Further tags

Αυτός που δεν αφήνει ούτε ένα ταλιράκι να πάει χαμένο. Φιλάργυρος, σπαγγοραμμένος, τσιγκούνης.

Η λέξη ακούγεται συχνά σε αθλητικά ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης.

Α ρε Ιβάν, δες ποιος σε έπιασε κότσο... ο ταλιροπαγίδας που διαβάζει Γαύρο και Πρωταθλητή.

Η ΑΜΚ είναι ανοικτή για αυτούς που έχουν από 20 χιλιάρικα και πάνω. Εσύ που είσαι ταλιροπαγίδας προφανώς δεν μπορείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψοφίμι στα Τουρκικά. Μεταφορικά και όποιος μυρίζει άσχημα.

Σαν λέσι μυρίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιακή φράση που έχει (πιθανόν) τις ρίζες της στην εποχή της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του '21. Λέγεται για ο,τιδήποτε (πρόσωπο, πράγμα, κατάσταση) είναι υπερβολικά και εκνευριστικά αργό ή τραβάει σε μάκρος, σε σημείο που να σου σπάει τα νεύρα. Επίσης για κάποιον που έχει χαρακτηριστικά αργές αντιδράσεις, που μέχρι να κάνει κάτι τον "έχουνε πάρει αμπάριζα".

Η παρομοίωση είναι προφανής: παρομοιάζει μιά υπερβολικά αργή κατάσταση με τις μάχες που γίνονταν επί Τουρκοκρατίας με τα παλιά εμπροσθογεμή τουφέκια. Αυτά που έριχνες μία μπαταριά και μετά έπρεπε να κάνεις ολόκληρη διαδικασία για να γεμίσεις, με τη βέργα από μπροστά, και να ξαναρίξεις. Και φυσικά, εκεί ο άλλος δεν σε περίμενε να του ρίξεις. Ή την κοπάναγε και κρυβόταν, ή γέμιζε και στην μπουμπούνιζε αυτός πρώτος!

- Τι κάνεις εκεί ρε;
- Κατεβάζω μιά ταινία. Αλλά είναι πολύ αργή η σύνδεση και έχει πόση ώρα που το παλεύει...
- Καλά... Κάτσε Τούρκο να γεμίσω! Μέχρι το μεσημέρι αν έχει κατέβει σφύρα μου!

(διάλογος μεταξύ φίλων που βλέπουν ποδόσφαιρο):
- Κοίτα τι έχασε το άτομο ρε! Δεν το πιστεύω!
- Αγόρι μου το ποδόσφαιρο δεν είναι "κάτσε Τούρκο να γεμίσω". Μέχρι ν' αποφασίσει αυτός τι ήθελε να κάνει του πήραν τη μπάλα χωρίς να το καταλάβει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα που κατεξοχήν αναφέρεται σε αυτοκίνητα ή σε γυναίκες: επίθημα για άντρες.

Στην πρώτη περίπτωση αφορά την κίνηση των τροχών του τουτού και αντικαθιστά έτσι το επίθημα -κίνητο (μπροστοκίνητο, πισωκίνητο, τετρακίνητο) της καθομιλουμένης.

ολα τα αυτοκινητα εχουν την χαρη τους και αλλα φτιαχτηκαν να ειναι μπροστινα αλλα πισινα και αλλα τετρακουνες

από φόρουμ

Στη δεύτερη περίπτωση αναφέρεται στα οπίσθια της κυρίας, και αποτελεί έτσι συνώνυμο του -κώλα, αλλά με θετικότερες συνδηλώσεις. Έλκει σαφώς από την κινησιολογία που κατά το κλισέ παρατηρείται σε θελκτικά θήλεα, όρα σεισοπυγίς, σεινάμενη-κουνάμενη, τσακίσματα-κουνήματα και τοιαύτα κλασικά. Δεν είναι και πολύ διαδεδομένο, αν και έχουμε στο σάιτ ήδη τη χαμηλοκούνα, πάντως θα μπορούσε ν' ακουστεί ας πούμε το εξής:

- Λέλοοοο... Μωρουλίνιιι;... Θα έρθεις να μου ανεβάσεις το φερμουάαααρ;...
- Τουρλοκούνα μου εσύ... κάτσ' κατεβάσω μία το δικό μου και βλέπουμε.

Καθότι δηλωτικό θηλυπρέπειας, χρησιμοποιείται εύλογα και για άνδρες ομοφυλόφιλους.

ΤΕΤΟΙΑ ΜΟΥΝΑΡΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ ΜΕ ΣΤΑΝΤΑΡ ΠΟΥΤΣΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΞΕΣΚΙΖΟΥΝ. ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΟΥΝ ΟΙ ΦΛΩΡΟΙ ΤΟΥ ΚΩΛΟΝΑΚΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΙΣΩΚΟΥΝΕΣ ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ

από τσοντοσάιτ

Προφανώς, η σχέση γκόμενας και αυτοκινήτου, όπως αυτή συλλαμβάνεται στο τυπικό φαντασιακό του σημερινού ανδρός, κατά τα δημοφιλή περιοδικά(...), είναι τόσο καλά σφυρηλατημένη, ώστε τα όρια μεταξύ -κίνητου και -κώλας συχνάκις να συγχέονται —επίτηδες-ξεπίτηδες, το ίδιο πράμα.

Οι καλύτερες γκόμενες όπως και τα καλύτερα αυτοκίνητα,είναι πάντα πισωκούνες.

από τουίτερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φέρων τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας ομάδας συνήθως εναλλακτικής και αντεργκράουντ αλλά ταυτόχρονα ίν.

Ο φασαίος δηλαδή δε μπορεί να ανήκει σε μια αφανή εναλλακτική ομάδα με λίγους υποστηρικτές. Αντιθέτως, ανήκει σε ομάδες που ενώ αυτοχαρακτηρίζονται αντεργκράουντ, τα εξωτερικά τους γνωρίσματα υιοθετήθηκαν από πολλούς καταλήγοντας έτσι μέινστριμ (βλέπε μούσι, τατού).

Η ιδιότητα του φασαίου ωστόσο δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα αλλά στο γενικότερο άτιτιουντ. Ο φασαίος απαντάται σε συγκεκριμένα μαγαζιά-στέκια όπου συχνάζουν άλλα άτομα «της φάσης του», έχει συμβατά μουσικά ακούσματα με «τη φάση», πηγαίνει διακοπές σε συγκεκριμένα μέρη κλπ.

Τελευταίο και σημαντικότερο, η ιδιότητα του φασαίου δε συνίσταται στην εξωτερική εμφάνιση και στο άτιτιουντ από μόνα τους αλλά στην έλλειψη κοινωνικής ζωής και προσωπικότητας εκτός «της φάσης του». Ο φασαίος ζει, αναπνέει και τρέφεται μέσα από «τη φάση» και δε μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτή. Έτσι, ακόμα και αν κάποιος φέρει κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα φασαίου, εάν κινείται με την ίδια ευκολία έξω από τον φασαίικο κοινωνικό κύκλο, εάν έχει άλλα πράγματα και ασχολίες που τον γεμίζουν πέρα από αυτόν, δε μπορεί να χαρακτηριστεί εξολοκλήρου φασαίος.

- Πού 'σαι μαν μου? Πάμε Γκάζι το βράδυ?
- Μπα, όχι. Έχω βαρεθεί όλους τους φασαίους εκεί πέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και βεβαίως θηλυκό μακαρίτισσα, δεν έχουν μόνο οι γκόμενες μακάβριο χιούμορ :) Πιστεύω μάλιστα ότι η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε στο θηλυκό - ή μάλλον μπορώ να σας βεβαιώσω ότι εγώ την πρωτοάκουσα σε θηλυκό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καουμπόης. Ο βλάχος που δεν έχει βγει ποτέ απ'το χωριό, σπανίως βλέπει κάτι παραπάνω από τα βυζιά της αγελάδας του ή ο, τι άλλο ζωντανό έχει και το σιάζει και το γάλα που των αρμέγει, αλλά παράλληλα είναι ονειροπόλος. Τα όνειρά του άσπρα. Η συνείδησή του άσπρη. Η επίγνωση για την πραγματικότητα εκτός των στενών ορίων της δικής του κι αυτή λευκή και άγραφο χαρτί. Γενικότερα, ο αθώος, ο αγνός άνθρωπος που μπορεί ακόμη και σαν όλα τα καλά παιδιά να πίνει ακόμα γάλα, ο αφελής (επαρχιώτης στα μυαλά). Το κούτελό του είναι καθαρό και η συνείδησή του πανάλαφρη. Οι πιο περπατημένοι και παθιάρηδες χαρακτηρίζουν τους ολίγον τί φλωρίζοντες έτσι. Είναι ταπεινός, αλλά μπορεί ο όρος να περιγράφει και τον κακώς εννοούμενο βλάχο, το βλαχαδερό, τον (και κοινωνικά) καθυστερημένο.


1.- Να'τος ο Φανούρης! Κατεβαίνει την πλαγιά και θαρρεί πώς θα κατακτήσει τον κόσμο...
- Τρομάρα του... Λέει πως θα κατέβει στην πόλη να βρει νύφη! Μα κοίτα τόνε πώς κορδίζει!... Να χεστεί απ'τη χαρά του είναι έτοιμος!
- Είναι γαλατάς μεγάλος και θα τόνε πιάσουνε κορόιδο οι παστρικές κι οι αετονύχηδες... Πάει με όνειρα κι ελπίδες και θα του πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Δεν ακούει ότι δεν είναι γι'αυτά, για πονηριές... Άσ'τονε να πάθει για να μάθει!
2.- Είπα του Δημήτρη να περάσει από δω να μου δείξει πέντε πραγματάκια που δεν ξέρω με τούτο δω το μαραφέτι...
- Άσε με, μωρέ με κείνονα το γαλατά... Μα είναι δυνατόν να περιμένεις σοβαρή δουλειά απ'αυτόν τον ανισόρροπο; Θα σ'το χαλάσει και θα κλαις. Έτσι την πάτησα κι εγώ. Πήγαινε σε κάναν ειδικό καλύτερα...

Got a better definition? Add it!

Published

γαμάω τους περίεργους

"Πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι κάνεις;" ή "τι δουλειά κάνεις;"
Λέγεται συνήθως:
1. Όταν ο άλλος έχει καταντήσει τσιμπούρι με τις ενοχλητικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του και θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε με όχι και πολύ... ευγενικό τρόπο.
2. Χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών.

- Και δε μου λες, εσύ από πού τα ξέρεις όλ' αυτά και ανακατεύεσαι; Τι δουλειά κάνεις;
- Γαμάω τους περίεργους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οἱ ἰδιοκτῆτες σπιτιῶν μὲ πισίνες.

Μᾶλλον ἀπαξιωτικὸς χαρακτηρισμὸς αὐτῶν ποὺ διαθέτουν πολυτελεῖς κατοικίες μὲ πισίνα. Στὰ χρόνια τῆς ἐπίπλαστης εὐμάρειας ἀρκετοὶ ἀπέκτησαν τέτοια σπίτια συνήθως φοροδιαφεύγοντας, εἰσπράτοντας μίζες, ξεπλένοντας βρώμικο χρῆμα καὶ γενικῶς κάνοντας ὅλα ὅσα μᾶς ἔφεραν ἐδῶ ποὺ εἴμαστε σήμερα. Ἡ πισίνα ἦταν σῆμα κατατεθὲν αὐτῆς τῆς κατηγορίας τῶν συμπολιτῶν μας, σύμβολο ἐπείδειξης τοῦ νεοπλουτισμοῦ τους. Συνήθως δὲ, ἦταν μόνο γιὰ τὸ θεαθῆναι, μιᾶς καὶ τὴ χρησιμοποιοῦσαν ἀπὸ ἐλάχιστα ἕως καθόλου.

Οι άλλοι, οι έχοντες και κατέχοντες, οι πλούσιοι, οι μεγιστάνες, οι «πισινάδες» (εννοώ αυτούς που έχουν πισίνες στις επαύλεις τους, οι οποίες έχουν αεροφωτογραφηθεί, αλλά μας έμειναν οι φωτογραφίες!), τι κάνουν; ἐδῶ

Ἐξ ἄλλου δὲν εἶναι τυχαῖοι οἱ συνειρμοὶ ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὴ γενικὴ πληθυντικοῦ ὅπως: έγκαταστάσεις, συντηρήσεις, καθαρισμοὶ πισινῶν, μὲ ἀποτέλεσμα κάποιοι νὰ χρησιμοποιοῦν τὸν ἀδόκιμο ὅρο: πισίνων.

Η καταγραφή των αδήλωτων πισίνων άρχισε επί εποχής του κ. Δ. Γεωργακόπουλου (αποκαλούμενου και Γκάλθμπρέϊ), όταν αυτός ήταν γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών, επί υπουργίας του κ. Γ. Παπακωνσταντίνου.

Σύμφωνα με το λεξικό του Μπαμπινιώτη η γενική των πισίνων, χρησιμοποιείται από τους ομιλητές και γράφοντες για λόγους προφύλαξης, αντί του ορθού πισινών). ἐδῶ

Ἐτυμολογικῶς προέρχεται ἀπὸ τὴν πισίνα <βενετ. pissina < ιταλ. piscina "ιχθυοτροφείο" < λατιν. piscis "ψάρι" ἐδῶ.

Ἐδῶ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ποῦμε καναδυὸ πραγματάκια ἀκόμη. Κατὰ τὰ τέλη τῆς Ρωμαϊκῆς δημοκρατίας (περὶ τὰ μέσα τοῦ πρώτου αἰῶνα π.Χ.) πολλοὶ, στρατιωτικοὶ κυρίως, εῖχαν μαζέψει τεράστια πλούτη καὶ ζοῦσαν προκλητικὰ μέσα στὴ χλιδὴ.

Ἐκλεκτὰ εἴδη ψαριῶν ψαρεύονταν καὶ διατηροῦνταν ζωντανὰ σὲ δεξαμενὲς δίπλα στὴ θάλασσα μὲ προορισμὸ τὰ στομάχια τῶν καλοφαγάδων τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ διαβόητος Λούκουλος, ποὺ διέθετε, μεταξὺ ἄλλων, "ἐπαύλεις στὸ Tusculum καὶ στὴ Νεάπολη (σημερινή Νάπολη, στὸ νησάκι Castel dell'Ovo ἐδῶ). Ἡ τελευταία διέθετε δεξαμενὲς ψαριῶν ἐδῶ:

He had...villas around Tusculum and Neapolis. The one near Neapolis included fish ponds and man-made extensions into the sea...

Οἱ ἰδιοκτῆτες αὐτῶν τῶν ἐπαύλεων μὲ τὰ θαλάσσια ἐνυδρεῖα κατὰ τὴν Ρωμαϊκὴ ἐποχὴ ὀνομάζονταν πισινάριοι (λατιν. piscinarii) καὶ ἀποτελοῦσαν χαρακτηριστικὰ δείγματα ἐκφυλισμοῦ καὶ ἔκπτωσης τῶν ἀξιῶν, ποὺ ὁδήγησαν στὴν κατάλυση τῆς Ρωμαϊκῆς δημοκρατίας ἀπὸ τὸν Αὔγουστο λίγα χρόνια ἀργότερα.

Ὁ σύγχρονός τους Κικέρων, ἀναφἐρεται σ' αυτοὺς ὑποτιμητικὰ:

...οἱ πλούσιοι (ἐννοῶ οἱ φίλοι σου οἱ πισινάριοι) δὲν ἔκρυψαν τὴ ζήλεια τους γιὰ μένα. ἐδῶ:

Cicero...Rather cynically, he referred to these ancient fishkeepers as the Piscinarii, the "fish-pond owners" or "fish breeders", for example when saying that ...the rich (I mean your friends the fish-breeders) did not disguise their jealousy of me.

Ἡ ζωὴ (καὶ ἡ ἱστορία) κύκλους κάνει ἤ O tempora o mores, ποὺ θὰ ἔλεγε καὶ ὁ προαναφερόμενος.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τύπος που είναι χύμα, που κάνει, λέει και φέρεται όπως του 'ρχεται.

Τις πιο πολλές φορές είναι εύθυμος και πολύ κοινωνικός: η ψυχή της παρέας. Κάνει τους άλλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια με την ελαφρότητα, την πετριά, την ωραία τρέλα του που σκοπίμως αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις. Άλλες φορές μπορεί να χρησιμοποιείται και με αρνητική διάθεση για κάποιον που είναι ανοργάνωτος, δεν μπορεί να βάλει τάξη στη ζωή του, να βάλει σε τάξη τη ζωή του και είναι φελλός στον αφρό κι όσα παίρνει ο άνεμος. Ή πρόκειται για το ίδιο άτομο από δύο διαφορετικούς παρατηρητές που το περιγράφουν, ή και για δύο διαφορετικά άτομα.

Συνώνυμο: ο μποέμ.

- Πρέπει να βγεις οπωσδήποτε μαζί μας το βράδυ... Θα είναι κι ο Πάκης μαζί. Καλά τί να σου πω... Ο τύπος, εντάξει, είναι φοβερός! Θα πάθεις την πλάκα σου μαζί του!
- Είναι χαβαλές, κι έτσι;
- Τί χαβαλές... Τί πλάκες, τί κουβέντες, τί πειράγματα... Μες στην τρελή χαρά μονίμως! Χυμαδιό τελείως!

- Τί χάλια είναι αυτά; Οι κάλτσες στο γραφείο σου, η τσάντα σου στο ξύλο της κουρτίνας, τα ρούχα σου πεταμένα εδώ και κεί, χώρια τη σκόνη... Πώς είναι έτσι το δωμάτιό σου; Δε σ' αντέχω άλλο... Είσαι χυμαδιό εντελώς! Έλεος!
- Αυτό μ' εκφράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified