Further tags

Συνηθισμένο είδος υπάνθρωπου που εντοπίζεται συνήθως:
-Σε φωτιές παραλίας
-Σε σχολικές εκδρομές
-Κνίτικα παρεάκια
Ο τροβαδούρος λοιπόν κρατάει κιθάρα, ή ακόμα χειρότερα την ζητάει από κάποιον για «ένα τραγουδάκι», και θέλοντας να εντυπωσιάσει κάποιο θηλυκό καταπιάνεται μόνο με ελληνικό κλαψομούνικο ροκ της συνομοταξίας πυξ λαξ, κατσιμηχέσοι, μαχαιρίτσας, κότσιρας και άντε, αν θέλει να γίνει πιο ροκ, εεε, θα παίξει και λιγο βασίλη... Ο τροβαδούρος δυστυχώς αν δει οποιοδήποτε θηλυκό, όπως και αν είναι το καημένο, ενθαρρύνεται και συνεχίζει το κλαψομουνικο παραλήρημα σπάζοντας τ' αρχίδια σε οποιονδήποτε εντός ακτίνας 20 μέτρων... Πρόκειται για ένα ποταπό μίασμα που πρέπει είτε να τον σαπακιάζεις στο πρώτο ακόρντο η να του φοράς την κιθάρα κολάρο αν είναι δικιά του...

(Αρνούμαι να δώσω παράδειγμα γιατί αρνούμαι να γράψω λόγια από οτιδήποτε τραγουδάει αυτό το σκουλήκι!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο σαβουρογαμόσαυρος.

- Ο Τάκης είναι πολύ σαβούρης. Με όλα τα μπάζα έχει πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γλωσσού και πρηξαρχίδω γυνή, που δε βάζει γλώσσα μέσα. Δεινή κουτσομπόλα, με πολύ θράσος, που καλύτερα να μη σε πιάσει στο στόμα της. Είσαι από χέρι χαμένος σε κατά μέτωπο αντιπαράθεση.

Στα υπέρ (γι΄αυτήν και μόνο) το ότι σε βάζει στη θέση σου με πολύ φειδωλή χρήση μπινελικίων. Δεν αντέχεται, ειδικά αν πρόκειται για girl power περίπτωση. Hobby της το φτυάρι και το κατινάζ.

- Ω ρε μάνα μου, είπα στην κυρία Σόνια την από κάτω για τα σκουπίδια και έφαγα χοντρή ήττα... Με λύγισε... Μισή ώρα μού 'χωνε «Και ποιος είσαι συ που θα μου πεις για τα σκουπίδια, που τρέχει το λούκι σου, που φέρνεις στην πολυκατοικία κάθε καρυδιάς καρύδι»...
- Μην τα βάζεις μαζί της δικέ μου, είναι μεγάλη γλωσσοκοπάνα...
- Μού' φυγε ο τσαμπουκάς σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαθμοφόρος (υπαξιωματικός η αξιωματικός) του (πολεμικού) ναυτικού στην ιδιόλεκτο των κληρούχων (όσων υπηρετούν τη θητεία τους στο ναυτικό δηλαδή).

(Διάλογος μεταξύ ναυτών)
- Γιατί μαζεύτηκαν τα πιλάφια έξω;
- Θα 'γινε καμιά έκτακτη κλήση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χαρακτηρίζει το μαλάκα με ειδικό βάρος, που ειδικεύεται στις χοντρές μαλακίες. Μπορεί να μη σκοράρει πολλές μαλακίες ανά second αλλά όταν περάσει στη δράση, μένει αξέχαστος. Συνήθως σε ερώτηση.

- Που λες μιλούσαμε με τα γκομενάκια όμορφα κι ωραία και πετάγεται ο Στρατής κι αρχίζει τα γνωστά περί μεγάλου έρωτα, ειλικρίνειας και κολοκύθια τούμπανα. Περιττό να σου πω ότι σε δέκα λεπτά οι γκόμενες είχανε πάει γι' άλλα.
- Πάλι τα ίδια, μα καλά πόσα κιλά μαλάκας είναι;
- Εμ!; Τα γκομενάκια να πηδηχτούνε θέλανε...

Βλ. και μαλάκας πολλών μποφώρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιφούτης και κακομοίρης, ο μίζερος τσιγκούνης. Η λέξη προέρχεται από παλιά ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, στην οποία ο βασικός ήρωας είναι έμπορος λαδιού και απίστευτος τσιγκούνης, αν και υπερβολικά πλούσιος.

- Εντάξει, να νοικιάσουμε αυτοκίνητο, αλλά όχι το Hyundai, αφού είναι κατά 5 ευρώ ακριβότερο.
- Καλά ρε γερο-Λαδά, θα δώσουμε 5 ευρώ λιγότερα για να πάρουμε παλιό αυτοκίνητο σε πολύ χειρότερη κατάσταση; Μη τρελαθούμε τώρα... Με μισθό 3.500 ευρώ το μήνα, πώς μπορεί να είσαι τέτοιος γερο-Λαδάς;

Από τον ομώνυμο χαρακτήρα του μυθιστορήματος «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», του Νίκου Καζαντζάκη. Προφανώς ο φίλος εννοεί τη μεταφορά του βιβλίου σε σειρά στην κρατική τηλεόραση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει πάρει διαζύγιο και ο πρώην σύζυγός της ζει. Από τις πλέον παρωχημένες και σεξιστικές εκφράσεις της Νέας Ελληνικής. Παλαιότερα δε, προ 20-30 ετών, η ζωντοχήρα ήταν συνώνυμο της γυναίκας αμφιβόλου ηθικής, αφού αν και δεν υπήρχαν απτά στοιχεία, θεωρούνταν δεδομένο ότι γαμιέται. Για τον λόγο αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν και χωρισμένη, σύμφωνα με το Urban Legend της εποχής. Σπανιότερα ο όρος χρησιμοποιείται και στο αρσενικό.

- Ρε συ, πού είσαι χαμένος τόσους μήνες;
- Έχω βρει μια ζωντοχήρα και μ' έχει ξεπουτσιάσει φιλαράκι.
- Τι άλλο να πω, παρά ΚΑΛΑ ΓΑΜΗΣΙΑ!

(από krepsinis, 12/09/08)(από limadoros, 22/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση, η οποία περιγράφει τον πολλά βαρύ και χολωμένο άνθρωπο. Όταν κάποιος για οιονδήποτε λόγο θυμώνει και το δείχνει έντονα (ο λεγόμενος τζώρας), χρησιμοποιούμε τον όρο «το παίζει βαρύ πεπόνι».

- Πάμε να φύγουμε, δεν την παλεύω στο σπίτι μία. Μάλωσα με τη μάνα μου και δεν την αντέχω, μου το παίζει βαρύ πεπόνι από χθες και τα έχω πάρει.
- Κούλαρε ρε φίλε, η γυναίκα έχει περάσει τα ελέη του Χριστού.

(από panos1962, 18/11/09)Το Βαρύ Πεπόνι (Π. Τάσιος 1977) (από HODJAS, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.

- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified