Further tags

Λολαδερή εκδοχή του αντιπροσώπου, εκφέρεται συνήθως με χλευαστική ή σκωπτική δίαθεση. Εκτός φυσικά από την μαρτυριάρικην μεγαλόνησον, όπου αποτελεί δόκιμη εκδοχή τση λέξης.

Εκ των αντί- και μουτσούνα.

Σε καλόν μας, ευτυμήσαμεν πάλιν.

1.
μου `στειλε τον αντιμούτσουνό του για να μου φέρει τα μαντάτα

2.
Γιατί τζιαι που λαλείτε, άμαν τζιαι πάτησεν το πόϊν του στην Αμερικήν, ελάμνισεν ολόϊσια για τον ΟΗΕ. Ητουν τζειμέσα τζι εσυνεδριάζαν οι αντιμούτσουνοι ούλων των χωρών του κόσμου για τον αφοπλισμόν.

3.
@Αππωμένη
χμμμμ 5% α; Τώρα να δούμεν πόσα εννα ζητήσει η Πρασινάδα για να γινεί αντιμούτσουνος εις τες Γιου Ες οφ Έϊ τζαι μιλούμεν :Ρ

4.
Παρεμπιπτόντως, όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφανος Στεφάνου συνομιλούσε με τον Αντρέα Πογιατζή στην έκτακτη αθλητική εκπομπή του ΡΙΚ μιλούσε συνέχεια για τις ελληνικές ομάδες. Παρά την υπόμνηση του Αντρίκου για ελλαδικές ομάδες, ο αντιμούτσουνος του Χριστόφια επέμενε στην αναφορά του για ελληνικές. Ε, όταν το λες τρεις συνεχείς φορές, μάλλον δεν πρόκειται περί γλωσσικού ολισθήματος, αλλά περί συνειδητής αναφοράς.

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται από το ευπώλητο μυθιστόρημα Pollyanna, που έγραψε το 1913 η Eleanor Porter (διαθέσιμο όλο εδώ) και περιγράφει την ζωή της Πολυάννας, ενός ορφανού κοριτσιού που παίζει το «παιχνίδι της χαράς» (που της είχε μάθει ο πατέρας της πριν πεθάνει), δηλαδή σε όσο δύσκολες και τραγικές συνθήκες και αν βρεθεί, προσπαθεί πάντα να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο (ακόμη κι όταν αυτό είναι εντελώς άδειο) και να βρίσκει έναν λόγο να είναι χαρούμενη, είτε διότι ουδέν κακόν αμιγές καλού, και η Θεία Πρόνοια θα βρει έναν τρόπο να χρησιμοποιήσει τις δυστυχίες για κάτι καλύτερο, είτε γιατί δεν συνέβηκε κάτι ακόμα χειρότερο. Κάτι δηλαδή μεταξύ Ιώβ και αντίστροφου Νόμου του Μέρφι ένα πράμα. Η επιτυχία των βιβλίων ήταν τέτοια, ώστε κυκλοφόρησαν συνέχειες, γνωστά ως Glad books, ενώ έχει γίνει και ταινία από τον David Swift το 1960.

Μια γλαφυρή σύνοψη του έργου δίνεται εδώ: «Το στόρι έχει ως εξής: η Πολυάννα είναι ένα δαιμονισμένο επτάχρονο σίχαμα (στον πρώτο τουλάχιστον τόμο, γιατί στους επόμενους προοδευτικά φτάνει σχεδόν μέχρι την κασέλα). Ένα κατατρεγμένο, αδικημένο, θεόφτωχο, πεντάρφανο, γκαντεμιασμένο και κακοποιημένο νιάνιαρο που, ενώ η σκληρή του μοίρα το χτυπά αλύπητα (μα πολύ αλύπητα), εκείνο επιμένει να χαίρεται σα μαλακισμένο –για την ακρίβεια, εφευρίσκει λόγους να είναι ευχαριστημένη σε κάθε δύσκολη περίσταση, εξ ου και η έννοια του περίφημου «παιχνιδιού της χαράς». Για να καταλάβετε για πόσο νοσηρό κόνσεπτ μιλάμε, έχουν πεθάνει ας πούμε όλα του τα αδερφάκια, πεθαίνει κατόπιν και η μαμά του, και το τερατάκι γυρίζει και λέει (κατόπιν νουθεσίας του μπαμπά-πάστορα) «είμαι ευχαριστημένη που ο καλός θεούλης πήρε τη μαμά μου στον ουρανό, για να φροντίζει τα αδερφάκια μου που τη χρειάζονται περισσότερο από μένα». Εν συνεχεία βέβαια ψοφάει και ο στοργικός πατέρας, αλλά η μικρή εκεί, πάλι βρίσκει μια μαλακία να την κάνει χαρούμενη, του τύπου «είμαι ευχαριστημένη που πέθανε μόνο ο μπαμπάς μου και δεν έγινε πυρηνική έκρηξη να καταστραφεί όλος ο πλανήτης». Και πάει λέγοντας, με αλλεπάλληλες δυστυχίες, δεινά, σεισμούς, λοιμούς, καταποντισμούς και τα λοιπά, που αδυνατούν φυσικά να κάμψουν το ηθικό της ηρωίδας, η οποία μεγαλώνει, πηδιέται, παντρεύεται, γεννοβολά, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο κάνει με αμείωτη πάντα ευτυχία και ικανοποίηση, στη βάση του συλλογισμού «είμαι ευχαριστημένη που με κουτσούλησε ένα περιστέρι, γιατί σκέφτομαι πως θα μπορούσε να με έχει χέσει πατόκορφα ένας βροντόσαυρος».»

Οι πιο καχύποπτοι θεωρούν την Πολυάννα ως επική αμερικλανιά, και ωσεκτουτού πολυάννα με την κακή έννοια λέγεται κάποιος ο οποίος έχει μια ψυχαναγκαστική διάθεση να είναι ευτυχισμένος και (χαζο)χαρούμενος, υπακούοντας έτσι σαν πρόβατο στην κατηγορική προσταγή του σύγχρονου καπιταλιστικού positive thinking, που είναι «να 'σαι αισιόδοξος», όπως ήταν παλιότερα το λακανικό «jouis!» («ηδονjίσου»). Όλα τα παραπάνω θεωρούνται κατ' ουσίαν ως μια καπιταλιστικά μεταπλασμένη ηθική που έχει πέραση σε κάθε λογής Προτεσταντίες (κατά το Μπανανίες).

Ιδιαίτερο, όμως, ενδιαφέρον έχει η πρόσφατη αρκετά μεγάλη διάδοση του όρου στην Ελλάδα της κρίσης. Την χρησιμοποιούν κυρίως αριστεροί ή και άλλοι «αντισυστημικοί» για να καυτηριάσουν κάποιον δεξιό, ΠΑΝΔΟΚ ή απολίτικο κεντρώο, ο οποίος είναι αισιόδοξος με ψυχαναγκαστικό τρόπο ή και κηρύττει την ανάγκη να είμαστε αισιόδοξοι. Το τελευταίο γίνεται στο πλαίσιο μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας χαρακτηριστικής του μετανεωτερικού καπιταλισμού στον οποίο η αισιοδοξία έχει επιτελεστική ικανότητα, δηλαδή όχι μόνο δημιουργεί μια θετική αύρα, αλλά επηρεάζει τους επενδυτές, δημιουργεί ένα καλό κλίμα για επενδύσεις και ανάπτυξη κ.τ.λ. Αντιθέτως, η μίρλα έχει επίσης την δυνατότητα αυτοεκπληρούμενης προφητείας, αφού ο καπιταλισμός έχει σε μεγάλο βαθμό ψυχολογοποιηθεί, λ.χ. μια κακή είδηση, «είδηση» ή πρόβλεψη μπορεί να διώξει επενδύσεις, να εκτινάξει spreads κ.ο.κ.

Για τους παραπάνω λόγους, οι πιο συστημικοί- μνημονιακοί μπορεί να κάνουν παρακλήσεις τύπου ειρωνικός Μίσσιος «χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε;», ενώ οι αντισυστημικοί αριστεροί χρησιμοποιούν τον όρο πολυάννα για να χλευάσουν αυτήν την στάση ζωής που συνίσταται στο να είμαστε προγραμματικά αισιόδοξοι από τρόμο μήπως η απαισιοδοξία φέρει χειρότερη καταστροφή λόγω της ψυχολογικής φύσης του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο όρος πολυάννα επεκτείνεται και εναντίον απολίτικων ακτιβιστών και κάθε είδους χιπστερικού που αναζητεί καλή αύρα, καλό κάρμα, επανεύρεση του μότζο κ.ο.κ. Επίσης μπορεί να περιγράψει και κοελογκόμενες που με ένα κράμα γοητευτικής ψευδοαφέλειας και ξετσίπρωτου αριβισμού προσπαθούν να προκαλέσουν το σύμπαν να συνωμοτήσει υπέρ τους ή απολίτικες Μαρίες Αντουανέτες με αισιοδοξία τ. Paris Hilton.

Οι συστημικοί απαντούν με αντώνυμους χλευαστικούς όρους για τους προφήτες της καταστροφής, όπως το κλασικό Κασσάνδρα ή τα πιο πρόσφατα προφήτης Βαρουφακιήλ ή προφήτης Μπαρουφακιήλ με τα οποία σατιρίζεται ως βιβλικός προφήτης συντέλειας ένα είδος οικονομολόγου με έφεση στην καταστροφολογία, καθώς ο Γιάνης Βαρουφάκης. Μπορεί ακόμη και να πανηγυρίσουν τον όρο πολυάννα ως το αντίθετο της μίρλας και της κακομοιριάς που θεωρείται ως ένα ίδιον του καζαντζίδη Ελληνάρα που ζέχνει αριστερίλα και συριζορθοδοξία και από το οποίο πρέπει να απαλλαγούμε στον δρόμο για την ανάπτυξη.

Μπορεί επίσης να έχουμε και ειρωνική πολυάννα, όπως εδώ.

  1. Έχει γεμίσει το news feed μου με Πολυάννες του Σαμαροβενιζελισμού. [...] Φαίνεται ότι η σημερινή Ελλάδα είναι ευνοϊκό έδαφος για να επιβιώσουν θύλακοι Πολυαννισμού. Και είναι φυσικό. Ο Πολυαννισμός στην ουσία λέει «αν δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο, άλλαξε τον τρόπο που βλέπεις τον κόσμο». Αναπτύσσεται λοιπόν ευκολότερα εκεί που τα προβλήματα είναι πιο δυσεπίλυτα. Όταν λοιπόν η ελληνική κυβέρνηση αποτυγχάνει να λύσει τα προβλήματα, δεν της μένει παρά να προσπαθήσει να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Να προσπαθήσει να μας κάνει Πολυάννες. Και, προς έκπληξή μου, στον τομέα αυτό σημειώνει αρκετές επιτυχίες. (Από το Φέισμπουκ).

2. Κασσάνδρες και Πολυάννες. Ποιους να πιστέψεις, όταν μιλούν για το μέλον της ελληνικής οικονομίας;

3. «Και γιατί, ρε φίλε, είναι κακό που αυτή τη διέξοδο του την έδωσαν οι atenistas; Σου πήραν πελατεία απ’ τις ντουντούκες και τις πορείες; Σου τη σπάει που είναι ακομπλεξάριστες, φρέσκες φατσούλες που δεν τους εκφράζουν τα μπάχαλα και οι πορείες;» Χαίρομαι που μου κάνατε αυτή την ερώτηση γιατί είναι ωραιότατη γέφυρα για να αναφερθώ στην αγαπημένη μου –μέχρι στιγμής– δράση των atenistas: δύο μέρες πριν την επέτειο της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου, με τη μισή αστυνομική δύναμη επί ποδός ενόψει πορείας και πιθανών επεισοδίων, οι Πολυάννες των atenistas καθάριζαν «κομμάτι της Πατησίων απ’ τις αφίσες και τα συνθήματα».

4. Μήπως όλες έχουμε μετατραπεί σε σύγχρονες Πολυάννες; Να χαμογελάς συνέχεια. Να μην «ακούγεσαι». Να μην ενοχλείς. Να είσαι μια μικρή κυρία. Να μιλάς μόνο όταν σου απευθύνουν το λόγο. Να φροντίζεις τους άλλους. Να μη γίνεσαι φορτική». Ακούγεται σαν απόσπασμα από βιβλίο καλής συμπεριφοράς του 19ου αιώνα. Παρ' όλα αυτά είναι οι φράσεις που όλες οι γυναίκες ακούμε από τότε που αρχίσαμε να κοινωνικοποιούμαστε παίζοντας στον παιδικό σταθμό με τα άλλα καλά κοριτσάκια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πρωτάρης, ο καινούργιος, ο ψαρωμένος.

1.Μην τον παρεξηγείς μωρέ ασούλης είναι και κομπλάρει...
2.Άραξε ρε ασούλη ακόμη δεν ξεκίνησες... Πήρες και τον αμανέ ψηλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επικρατεί μια πολυφωνία απόψεων για τις ρίζες της λέξης. Ίσως κατά μια εκδοχή είναι σύνθετη λέξη από τις αγγλικές fuck(γαμάω) & lane(σοκάκι). Μας την άφησαν παρακαταθήκη μετά την κατοχή τα Αγγλικά στρατεύματα. Η καλντεριμιτζού. Κατά μία άλλη άποψη η λέξη φακλάνα υπήρχε στην Ελληνική γλώσσα μιας και η λέξη αναφέρεται και πριν το 1900 και χαρακτηριστικά σε ποίημα του σατυρικού ποιητή Γεωργίου Σουρή, το «Τραμπουκολόγιον»:

« [...]μὰ σοὔχει ἡ φακλάνα στὴ μέση μιὰ χωρίστρα,
σοῦ ἔχει κἄτι φρύδια καὶ κἄτι μαῦρα μάτια![...] »

Λέγεται δε ότι η λέξη είναι τόσο παλιά που μάλιστα προϋπήρχε στην Ελληνική γλώσσα από τους μεσαιωνικούς χρόνους.

  1. Η έννοια με την οποία χρησιμοποιείται στις μέρες μας (η οποία διαφέρει κατά πολύ). Κατέληξε να σημαίνει την χοντροκώλα, την έχουσα πληθωρικό κώλον γυναίκα και έντονες καμπύλες. Το νταρντανοchubby ή/και BBW. Ενίοτε και το μπάζο.

  2. Με την κατάληξη -ς,(Φακλάνας, ο), αρσενικό. Για άντρες χοντρούς και ίσως και θηλυπρεπείς (χοντροί λούγκρες, τσάτσοι σε μπουρδέλα βαρέων βαρών κ.α.).

1 & 2. - Ωραίο πρόσωπο το Λιζάκι έτσι; - Ωραίο πολύ αλλά και το Λιζάκι πολύ φακλάνα ρε παιδί μου.

  1. - Τί μας είπε ρε; Να φύγουμε και να ξαναγυρίσουμε σε κανά μισάωρο ο τσάτσος γιατί η ταναπού δεν είναι έτοιμη; - Ρε γάμησέ τον τον φακλάνα. Πάμε απέναντι.

(από Mpiliardakias, 10/04/14)(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τσιγκούνης που έχει καβούρια στις τσέπες του.

Σιγά μην κάνει ανακαίνιση στο σπίτι του. Αφού τον ξέρεις τι καβουροτσέπης που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πριν γίνει ο ακριβής ορισμός της λέξης «λιγδοτάγαρο» σκόπιμο κρίνεται να αναλυθεί η κάθε χρήση κυριολεκτική ή μεταφορική της λέξης «ταγάρι».

  1. Σύνθετη λέξη από τις λέξεις λίγδα & ταγάρι. Το ταγάριον (ο τορβάς) εκ της Τουρκικής torba είναι σακίδιο υφασμάτινο, συνήθως παρδαλό (αλλά και διακριτικό μονόχρωμο μαύρο για πιο goth και underground γούστα) φοριέται στον ώμο εναλλακτικά σαν τσάντα αλλά συνήθως από γυναίκες hippie και κνίτικης κουλτούρας (βλ. [ταγάρω], [ταγάρι] κατά ironick για λεπτομερέστερη περιγραφή των εξωτερικών της χαρακτηριστικών).

  2. Ταΐστρα που χρησιμοποιούσαν παλιοί και σκληροπυρηνικοί ερασιτέχνες κτηνοτρόφοι που επέμεναν στον παλιό καλό παραδοσιακό (και φτηνιάρικο) τρόπο ταΐσματος των πτηνών τους συνήθως κτλ. Ουσιαστικά συνηθίζονταν πολλές φορές να λένε «ταγάρι» τον πάνινο σάκο/τσουβάλι της τροφής που κρέμαγαν σε μια αλυσίδα στα κοτέτσια για να τρώνε οι κότες από μια οπή ή μια πλαστική/inox ταΐστρα που προσαρμόζονταν στην άκρη του ταγαριού (σάκου/τσουβαλιού). Έχει εκλείψει στις μέρες μας και έχει αντικατασταθεί από σύγχρονες ξύλινες, πλαστικές και inox ταΐστρες.

  3. Λόγω του ιδιαίτερου χρωματικού τόνου της λέξης αποδίδεται πολλές φορές από έναν επαρχιώτη (αλλά όχι απαραίτητα) προς έναν άλλον επαρχιώτη για να του αποδώσει τον χαρακτηρισμό του άξεστου, του αγενή, ή του αργόστροφου κτλ.

Λιγδοτάγαρο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η πιο βρώμικη εκδοχή των περιπτώσεων 2 & 3. Αλλά περισσότερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην περίπτωση 1. Όμως επειδή θα μπορούσε να αποδοθεί και στο υποκείμενο αλλά και στο αντικείμενο θα χωριστεί η ανάλυση σε δύο σκέλη.

α) Αυτή του ταγαριού της κνίτισας/χίπισσας γκόμενας δηλαδή. Συνήθως οι καθημερινότητα αυτής της τύπισσας αλλά και το νοικοκυριό της είναι ανύπαρκτο(ακόμη κι αν βρίσκεται σε μιλφόνιο ή ματσούριο στάδιο μιας και το έχει αναλάβει η μητέρα της). Το ταγάρι που φέρει στον ώμο της για την μεταφορά των απαραίτητων(τσιγάρα, χασίς, προφυλακτικά, make up κτλ.) αν είχε φωνή θα ζητούσε να μπει στο πλυντήριο μιας και η τύπισσα αυτή βαριέται ακόμα κι από τον ώμο της να το βγάλει και να το δώσει με τα υπόλοιπα βουνά απλύτων που έχουν μαζευτεί στο δωμάτιό της για να το πλύνει η μητέρα της(μιλάμε για άχρηστη μέχρι το τελευταίο κύτταρο). Το αποτέλεσμα είναι να έχει γίνει από την λίγδα και την μάκα αδιάβροχο και τελικώς λιγδοτάγαρο.

β) Αυτή της παρομοίωσης του λιγδοτάγαρου με την χίπισσα/κνίτισα γκόμενα μιας και τα underground στέκια και παρέες με τις οποίες συχνάζει είναι πέρα για πέρα άγνωστα με τους κανόνες υγιεινής. Συνήθως για κολλητούς ή γαμιάδες επιλέγει αναρχοάπλυτους που έχουν να κάνουν μπάνιο και να ξυριστούν από την εποχή του Νώε, πάσχοντες από οξεία μασχαλίτιδα και με κοινά ενδιαφέροντα τα πολιτικά ή/και την κατανάλωση χασίς. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της τύπισσας σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη καθαριότητας πάνω της, στον χώρο της ή στα άτομα που συναναστρέφεται της χαρίζουν bonus μάκας/λίγδας και την πιο hardcore εκδοχή του ταγαριού, εκείνη του λιγδοτάγαρου.

- Πωπω ρε φίλε αυτές οι γκόμενες στα Εξάρχεια με τα ταγάρια και τα πολύ μεγάλα περίεργα τσιγάρα είναι το χειρότερό μου. Τι ταγάρι ήταν αυτό που μας κοίταζε με την παρέα του ρε...
- Τι ταγάρι ρε, λιγδοτάγαρο να πούμε.

(από Mpiliardakias, 10/04/14)(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ποταπός, ο άθλιος, ο ελεεινός.

  2. Κακό πνεύμα. Δαίμονας. Aναφέρεται πολύ στην Κόλαση του Δάντη να καταδιώκουν τον Δάντη και τον Βιργίλιο.

  1. - 'Oλο οι ίδιοι κι οι ίδιοι κυβερνούν τον τόπο πώς να σταματήσει η κατρακύλα με τέτοιους αχρείους στο τιμόνι;

  2. « Aυτοί οι δαίμονες έχουν γελοιοποιηθεί και έχουν υποστεί προσβολή και τον τραυματισμό [...] τώρα οργή ​​προστίθεται στο φυσικό τους σπλήνα και θα κυνηγήσουν τον Βιργίλιο και τον Δάντη κάτω, όπως τα λαγωνικά τον λαγό. »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλυκό ή/και ουδέτερο άκλιτο. Χαϊδευτικό, φιλικότερο και ευγενικότερο προς τις ιδιαιτερότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα των εν λόγω ατόμων στο άκουσμά του από το εκχυδαϊσμένο τραβέλι.

Από το άκλιτο (αρσενικό ή/και θηλυκό) τραβεστί εκ του Γαλλικού «travesti» και Ιταλικού «travestire» (vestire/ντύνομαι).

Άρρεν που ντύνεται (και ικανοποιείται με το να ντύνεται ή/και να κυκλοφορεί και δημοσίως) με γυναικεία ρούχα, ο παρενδυτικός.

- Όταν λες φίλη εννοείς τίποτα καμιά τράβυ;
- Όχι γυναίκα καλέ. Καλέ Χριστός και Παναγία!
- Πωπω αυτό μου ενισχύει αυτό που είπα περισσότερο! Καλέ Χριστός κι Αποστολάκης!

(Από εκπομπή του Γιώργου Γεωργίου)

(από Mpiliardakias, 09/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άξεστος, επαρχιώτης, χωριάτης, αμόρφωτος. Μια από τις πολλές επιτατικές μορφές του λήμματος βλάχος. Στρούγκα είναι ο πρόχειρα περιφραγμένος χώρος για το άρμεγμα γιδοπροβάτων.

Σημειώνω γενικώς ότι η λέξη «βλάχος» με τις άνω υποτιμητικές σημασίες φαίνεται να χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο στην Αθήνα από ό,τι στην Βόρεια Ελλάδα - για αλλού δεν ξέρω.

Βλ. και μουρτζόβλαχος, μπουρτζόβλαχος, μπαστουνόβλαχος, τυρόβλαχος, διαστημόβλαχος, σκατίβλαχος, καμπόβλαχος.

  1. Από εδώ:

Είμαι πολύ επιφυλλακτικός αν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην Ελλάδα, γιατί εδώ καιροφυλακτεί ο στρουγκανόβλαχος, κάγκουρας, Έλληνας easy driver, έτοιμος να παραβιάσει τα πάντα.

  1. Από εδώ:

Τι υποκρισία σε αυτή τη χώρα..ο στρουγκανόβλαχος αγράμματος φοροφυγάς ταξιτζής (απλό παράδειγμα) με το ακίνητο στη γλυφάδα είναι τίμιος αγωνιζόμενος λαουτζίκος και ο παπανδρέου ειναι είναι κατάπτυστος επειδή χάλασε 200 ευρω σε ταβέρνα...

Got a better definition? Add it!

Published

Στρατιωτικός σύνθετος όρος από τις λέξεις παμπάλαιος και λέ (κατάληξη από το λελέ), που απαντάται κυρίως στα σώματα του Στρατού Ξηράς.

Ο πραγματικός παμπαλέπαμπαλές) είναι η σειρά απολύσεως και οι μέρες του υπολοίπου του είναι αξιοζήλευτες από τους ημιπαλιούς και φυσικά τους νέους. Χωρίς αυτό να αποκλείει συχνά πυκνά του φαινόμενο του σφετερισμού του συγκεκριμένου επιθέτου και της τάσεως στον ΕΣ του αυτοχαρακτηρισμού ως παμπαλέ από κάποιο πουστόνεο, που μόλις έβαλε την πρώτη του σειρά μέσα, ήπιε μια γουλιά δηλαδή και μέθυσε απότομα από το ποτήρι της παλαιοσύνης του λέουρα.

Οι υπηρεσίες που χτυπάει ο παμπαλέ όταν και όποτε είναι το θαλαμοντόγκινγκ, η διαρκής έξοδος κτλ. Φυσικά υπάρχουν και έχουν αναφερθεί αρκετές περιπτώσεις ατυχέστατων παμπαλέ που χτυπούν σκοπέτα και αγγαρείες λίγες ημέρες ή ακόμα και την τελευταία ημέρα πριν την απόλυση. Θέμα δίκα (διοικητή), ατυχών συγκυριών/κακοδιαχείρισης των υπηρεσιών από την επόμενη σειρά απολύσεως, αλλά και «εκδικητική χολή» των τελευταίων ημερών (απωθημένα για πιθανά σοβαρά χωσέ που έφαγε από τον παμπαλέ) από πρώην ημιπαλιό και νυν σειρά απολύσεως προς τον παμπαλέ μιας και ο παμπαλέ βρίσκεται πλέον σε στάδιο πολίτη και δεν έχει χρόνο και διάθεση, ούτε να βάλει στην θέση του τον ασεβή ημιπαλιό, που την είδε πριν την ώρα του και του γάμησε τις τελευταίες υπηρεσίες (εάν και εφόσον ο παμπαλέ ξέμεινε από άδειες απολύσεως κτλ.).

- Ποιός θα μπει εστιατόρια ρε φίλε το μεσημέρι αύριο; Δεν βγαίνουν οι υπηρεσίες. Βάλε τον Γιάννη αύριο.
- Τον Γιάννη;;; Δεν έχεις ιερό και όσιο ρε φίλε; Ο Γιάννης είναι παμπαλέ 15 κουσού, δεν τον αγγίζει ούτε ο άνεμος στην μονάδα! Νέος θα μπει πάλι!

(από Mpiliardakias, 08/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified