Further tags

Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).

  1. Ρε παπάρα που δεν σε χωράνε τα ρούχα απο το πάχος, που έχεις να γαμήσεις από την εποχή που ο Νώε μάζευε τα μαϊμούδια για να διασώσει το είδος σου, πας να το παίξεις γαμιάς και πλούσιος ρε ρετάλι από τελευταίο ύφασμα μαγαζιού σε εκποίηση στα παιδάκια εδώ μέσα και να αποδείξεις ότι αν έχει κάποιος λεφτά πηδάει κάθε παρταλογκόμενα ξεκωλοδευτεράντζα, σαν αυτές που συναναστρέφεσαι και βαπτίζεις "μουνάρα" στα βαθιά σου όνειρα μετά από χρήση των ψυχοφαρμάκων που ρουφάς; Ζώο!. Ούτε αυτές δεν σου κάθονται, που είναι οι φώτο ρε ταμτάκο που έταζες; (Από βρις-οφ στο μπου).
  2. Είναι μια παρταλογκόμενα που μόνο αν ήσουν 10 χρόνια ναυαγός σε νησί του Ειρηνικού θα σκεφτόσουν να την πηδήξεις. (Από βρισ-οφ σε σόσιαλ μήδεια).
  3. Η καθε παρταλογκόμενα που την κάνει από την Φλώρινα και πάει Ξεσσαλονίκη ειτε για Σ/Κ είτε για να σπουδάσει και μας σπάει τον πούτσο με Check Ins και φωτογραφίες από το πόσο γαμάτα περνάει και πόσο χαίρεται που είναι στην γαμώπολη, ας της πει κάποιος ότι πρώτον είναι σαν να την έκλασε δεινόσαυρος όταν κάνει ντάκφεϊς και γράφει από πάνω "με τα φρεντουλίνιαζ μου" (καλά μακράν χειρότερο είναι όταν βγάζει φωτό με φόντο τον Λευκό Πύργο και γράφει "Εμένα αγάπη μου, δεν θα με κάνεις ποτέ να κλάψω") και δεύτερον, να μην δείχνει πόσο αγάμητη παρθένα είναι και ήρθε στη Θεσσαλονίκη να γαμηθεί από το χωριό της το αρμενο-αμμοχώρι και κάθε φορά που βλέπει γκόμενο που δεν βρωμάει σαν στάβλος, στάζει το μουνί της μέλι. Γκόμενα της πούτσας που νομίζεις ότι έγινες κάποια, τράβα μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο μωρή αρκουδιάρα. (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει την μεγάλη σε έκταση, επική αφήγηση. Για παράδειγμα, εδώ και μόλις προχθές, ολοκληρώθηκε -αν είναι ποτέ δυνατόν- η "Σάγκα του Λούμπεν" και τώρα, απ' ό,τι μπορώ ν' αντιληφθώ, είναι σε εξέλιξη η "Σάγκα (omg και WTFF) της Δομινατρίχης".

Στην κυριολεξία είναι μεσαιωνική ισλανδική μακριά αφήγηση ή εξιστόρηση, σε πεζό λόγο (έπος), πολλών και διαφορετικών μπλεγμένων μεταξύ τους ιστοριών –μυθολογικών και μη, για τα ηρωικά κατορθώματα περασμένων εποχών, για τα πρώτα ταξίδια των Βίκινγκ, για την μετανάστευση στην Ισλανδία και για διαμάχες μεταξύ Ισλανδικών οικογενειών. (βικυ).
Από το ισλανδικό sögur.

‘Σάγκα του Βασιλιά Χάραλντ’ Η Σάγκα του Χάραλντ Σίγκουρντσσον, στρατιωτικού διοικητή στην υπηρεσία του Βυζαντίου, βασιλιά της πατρίδας του Νορβηγίας και, στο δειλινό της ζωής του επίδοξου μονάρχη της Αγγλίας
«Η σάγκα της Κομιντέρν»

  1. Ο Μανές Σπέρμπερ (...) το 1938, εν μέσω των σταλινικών εκκαθαρίσεων, τα
    βρόντηξε και «έφυγε» από το κόμμα απογοητευμένος (ή αηδιασμένος, όπως το πάρει κανείς). Η αποχώρηση του αυτή του έδωσε την ευκαιρία τη δεκαετία του 1940 να ολοκληρώσει ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: τη λογοτεχνική τριλογία με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία ονόματι «Δάκρυ στον ωκεανό», όπου ένας άλλος «μεγάλος» αποχωρήσας του κόμματος, ο Άρθουρ Καίστλερ, έμελε να αποκαλέσει «Η σάγκα της Κομιντέρν». (taneatoubelgiou)

  2. Με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις, η οικογενειακή σάγκα του Ν. Θέμελη αρχίζει από τα χρόνια του Εμφυλίου και καταλήγει στο 1990. Χωρισμένη σε τέσσερα επεισόδια - «Εκδοχές ονείρων», όπως συστήνεται το βιβλίο, που αντανακλούν ισάριθμες πτυχές της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, η διαδρομή της πρωταγωνιστικής οικογένειας μοιάζει με αυτήν ολόκληρης της χώρας. (εδώ)

  3. Ενδιαφέρον ημέρας 2 - Επιχειρήθηκε κυβερνητική απεμπλοκή από τη σάγκα της Αμφίπολης: Νίκησε η αρχαιολογία κτλ (κατά το νίκησε το ποδόσφαιρο) (εδώ)

  4. Οι Ισλανδοί Βίκινγκς απάντησαν με «Σάγκα» στην Τρόικα, να βγάλουμε και εμείς τη «λύρα» να τους τα ψάλλουμε… (εδώ)

Τέλος, διάσημο και 'απολύτως' εθιστικό online παιχνίδι είναι το Candy Crush Saga:

Ο οκανά και το 18 Ανω ανακοίνωσε νέο πρόγραμμα για την επιδημία εξάρτησης απο το κάντυ κρας σάγκα που μαστίζει τους νέους. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπανεύκολο λολοπαίγνιο για το Μνημόνιο που λέγεται συχνά σαχλοποιώντας μια κατά τα άλλα δραματική συζήτηση για την οικονονομικοπολιτική κατάσταση της χώρας μας.

Επίσης, αυτός που θεωρεί ότι το Μνημόνιο δεν είναι και τόοοοσο κακό πράγμα, ότι έχει και καλές ρυθμίσεις, και ότι εν πάση περιπτώσει το Ελλαδιστάν για να γίνει Μεταρρυθμιστάν χρειάζεται να γίνει πρώτα Μνημονιστάν. Γενικότερα, εφόσον το μνημόνιο- αντιμνημόνιο είναι ο νέος διχασμός της χώρας μας (μετά τα Πασόκ-ΝΔ, Δεξιός- Αριστερός, παλαιοελλαδίτης- τουρκανάκατος, βασιλικός- βενιζελόμουτρο, κάτω ή πάνω απ' το αυλάκι, κλεφταρματολός ή ψαλιδόκωλος, ενωτικός ή ανθενωτικός και ταλιμπάν), έχουν εφευρεθεί και οι αντίστοιχες πολιτικές σλανγκιές. Λ.χ. οι μνημονιακοί λέγονται μνη στα πολιτικά κομμέ (θυμίζει μνι βασικά, μάλλον όχι τυχαία), ή πιο υβριστικώς μνημονόπανα και μνημούνια. Το τελευταίο σημαίνει ότι είναι και μουνιά / μουνάκια (τ. λαμο-γελάς, μουνάκι;). Θεωρούνται, επίσης, ως οι νέοι ενωτικοί στο νεο-βυζαντινιστάν. Από τους αντιπάλους τους συμφύρονται με τους νεοφιλελέδες, αν και οι αυθεντικοί φιλελέδες μάλλον θα ήταν εναντίον του τρόπου με τον οποίο πραγματώθηκαν (#not) οι μεταρρυθμίσεις από τους σαμαροβενιζέλους (ή και τους τσιπροκαμμένους ίσως στο μέλλον), ενώ και αντιστρόφως πολλά μνημούνια θέλουν ισχυρό κράτος και κράζουν τα φιλελέδια ως αιθεροβάμονες. Σε κάθε περίπτωση, λίγοι είναι αυτοί που θα πανηγυρίσουν το ότι είναι μνημονιακοί, παρόλο που υπάρχουν κι αρκετοί τέτοιοι τσεκουράτοι που τα λένε έξω απ' τα δόντια. Οι περισσότεροι θα αυτοχαρακτηριστούν ως ευρωπαϊστές. Από την άλλη, είναι οι αντιμνή στα κομμέ, αυτοί που πουλάνε αντιμνημόνιο, αυτοί που στο δίλημμα μνημούνια ή κομμούνια μάλλον θα προτιμούσαν το δεύτερο σκέλος, οι ανθενωτικοί του νεορωμιοσυνιστάν.

  1. Ξανά μανά, στους δρόμους, μνημούνια αυτοί, μάζωξη εμείς. Τι ρίξανε προχθές πάλι; Σιωνιστικό πράμα ήταν, ακόμη με τσούζουν τα μάτια. (Ksipnistere, παραδόξως με μικρογράμματη γραφή).
  2. Νά ἐξαθλιωθοῦμε πρό κειμένου νά συνειδητοποιήσουμε πώς σέ καμμίαν τῶν περιπτώσεων δέν μᾶς φταῖνε τά μνημόνια καί τά μνημούνια; (Πολυτονιστής που τον κόβω για μνη, εδώ).
  3. Στις δύο του Ιούνη με ξαναλές Μνημούνι. (Μπλογκ-άκης).
  4. Όλοι οι νεοφιλελεύθεροι τα μνημούνια μαζεύτηκαν εκεί. Μη σκοτώνετε τα κουνούπια. Αλλοι σας πίνουν το αίμα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πολιτική σλανγκ επιρροή είναι ο άνθρωπος που ακολουθεί και επηρεάζεται από μία πολιτική οργάνωση χωρίς να είναι ενταγμένος σε αυτή. Για να χαρακτηριστεί κάποιος επιρροή μιας οργάνωσης δεν αρκεί απλά να τη συμπαθεί (συμπαθών) αλλά απαιτείται και ένας βαθμός σταθερής παρουσίας σε κινητοποιήσεις της. Πρέπει να σημειωθεί ότι η λέξη χρησιμοποιείται και για να δηλώσει πολιτικό επηρεασμό και από συγκεκριμένο άτομο, όχι απαραίτητα δηλαδή οργάνωση.

1) Αύριο έχουμε πορεία, να βρούμε από σήμερα όλες τις επιρροές μας!
2) Στο πανεπιστήμιο ήμουν επιρροή της ΠΑΣΠ. Τώρα σύριζα χαλαρά!
3) Μεγάλη μορφή ο Μήτσος, πρέπει να έχει πάνω από πενήντα επιρροές ο θεούλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκική ασθένεια που προκαλείται από την υπερβολική αγάπη.

Λέγεται ειρωνικά σε διάφορες περιπτώσεις. Λ.χ. σε μια σεξιστική εκδοχή χρήσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άντρακλες, που θεωρούν ότι μια γκόμενα έχει περιπέσει σε υπερβολή γουτσισμού και μιλάει καθ' υπερβολή με εκφράσεις όπως μωρουλίνι, φρεντουλίνι, αγαπουλίνι κ.τ.ό. Όμως άντρας είναι αυτός που έπαθε αγαπουλίαση και δεν του άρεσε, δηλαδή εντάξει θα περάσει μια φάση ο άντρας που θα του αρέσει η αγάπη μιας γυναίκας, αλλά άμα μείνει υπερβολικά κολλημένος σε αυτήν την αγάπη και στα γουτσιστικά παραφερνάλια θα γίνει μουνοείλωτας, οπότε λέμε ναι στην αγάπη, αλλά όχι στην αγαπουλίαση άκα στηρίζουμε την αγάπη, ελέγχουμε την αγαπουλίαση. Η τελευταία θα σημαίνει ότι θα παρατάς τις αντρικές παρέες σου για να κάνεις παρέα μόνο με τη γυναίκα σου, θα τα βλέπεις όλα καρδούλες όπως κι αυτή κ.τ.λ. Κι αν μια γυναίκα είναι σε κάποιο βαθμό συγγνωστό να πάσχει από αγαπουλίαση, για έναν άντρα από κάποιο σημείο και πέρα είναι φλωριά. Βεβαίως, η αγαπουλίαση μπορεί να είναι κάααπως πιο συγγνωστή σε έναν άντρα αν δεν είναι πάγια στάση ζωής, αλλά τακτική επιλογή έως την επίτευξη στρατηγικού στόχου.

Πέρα από αυτή την κάπως σεξιστική τζέντερ τοποθέτηση, υπάρχουν πολλές συμπεριφορές και πεδία όπου μπορεί να κολλήσει κανείς τον ιό της αγαπουλίασης. Λ.χ. ακούγοντας έντεχνο τραγούδι, (ή αραπησιάρικα), δραστηριοποιούμενος σε Κοινωνικά Μέσα Δικτύωσης, με το να βάζεις υπερβολικά πολλές καρδούλες <3 ή να κάνεις λάϊκ και κοινοποιήσεις σε ποστ ανθρωπιστικού περιεχομένου, να ποστάρεις στίχους του Τάσου Λειβαδίτη,

να ευλογείς κάθε μέρα με λάικ τα γένια του Γέροντος Κορτώσιου στα αγαπησιάρικα ποστ του στο Φέισμπουκ

Εσύ! Έκανες το λάικ σου στον Κορτώ σήμερα;

να κανδαυλίζεις την αγάπη σου για την/ τον γιαβουκλού σου επιδεικτικά κτλ. Μια μορφή αγαπουλίασης είναι και η καλίτιδα που μας πιάνει ορισμένες βρωμιάρες μέρες, όπως γύρω από την Μπέρθα του Μους-Τζουσή, όπου υπάρχει ένα ψυχαναγκαστικό Christmass Spirit να αγαπάμε ντε και καλά όλοι όλους.

Η λύση για την αγαπουλίαση, ειδικά αυτή που παρατηρείται σε κοινωνικά μέσα δικτύωσης, είναι τα αγάπη, αγάπη μόνο (ή αγάπη μόνο και ανθρωπίλα σε μια πιο ψαγμένη εκδοχή)

να συμπληρώνονται από ανάλογη καύλα που δρα αντισταθμιστικά προς την αγαπουλίαση. Λ.χ. σε φεϊσμπουκάτες εκφράσεις όπως αγάπη μόνο και λίγη καύλα κ.τ.ό.

  1. Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες χρηστών του ελληνικού Φέισμπουκ: εκείνοι που παίρνουν κάθε μέρα μεγαδόσεις αγαπουλίασης από τον Κορτώ και γεμίζουν γέλια, σοκολάτες, αυτοσαρκασμούς, τρυφεράδες, ενίοτε δάκρυα συγκίνησης, αλλά βασικά καλή διάθεση, τόσο πολύ καλή διάθεση, που όλος ο κόσμος γίνεται μια τεράστια αγκαλιά που μας χωράει όλους. Kι εκείνοι που βρίσκονται στον αντίθετο πόλο των συναισθημάτων, εκείνοι που συφιλιάζουν με την Κωνσταντοπούλου, εκείνοι που τη θεωρούν διαβόλισσα, καριόλισσα, δαιμονισμένη, λυσσασμένη, βελζεβουλιασμένη, υστερική, ψυχωτική, ψυχικά ανάπηρη, ψυχικά φρικτή, αισθητικά φρικτή, πολιτικά φρικτή, σταλίνα. Και κάπως έτσι, μεταξύ πραλίνας και σταλίνας, μεταξύ κάλλους και ακαλαισθησίας, μεταξύ του ΝΑΙ σε ό,τι μας φέρνει όλους πιο κοντά και του ΟΧΙ σε ό,τι δεν είναι σύγκρουση και αντιπαλότητα, ισορροπούμε και στανιάρουμε. (Από το Φέισμπουκ).
  2. Η ανεξαρτησία δεν αποκλείει την αγαπουλίαση κι οι γάτοι είναι πολύ τρυφεροί, σαν αγοράκια που είναι. (Τουίτερ).
  3. Αλλά αυτό που δεν μου αρέσει στα ελληνικά τραγούδια, ροκ, έντεχνα και ο,τι άλλο να'ναι , είναι η καψούρα και η αγαπουλίαση που βγάζουν! (Εδώ).

Τέλος, να σημειώσουμε ότι στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων η πάθηση της αγαπουλίασης έχει ένα κάπως πιο συγκεκριμένο σύμπτωμα. Πρόκειται για την πουτανοκαψούρα, ήτοι για τους μπουρδελιάρηδες ή άλλους χύστες που ερωτεύονται επί χρήμασι εκδιδόμενες και νομίζουν ότι μπορούν να τις ψήσουν να ανταποδώσουν τον έρωτά τους. Το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα είναι ότι θα χάσουν πολλά λεφτά και θα εισπράξουν τη μήνη των συναγωνιστών που η κατηγορία της αγαπουλίασης ή του αγαπούλη θα είναι η πιο σεμνή βρισιά που θα τους απευθύνουν. Γενικότερα, η αγαπουλίαση προς τάνες θεωρείται ενδημική πάθηση στην Ελλάδα, όπως και η αντίστοιχη πυρφορίαση.

  1. εγω εχω εμπειρια στην αγαπουλιαση, στην πυρφοριαση , στην αγαπουλιαση με Ελεεινιδες, αρα μπορω ποιο ευκολα απο εσας να καταλαβω ποιος ειναι πιρφορος και ποιος οχι. Σχόλιο: εσυ επειδη εχεις εμπειρια στην αγαπουλιαση εισαι πιο επιρρεπης να ξαναγινεις αγαπουλης. μια στο μινσκ να σε παω και ξανακυλισες.
  2. αγαπουλίαση (κατά κάποιους) = σεβασμός στις κοπέλες που μας κάνουν να περνάμε καλά (κατα άλλους και εμένα). (Από μπουρδελοσάη. Στο δεύτερο παράδειγμα ο ομιλών υπερασπίζεται μια μετριοπαθή μορφή αγαπουλίασης).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη σεξοσλάνγκ είναι το γλείψιμο των αρχιδιών από αρχιδογλείφτρα, η ορχεολειχία.

  1. Εμενα με ποιανουν οι φοβοι και τις λεω να βαλει προφυλακτικο αλλα να μου γλυψει τα αρχιδια. Καραμελωμα τρομερο, πίπα πολύ καλη αν δεν την σταματαγα θα εχυνα αμεσως.
  2. Αλλά δε με χάλασε καθόλου γιατί όταν μου άρχισε τα φιλιά, τσιμπούκι, καραμέλωμα αρχιδιών κτλ έπαθα πλάκα!
  3. Την τιμητική τους είχαν τα @@ και όπως εκείνη με το δικό της τρόπο λέει "καραμέλωμα αρχιδιών". (Από διάφορα σάιτ για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λίγδα και μπερντές, που σημαίνει τον πολύ φτωχό. Η λίγδα ετυμολογείται από το αρχαίο λίγδην = με τριβή, ακροθιγώς, εκ της ινδοευρωπαϊκής ρίζας (s)leig- που έχει ένα φάσμα σημασιών σχετικών με το γλοιώδες, το αηδιαστικό και το ολισθηρό. Για τη λίγδα στο σλανγκρ βλ. λιγδοκοκόρετσο, λιγδοκώλης, λιγδοτάγαρο, λιγδοτάμπαρο.

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Στο 0.34

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λέξεων της ρομανί džal, džala, džal-tar που σημαίνουν φεύγω. Τζαστικό σημαίνει φευγιό, φυγή, διώξιμο και λέγεται συνήθως ως αβέλω τζαστικό δηλαδή φεύγω, παίρνω δρόμο, την κάνω, την κανά.

  1. Θα σας αβέλωνα πιασμάν τώρα μωρή γκαζοζού, αλλά εντός ολίγου πρέπει να αβελώσω τζαστικό. (Από το μπου).
  2. Ωρα να βουέλω τζαστικο. Ουψα και στο λατσοδίκελμα. (Από το μπου).
  3. εξκιούζμι τώρα αλλά αβέλω τζαστικό γιατί έχω ραντεβού μ’ένα κέκ στη παραλία που έχει όλα τα δόντια του. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά καπνολεκές σημαίνει μουντζούρα, αλλά μπενάβω καπνολεκέδες σημαίνει κουτσομπολεύω, κάνω κους κους, με την έννοια λέω βρωμιές.

Μπενάβω καπνολεκέδες στο φόνι τώρα,αβέλω τζαστικό. (Κλείσιμο σε συμβουλές μπενάβοντος σε γυναίκα εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο "βομβητής όπισθεν", ο μηχανισμός των οχημάτων ο οποίος παράγει δυνατούς και υψίσυχνους διακοπτόμενους ήχους όταν το όχημα κινείται με την όπισθεν, ήχους που θυμίζουν τα τζιτζίκια της φύσης. Τα ηλεκτρικά αυτά "τζιτζίκια" (ο πληθυντικός νομίζω είναι συχνότερος), τοποθετούνται σε οχήματα δύσκολου χειρισμού, όπως τα φορτηγά, ή και σε μικρότερα οχήματα, όπως τα κλαρκ, τα οποία πάντως κινούνται σε χώρους με πεζούς εργαζομένους (βιομηχανίες κλπ) προς αποφυγή ατυχημάτων.

Η συγκεκριμένη σημασία του λήμματος είναι αρκετά συναφής με αυτήν του ορισμού του PUNKELISD.

  1. - Εντάξει, πες ο οδηγός δεν τον είδε, αυτός πώς και δεν το πήρε χαμπάρι, ολόκληρο φορτηγό; Με πέντε πήγαινε, δεν έτρεχε.
    - Ξέρω κι εγώ; Πάντως η νταλίκα τζιτζίκια δεν είχε. Τώρα αν είχε φασαρία στο εργοτάξιο, αν κουβαλούσε κι αυτός κανένα μαδέρι και δεν έβλεπε, δεν ξέρω.
    - Προφ δεν του έκανε κανείς κουμάντο;
    - Όχι. Ρε σου λέω, άγιο είχε ο θείος, το φορτηγό το σταμάτησε ένας άλλος που έτυχε να κοιτάει και έκανε σινιάλο στον φορτηγατζή. Εντωμεταξύ τον είχε ρίξει κάτω, τον είχε περάσει με το λασπωτήρα και οι ρόδες τον φτάσανε στους δέκα πόντους.
  2. Από εδώ: GRADE A": MADE IN AUSTRIA. ΒΟΜΒΗΤΗΣ - ΤΖΙΤΖΙΚΙ 12V - 24V.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified