Further tags

Αεροδρόμιο ονομάζουμε τη γκόμενα η οποία είναι χαμηλοκώλα... Αυτή που ο κώλος της είναι χαμηλά, με το υπέρμετρο μήκος της σπονδυλικής στήλης-πλάτης να μοιάζει με αεροδιάδρομο τη στιγμή της απογείωσης καθώς φτάνουμε σε κορύφωση σε στάση doggy-style κατά την σεξουαλική-ερωτική επαφή.

Η γκόμενα φίλε είναι αεροδρόμιο... Χαμηλοκώλα... Άλλο πράμα... Τη φαντάζομαι στο κρεβάτι, θα με απογειώσει!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευφραδέστατος. Μιλάει... μιλάει... μιλάει. Παίρνει μπρος με ελάχιστη εξωτερική διέγερση. Δεν κάνει εύκολα κοιλιά ο λόγος του. Έχει μόνιμα έμπνευση κι αν βρεθεί σε κατάλληλο περιβάλλον, που επικροτεί το μπλαμπλάδιασμά του, πλακώνεται σε συνεχόμενο new bla bla downloading. Εκεί που οι άλλοι σταματούν αυτός έχει ντούρασελ. Οι άλλοι συνεισφέρουν με μικρές δόσεις, τις οποίες αυτός τις ενισχύει ως amplifier (ενισχυτής) 10 to 50 (εξ ου και ο όρος) και τις κάνει υπεραποδόσεις.
Αν είχε τα κατάλληλα κονέ θα ήταν ίσως η απάντηση στο Σεφερλή, στο Μητσικώστα, στο Λαζόπουλο κ.λπ.

Σε ένα πάρτυ δυο φίλοι σχολιάζουν τις λεκτικές ικανότητες ενός φίλου τους, στην προσπάθεια του να διπλαρώσει ένα πιπινάκι.
- Καλά, για κόψε το Γιώργο. Έχει πλακωθεί τόση ώρα σε ένα ατέλειωτο μπλαμπλάδιασμα. - Πήγα λίγο προς τα 'κει προηγουμένως. Προσπαθεί να την εντυπωσιάσει. Του ρίχνει δεκάρικο, παίζει για πενηντάρικο.
- Πας στοίχημα ότι από την όλη φάση θα πιάσει μόνο παντελονόψαρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επαγγελματίας παίκτης στους πλειστηριασμούς σπιτιών.

Όταν η τράπεζα βγάζει το σπίτι σου στο σφυρί, τα κοράκια έρχονται και είναι και καλά έτοιμοι να χτυπήσουν ψηλά εκτός κι αν τους τα σκάσει ο ενδιαφερόμενος για ν' αποσυρθούν. Ωραία δουλειά και καθόλου παρασιτική. Δεν χρειάζεται καν να φοράνε μαύρα κοστούμια για να τους δοθεί ο σχετικός χαρακτηρισμός...

Aλλη Tετάρτη, σε άλλο δήμο: «Πρόσεχε γιατί σήμερα θα γίνει το σώσε», λέει το αρχι-κοράκι στη συμβολαιογράφο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό ακίνητο, με τιμή εκκίνησης 300.000 ευρώ. Oταν πάει 1.45 η ώρα το μεσημέρι... αρχίζει ο πλειστηριασμός και οι «διαπραγματεύσεις»: Tα κοράκια μαλώνουν μεταξύ τους –ως συνήθως– προκειμένου να κανονισθεί ποιοι θα αποχωρήσουν, με ποιο αντίτιμο και ποιοι θα διεκδικήσουν το ακίνητο. Tα κοράκια δεν τα «βρίσκουν» μεταξύ τους στις «τιμές αποχώρησης». Πάνω στον καβγά, το αρχι-κοράκι σκίζει το σακκάκι ενός «συναδέλφου». Aπειλές εκτοξεύονται δεξιά και αριστερά. H κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο. H συμβολαιογράφος προσπαθεί να επαναφέρει την τάξη. Tο αρχι-κοράκι την αρπάζει από το σακκάκι, τη σηκώνει από τη θέση της και ουρλιάζει: «Δεν θα μου πεις εσύ τι θα κάνω εδώ μέσα». Για να «επικυρώσει» τα λεγόμενά του, ανοίγει το σακκάκι και δείχνει το όπλο, σηκώνει το μπατζάκι του παντελονιού και δείχνει το μαχαίρι... Mέσα σε δημαρχειακή αίθουσα. Φυσικά και κάνει ό,τι θέλει.
Aπό τον δανειστή στον δικαστικό επιμελητή.

Από το διαδίκτυο (και την ελληνική πραγματικότητα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη κουνέλι χρησιμοποιείται μόνο απο γυναίκες για να χαρακτηρίσει έναν πολύ ωραίο και γοητευτικό άντρα.

Κανείς δεν ξέρει γιατί λέμε κουνέλι και οχι ζαρκάδι ή ελάφι, πάντως η χρήση της λέξης αυτής δεν έχει σεξιστικό ή υποτιμητικό χαρακτήρα, απλά δηλώνουμε τον θαυμασμό μας προς ένα ωραίο δείγμα του αντίθετου φύλου.

Ακρίβως επειδή οι περισσότεροι άντρες δεν γνωρίζουν την λέξη κουνέλι ως slang λειτουργεί και ως ξεκάρφωμα.

  1. - Πω ρε φίλε, κοίτα έναν κούνελο που περνάει.
    - Λίγο χοντρός δεν είναι βρε Κίτσα;
    - Τόσο το καλύτερο Πίτσα μου.

  2. - Καλά, ήρθε ένα κουνέλι στη δουλειά, απίστευτο. Να φανταστείς βάζουμε όλες στοιχήματα μεταξύ μας ποια θα τον πρωτοπάρει.
    - Τόσο ωραίος είναι;
    - Μιλάμε για κουνέλι ολκής και ελευθέρας βοσκής.
    - Ε να περάσω τότε μια βόλτα από το γραφείο σου να δω πού δουλεύεις βρε παιδί μου.
    - Πουτανίτσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταξιτζής.

- Σανίδωσέ το ρε τάριφμαν, θα χάσω την πτήση.

Με την καλή έννοια (από Khan, 26/04/13)

Δες και ταρίφας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεαρός πούστης (πούστης + παιδαρέλι).

Κοίτα κούνημα το πουσταρέλι. Ε, ρε και να σε έβλεπε η μάνα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταξιτζής, από παράφραση του ονόματος, του γνωστού Αιγύπτιου ηθοποιού Ομάρ Σαρίφ. Πέραν της εύκολα κατανοητής παράφρασης, η φράση προσφέρει και το επιπλέον εφέ της ανάδειξης οπτικών συνειρμών με μεγάλο μέρος της ευγενούς τάξεως των ταριφέων, δηλαδή μαυριδερός, μουστάκι, ανατολίτικο στυλ (ειδικά για τουρίστριες Βορείων χωρών).

Δυστυχώς για τον πραγματικό Ομάρ (γενηθείς ως Michel Demitri Chalhoub), οι δικοί μας ταρίφες συνήθως δεν διαθέτουν τα προσόντα του, δηλαδή κοσμοπολίτικο αέρα, γνώση ξένων γλωσσών (μιλάει εξαιρετικά Αραβικά, Αγγλικά, Ελληνικά και Γαλλικά, ενώ λιγότερο καλά Ιταλικά και Τουρκικά) και εξαιρετικό ταλέντο στο χαρτοπαίγνιο μπριτζ.

Συγνώμη Ομάρ, οι δικοί μας είναι αμφίβολο αν μιλάνε ακόμα και Ελληνικά, αλλά σαν και εσένα, από υποκριτικό ταλέντο οι περισσότεροι σκίζουν!

- Τι ώρα πετάμε αύριο;
- Στις 10. Θα περάσει ο Ομάρ Ταρίφ να μας μαζέψει στις 8.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.

Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).

Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.

Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.

  1. Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
    «Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
    Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
    «Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)

  2. Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)

  3. Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)

  4. Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)

  5. Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)

Fudgepacker στα αγγλικά. (από Vrastaman, 11/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το εξαιρετικής ποιότητας και γλυκύτητας χασίς.

  2. Η εξαιρετικής καλλονής γυναίκα, ιδιαίτερα νεαρή σε ηλικία.

  1. Α: - Τί μας λέει;
    Β: - γκουχ, γκουχ, Καϊνάρι μεγάλε... Γεια στα χέρια σου.

  2. Γνώρισα την αδερφή της Μιχαέλας χτες... Τι καϊνάρι είν' αυτό, Παναγία μου!

(από joe909, 29/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που τα αρπάζει όλα από τον κώλο, η γκόμενα που τα κάνει όλα και συμφέρει.

- Τα κάνει όλα, τα κάνει όλα, η Σούλα η αρπακώλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified