Selected tags

Further tags

Επιρρηματικός τροπικός τύπος, προερχόμενος από τη λέξη σελέμης. Ακουγόταν σε λαϊκές αστικές συνοικίες. Δείχνει τον τζαμπέ τρόπο απόκτησης, ενίοτε δε και μικροκλοπές.

- Ρε Βαγγελάκη, πού βρήκες ρε τα γλυκά που κουβάλησες; Άφραγκος δεν είσαι;
- Σιγά ρε, μην τα πλήρωσα...
- Α, κατάλαβα... Σελεμουάρ είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συγγραφέας που έχει γράψει ένα ή περισσότερα μπεστ σέλερ (αγγλ. bestseller, βιβλίο με υψηλές πωλήσεις).

Η λέξη συχνά φέρει ένα φορτίο για το τι άποψη έχει ο ομιλών για τους μπεστσελεράδες, είτε θετική (ότι ο μπεστσελεράς έχει αυξημένο κύρος) είτε αρνητική (ότι ο μπεστσελεράς βγάζει στα πανέρια μια τέχνη υψηλή).

  1. Από εδώ:
    Έτσι καταπολεμάται η μοναξιά, λέει ο Nassim Taleb που είναι και μπεστσελεράς.

  2. Από εδώ:
    Ο Θαφόν είναι πιο προσγειωμένος,συνειδητός μπεστσελεράς.

  3. Από εδώ:
    Πρόσφατα γνώρισα έναν νεαρό, επίδοξο συγγραφέα, που μου εξομολογήθηκε με αξιοζήλευτη ειλικρίνεια ότι δεν φιλοδοξούσε με το γράψιμο ν΄ ανακαλύψει τον εαυτό του, να εξερευνήσει κρυφές πτυχές της ύπαρξης, να κατακτήσει μια θέση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και άλλα τέτοια, αλλά, πολύ απλά, να βγάζει καλά λεφτά από τα βιβλία του. Με άλλα λόγια, να γίνει μπεστσελεράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλίδα: η χλιδή, πειραγμένη με το γαμοσλανγκοτέτοιο (κατά τα βρόχα, προσβόλα, συνάντα, κ.ταλ.)

Παρομοίως, ο χλιδάτος ο φέρων χλίδα προκύπτει με την προσθήκη του γαμοσλανγκοεπιθήματος -άτος (κατά τα γαμάτος, αρχιδάτος, γκλαμουράτος, κ.ταλ.)

Από τότε που βγήκαν οι λάσπες, η χλίδα και οι χλιδάτοι παραπέμπουν σε λούσα, πολυτέλεια και τρυφηλότητα. Πέον να σημειωθεί ότι η χλίδα είναι ομόρριζη της αγγλικάνικης gl(j)itter. Ωσεκτουτού, οι χλιδάτοι δεν μπορούν να συνευρίσκονται με τους glitterati χωρίς να διαπράττουν ετυμομιξία.

Βλ. επίσης: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος κ.ά.

1. Δείτε την χλίδα στο σπίτι του Άκη Τσοχατζόπουλου - Φωτό από διακοπές σε κότερο

2. Η χλίδα των «σεμνά και αρπαχτά» ... εκτίναξε το χρέος την «χρυσή» διετία Καραμανλή!

3. Ο πιο χλιδάτος γάμος της δεκαετίας: Ο Σουλτάνος του Μπρούνεϊ πάντρεψε την κόρη του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για κάποιον που είναι πολύ έμπιστος και γενικά δεν κάνει απατεωνιές κλπ.

Συνώνυμο: μπεσαλής.

- Άσε έδωσα στον Γιάννη 180 ευρώ πριν δύο μήνες και ακόμα να μου τα επιστρέψει!
- Μην αγχώνεσαι, είμαι σιγουρος πως μόλις τα βρει θα σ'τα δώσει, ο Γιάννης είναι αγγλική λίρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον δικαιούχο και που όμως αποτελεί ένα μόνο μικρό κλάσμα της συνολικής οφειλής, η οποία βέβαια στις μέρες που ζούμε είναι άγνωστο αν και πότε θα εξοφληθεί ολόκληρη.

Συνέχισε ο ΕΟΠΥΥ με τις ευλογίες όλων των ...παρεπιδημούντων την πληρωμή μας με την μέθοδο των ...σφηνακίων . Καθιερώνεται πλέον ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ η μέθοδος αυτή χωρίς να ληφθεί υπόψην ότι οι επιταγές μας δεν ειναι ...σφηνάκια! Και ότι οι κατασχέσεις πάνε σύννεφο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «φτωχικό» χρησιμοποιείται μεταφορικά. Αναφέρεται δηλαδή σε κατάσταση ευφορίας, χλίδα, αρχοντιλίκι.

Κοπιάζω σημαίνει «κάνω τον κόπο», πηγαίνω. Κοπιάζω στο φτωχικό σημαίνει πηγαίνω και συμμετέχω κι εγώ σε αυτήν την ευχάριστη κατάσταση, είτε είναι δική μου, είτε άλλου.

Εμπνευσμένο από παλιές Ελληνικές ταινίες. Ίσως ο πρωταγωνιστής Ξανθόπουλος, προσκαλεί έτσι άτομα στο σπίτι του. Αυτά έρχονταν από μακρυά και με τα πόδια φυσικά. Πού αυτοκίνητα, συγκοινωνίες αλλά και εισιτήριο για συγκοινωνίες τότε. Κόπος πραγματικός το ποδαράτο στο μακρινό σπίτι.

- Έλα ρε, που είσαι;
- Εδώ, στο κλαμπάκι που σου έλεγα. Γαμάτη μουσική, οι φίλες της Μαρίας, καθαρά ποτά. Θα κοπιάσεις στο φτωχικό μου;
- Άργησα να γυρίσω από τη δουλειά. Πίνω ένα γκαιφέ και έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση της μοδός, προϊόν της κρίσης, που σημαίνει «παίρνω ό,τι μου δίνεις, λεφτά νά' ναι κι ό,τι νά' ναι γιατί έχω ανάγκες».

Καθείς το ερμηνεύει όπως του υπαγορεύει η ιδεολογία του.

  1. Στο ταξί:
    - Πού πάτε;
    - Μιχαλακοπούλου στο ύψος του Λαϊκού. Μόνο που έχω πενηντάρικο...
    - Δεν πειράζει μαντάμ, όλα λεφτά είναι.

  2. Στο περίπτερο:
    - 12,80 ευρώ, κύριε.
    - Μισό λεπτό να τα μετρήσω, θα σας τα δώσω όλα σε πολύ ψιλά...
    - Όλα λεφτά είναι κύριε, περιμένω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιφούτης, ο σπαγκοραμμένος, σκοτώνει τις ψείρες που έχει πιάσει πάνω του διότι ζει υπό άθλιες συνθήκες, και αυτό γιατί δε χαλάει σεντς ούτε για σαπούνι, μαζεύει χρήμα συνέχεια, από μισθούς και ενοίκια θέλοντας να αυξήσει τα μύρια του, για να έχει για τα γεράματα, και για να νοιώθει ασφαλής.

- Καλά αυτός δεν έχει όλο το οικοδομικό τετράγωνο; (που λέει ο λόγος)
Δεν ξέρει τι έχει ρε, και τον είδα στους κάδους να παίρνει κάτι παλιατζούρες που είχανε αφήσει απέξω, κοίτα να δεις τι γίνεται στο κόσμο μας ρε φίλε!
- Χαχα ναι ρε, είναι ο ψειροσκοτώνης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος υπάρχει επειδή:

  • η νοοτροπία της μέσης Ελλεϊνίδας όταν τη ρωτούν «Τι θέλεις πια!!», είναι να απαντά σεμνά και ταπεινά: «Όλα»,
  • ό,τι είναι πολύ για τον μεν, δεν είναι απαραίτητα πολύ και για τον δε, αλλά και τον δήθεν,
  • εδώ στο Νότο που η αγάπη κάνει κρότο, το να μην στρογγυλεύεις τα σγουρά θεωρούνταν ανέκαθεν μέγιστη γυφτιά,
  • σαν λαός ήμασταν του λαρτζ για να ασχοληθούμε με το τι ακριβώς καθάριζαν μπλε και πράσινοι διαπλεκόμενοι και τώρα, που κάτι λίγα μάθαμε και κάτι περισσότερα -πάντα στο περίπου- υποψυλλιαζόμαστε, ντεμέκ σοκαρισμένοι• παλαβώνουμε.

Αποδίδει το νόημα του γκουγκλονούμερου περιορίζοντάς το όμως στον οικονομικο - ψυχολογικό επίπεδο. Έτσι, αφήνοντας στην μπάντα την όποια επιστημονικότητα, απ’ τη μια τονίζει την ύβρη του υπερβολικά συσσωρευμένου πλούτου ..υπερβάλλοντας χαριτωμένα, ζηλιάρικα και αγανακτισμένα κι απ’ την άλλη, αντηχεί τη μίζερη πεποίθηση πως ο υπερβολικός πλούτος παλαβώνει τον κάτοχό του.

Παίζει και με δύο «μ» σαν «παλαβομμύρια».

1. Δεν είναι καν είδηση ότι μια καλοταϊσμένη αγελάδα που κληρονόμησε τα παλαβομύρια από το μπαμπά της (να υποθέσω επειδή δεν τεμπέλιαζε;) έχει τέτοιες απόψεις. Παντού στον κόσμο τα παράσιτα έτσι σκέφτονται κι έτσι εκφράζονται. (…) Οι άλλοι, οι κανονικοί άνθρωποι κι κυρίως όσοι πλούτισαν με την ενεργητικότητα τις ιδέες και τη δουλειά τους δεν εκφράζονται ποτέ με τέτοιο τρόπο -ούτε ο Τζόμπς, ούτε ο Γκέιτς, ούτε ακόμα κι εκείνοι οι παλιοί σχεδόν μυθικοί Ροκφέλερ, Φορντ μιας άλλης εποχής. (περί των προκλητικών δηλώσεων της ζάμπλουτης Αυστραλής Gina Rinehart, ο λόγος)

2. Εδώ ο κόσμος καίγεται και τα μουνιά χτενίζονται. Αυτοί μιλάν για παλαβομύρια ευρώ και τα παππούδια τρώνε από τα σκουπίδια. Πώς το αντέχετε ρε έλληνες αυτό; Τόσο καλοπερασάκηδες είσαστε όλοι σας; Ξυπνήστε ρε!!!!!!!!!!!!!!!! Να τους πάρουμε με τις πέτρες!!!!!!!!!!!!!!

3. Όποιος άρρωστος εγκέφαλος πρότεινε αυτήν τη ρύθμιση, θέλει κρέμασμα. Οι κυβερνητικοί, αποδεικνύοντας ότι μισούν τους ανθρώπους που τα βγάζουν πολύ δύσκολα πέρα, λένε ότι η αύξηση του απαιτούμενου αριθμού ενσήμων θα συμβάλει στην καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής και της μαύρης εργασίας… Φταίνε δηλαδή οι εργαζόμενοι που στην Ελλάδα υπάρχουν ένα εκατομμύριο ανασφάλιστοι και πάρα πολλές επιχειρήσεις χρωστάνε παλαβομμύρια στα ασφαλιστικά ταμεία!

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Και στα δικά μας!! (από sstteffannoss, 05/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση «(δουλεύω με) μπλοκάκι» ή «δουλεύω μπλοκάκι». Εννοείται το μπλοκάκι των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών.

Αναφέρεται στην σχετικά νέα μορφή ελαστικής εργασίας, κατά την οποία ο εργαζόμενος ουσιαστικά δουλεύει για μια εταιρεία (πλέον ακόμα και μικρού μεγέθους), δηλαδή βαράει ωράρια και στην ουσία είναι εργαζόμενός* της, της οποίας όμως δεν είναι προσειλημμένος υπάλληλος, αλλά κόβει απόδειξη παροχής υπηρεσιών.

Δουλειά με το κομμάτι, δηλαδή, και καπιταλισμός 19ου αιώνα, για πρώην καλομαθημένα παιδιά του συστήματος όπως μηχανικοί, ή απόλυτη εξαθλίωση και ακραία εργασιακή ανασφάλεια για εργαζόμενους πχ στην καθαριότητα, λέγε με Κούνεβα.

*απασχολείται κατά το Σημίτειο νιούσπηκ, λες και η δουλειά είναι παιδικός σταθμός, να απασχολείται δημιουργικά το παιδί, να μαθαίνει και τίποτα, όχι μόνο τηλεόραση και ύπνο.

- ...και πού δουλεύεις ρε συ; Εταιρεία ή γραφείο;
- Εταιρεία.
- Πρόσληψη κανονικά;
- Είσαι σοβαρός ρε; Μπλοκάκι. Ποιος προσλαμβάνει μηχανικό. Όλοι μπλοκάκι δουλεύουνε.

(από Vrastaman, 27/08/12)(από Vrastaman, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified