Further tags

Φράση η οποία είναι ιδιαιτέρως εύχρηστη όταν κάποιος θέλει να δηλώσει το λιγοστό ή και ανύπαρκτο ύψος ενός άλλου, το οποίο παρομοιάζεται ποσοτικά ως 1 μέτρο και ένα μπουκάλι γνωστού σοκολατούχου ροφήματος.

- Μ' αρέσει που είπες στην Ελίνα να αλλάξει τη λάμπα που κάηκε. Αυτή είναι 1 και 1 milko!!!

Συνώνυμα: μισή μερίδα, μισοριξιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που βασικά χρησιμοποιείται για άτομα άξεστα που δεν ξέρουν να φερθούν και συμπεριφέρονται παρόμοια με το συμπαθές θηλαστικό.

Αυτός ο πιθηκάνθρωπος ο Νίκος, πάλι την πέταξε τη χοντράδα του. Ας τον επιστρέψει κάποιος στο τσίρκο... Τώρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γελοίο και αναξιόπιστο άτομο.

- Πήγα στο Υπουργείο να ρωτήσω τι χαρτιά χρειάζονται και έπεσα σε έναν φοβερό κλαπαρχίδη, ένα-ένα μου τά 'λεγε και με έκανε να πάω και νά 'ρθω πέντε φορές. Όλο κάτι είχε ξεχάσει να μου πει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε την τάση ενός ατόμου να προδίδει. Το καρφί, ο δοσίλογος.

- Του είπα τι έγινε χθες και το μοιράστηκε με όλο τον κόσμο ο Αρτέμης Μάτσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε γυναίκες κατά κύριο λόγο -αλλά και άντρες- οι οποίοι δεν είναι ιδιαίτερα θελκτικοί, το αντίθετο μάλιστα. Είναι όρος που χρησιμοποιείται είτε για πολύ άσχημα άτομα είτε για άτομα με ιδόρρυθμο στυλ και ντύσιμο. Πρβλ. μπάζο.

Η Σταυρούλα η Μ. είναι τρελό μπαζόλι. Ντύνεται σαν τυφλός χίπις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη (πούτσος + αρπάζω) η οποία παραπέμπει στο άτομο που δέχεται το συγκεκριμένο όργανο σε κάθε διαθέσιμη εσοχή του.

- Η Άννα είναι μεγάλη πουτσαρπάχτρα. Ρώτα όλη την παρέα να σου πει...

Βλέπε και ψωλαρπάχτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα (ή και ο άντρας) που αρέσκονται σε «αθλήματα» όπως η πεολειχία (το γνωστό τσιμπούκι) και διαπρέπουν σε αυτά.

- Ο σκύλος μου είναι μεγάλη πουτσογλείφτρα. (???!!!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που προτιμά ερωτικά τις γυναίκες, η λεσβία, η ομοφυλόφιλη.

Κοίτα τις τζιβιτζιλούδες που φιλιούνται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παράξενη ηλικιωμένη γυναίκα, με πολλά χρήματα που περηφανεύεται για αυτά, υποτιμώντας όλους τους άλλους. Ο όρος έχει μοναστηρακιώτικη προέλευση.

Η γκαζιέρα η Παπαδοπούλου πάλι κάνει επίδειξη το καινούργιο της αυτοκίνητο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλωτικά, σημαίνει την σερβιέτα, το πανί περιόδου. Συνυποδηλωτικά, όμως, σημαίνει τη γυναίκα-σίχαμα ή απλά μη αρεστή σε εμάς.

- Άι σιχτίρ ρε μουνόπανο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified