αυτές οι κορασίδες ή τα νεαρά τεκνά τα οποία έχουν κάνει το κουμπί της κάμεράς τους να λιώσει από την ασταμάτητη λήψη φωτογραφιών / ανέβασμα ανούσιων καταστάσεων και συνεχή κοινοποίηση τοποθεσίας. όπως πχ στην τουαλέτα του λυκείου Αλλοχώστου με τις: Maria AgAPaEI gwgoULa, mikro aSTERAKI, μΠΙΜΠΕΡ λαβερ κτλ κτλ.

1) ax deite to neo mou magiw. :$
ligo prostyxo alla m aresei
..
gia sena agaph mou ( και μιλαει για κοριτσι )
m xeis sta8ei s ola s oles tis dyskolies exume clapsei mazi (ειναι δεκατριων χρονων. και μαλλον εννοουσε εχουμε κλασει μαζι )
κτλ κτλ

2)
στατους για παντελιδη παολα με πιτσαδορους και αλλους δορους ανεκδοτα απο το τρολαρο το ξυδι και παρομοιες σελιδες

3)τραγουδακια σταν μπιμπερ χατζηγιαννη συνεχεις αφιερωσεις και αλλλαγη κατασταστης καθε λεπτο,ανουσια ετικετες και λεζαντες

4)
καμμενα κρανιοεγκεφαλικα κυτταρααααααα καρκινος στο μικρο δαχτυλακι του ποδιου και καλος στο δεξι αυτι και στο αριστερο ρουθουνι

δηλαδη ποζερομπεμπεκιιααααααα!!
ποζα και μπεεε
Ποζερομπεμπεκι
Μηπως εισαι και εσυ ενα απο αυτα;;;

(από Khan, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, αυτός που αυνανίζεται.

- Καλά και από όταν χώρισε από τη Μαρία τι κάνει;
- Ε, είναι αυτοαπασχολούμενο το παλικάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αραιά και που συναντάμε κάποια κορίτσια τα οποία γεννήθηκαν με την κατάρα της τσουπρίλας. Μοιάζει με ασθένεια που αναγκάζει τον ξενιστή(στην περίπτωσή μας την: τσούπρα) να είναι συνεχώς γλυκούλης οτιδήποτε κι αν επιχειρεί να πράξει ή να πει.

Προσοχή!!
Εδώ δεν πραγματευόμαστε την προσποιητή τσούπρα που φέρεται γλυκούλικα για να θέλξει τα αρσενικά, αλλά επισημαίνουμε την κοπέλα που ξερνάει την τσουπρίλα ακόμα και όταν ανοιγοκλείνει τα μάτια της.

Αυτό το είδος κοπέλας είναι ιδιαίτερα επιθυμητό από τους άντρες.

Επιπλέον όταν κάποιος άνθρωπος χαρακτηρίσει μία γυναίκα ως «τσούπρα» το πιο πιθανό είναι να ακολουθήσει μία τέτοια απάντηση: «Τι είναι τσούπρα;».

Ξέρουμε ότι ο όρος δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός, συνεπώς από τούδε και στο εξής χρησιμοποιήστε τον άφοβα έχοντας ως αφετηρία και διαπιστευτήριο αυτό εδώ το άρθρο.

  1. - Γνώρισα μία τσούπρα!
    - Man αυτό είναι καλό.

  2. Συζήτηση ζευγαριού που η κοπέλα παρουσιάζει συμπτώματα τσούπρας:
    - Αγάπη μου διάβασα ένα άρθρο στο slang.gr και... μου φαίνεται ότι είσαι τσούπρα. - Έλα να κάνουμε σεξ. - Αχ σε ευχαριστώ slang.gr. Εξαιτίας του ορισμού της «τσούπρας» θα κάνω παθιασμένο σεξ με αυτήν που αγαπώ.

Η τσούπρα και ο τσίπρας (από σφυρίζων, 13/04/13)(από σφυρίζων, 13/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κολακευτικά για την γκόμενα με πεταχτή, καμπυλωτή, βραζιλιάνικη και μη, κωλάρα.

Ένας μυθολογικός χαρακτηρισμός που αξίζει να αποδίδεται μονάχα σε μυθικούς κώλους ως ένας ελάχιστος φόρος τιμής.

- Πω ρε φίλε! Τσέκαρε δεξιά έναν κένταυρο!!
- ...
- Κλαίω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified