Ο πολύ τσιγκούνης που έχει καβούρια στις τσέπες του.
Σιγά μην κάνει ανακαίνιση στο σπίτι του. Αφού τον ξέρεις τι καβουροτσέπης που είναι!
Ο πολύ τσιγκούνης που έχει καβούρια στις τσέπες του.
Σιγά μην κάνει ανακαίνιση στο σπίτι του. Αφού τον ξέρεις τι καβουροτσέπης που είναι!
Got a better definition? Add it!
« [...]μὰ σοὔχει ἡ φακλάνα στὴ μέση μιὰ χωρίστρα,
σοῦ ἔχει κἄτι φρύδια καὶ κἄτι μαῦρα μάτια![...] »
Λέγεται δε ότι η λέξη είναι τόσο παλιά που μάλιστα προϋπήρχε στην Ελληνική γλώσσα από τους μεσαιωνικούς χρόνους.
Η έννοια με την οποία χρησιμοποιείται στις μέρες μας (η οποία διαφέρει κατά πολύ). Κατέληξε να σημαίνει την χοντροκώλα, την έχουσα πληθωρικό κώλον γυναίκα και έντονες καμπύλες. Το νταρντανοchubby ή/και BBW. Ενίοτε και το μπάζο.
Με την κατάληξη -ς,(Φακλάνας, ο), αρσενικό. Για άντρες χοντρούς και ίσως και θηλυπρεπείς (χοντροί λούγκρες, τσάτσοι σε μπουρδέλα βαρέων βαρών κ.α.).
1 & 2. - Ωραίο πρόσωπο το Λιζάκι έτσι; - Ωραίο πολύ αλλά και το Λιζάκι πολύ φακλάνα ρε παιδί μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πρωτάρης, ο καινούργιος, ο ψαρωμένος.
1.Μην τον παρεξηγείς μωρέ ασούλης είναι και κομπλάρει...
2.Άραξε ρε ασούλη ακόμη δεν ξεκίνησες... Πήρες και τον αμανέ ψηλά...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται από το ευπώλητο μυθιστόρημα Pollyanna, που έγραψε το 1913 η Eleanor Porter (διαθέσιμο όλο εδώ) και περιγράφει την ζωή της Πολυάννας, ενός ορφανού κοριτσιού που παίζει το «παιχνίδι της χαράς» (που της είχε μάθει ο πατέρας της πριν πεθάνει), δηλαδή σε όσο δύσκολες και τραγικές συνθήκες και αν βρεθεί, προσπαθεί πάντα να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο (ακόμη κι όταν αυτό είναι εντελώς άδειο) και να βρίσκει έναν λόγο να είναι χαρούμενη, είτε διότι ουδέν κακόν αμιγές καλού, και η Θεία Πρόνοια θα βρει έναν τρόπο να χρησιμοποιήσει τις δυστυχίες για κάτι καλύτερο, είτε γιατί δεν συνέβηκε κάτι ακόμα χειρότερο. Κάτι δηλαδή μεταξύ Ιώβ και αντίστροφου Νόμου του Μέρφι ένα πράμα. Η επιτυχία των βιβλίων ήταν τέτοια, ώστε κυκλοφόρησαν συνέχειες, γνωστά ως Glad books, ενώ έχει γίνει και ταινία από τον David Swift το 1960.
Μια γλαφυρή σύνοψη του έργου δίνεται εδώ: «Το στόρι έχει ως εξής: η Πολυάννα είναι ένα δαιμονισμένο επτάχρονο σίχαμα (στον πρώτο τουλάχιστον τόμο, γιατί στους επόμενους προοδευτικά φτάνει σχεδόν μέχρι την κασέλα). Ένα κατατρεγμένο, αδικημένο, θεόφτωχο, πεντάρφανο, γκαντεμιασμένο και κακοποιημένο νιάνιαρο που, ενώ η σκληρή του μοίρα το χτυπά αλύπητα (μα πολύ αλύπητα), εκείνο επιμένει να χαίρεται σα μαλακισμένο –για την ακρίβεια, εφευρίσκει λόγους να είναι ευχαριστημένη σε κάθε δύσκολη περίσταση, εξ ου και η έννοια του περίφημου «παιχνιδιού της χαράς». Για να καταλάβετε για πόσο νοσηρό κόνσεπτ μιλάμε, έχουν πεθάνει ας πούμε όλα του τα αδερφάκια, πεθαίνει κατόπιν και η μαμά του, και το τερατάκι γυρίζει και λέει (κατόπιν νουθεσίας του μπαμπά-πάστορα) «είμαι ευχαριστημένη που ο καλός θεούλης πήρε τη μαμά μου στον ουρανό, για να φροντίζει τα αδερφάκια μου που τη χρειάζονται περισσότερο από μένα». Εν συνεχεία βέβαια ψοφάει και ο στοργικός πατέρας, αλλά η μικρή εκεί, πάλι βρίσκει μια μαλακία να την κάνει χαρούμενη, του τύπου «είμαι ευχαριστημένη που πέθανε μόνο ο μπαμπάς μου και δεν έγινε πυρηνική έκρηξη να καταστραφεί όλος ο πλανήτης». Και πάει λέγοντας, με αλλεπάλληλες δυστυχίες, δεινά, σεισμούς, λοιμούς, καταποντισμούς και τα λοιπά, που αδυνατούν φυσικά να κάμψουν το ηθικό της ηρωίδας, η οποία μεγαλώνει, πηδιέται, παντρεύεται, γεννοβολά, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο κάνει με αμείωτη πάντα ευτυχία και ικανοποίηση, στη βάση του συλλογισμού «είμαι ευχαριστημένη που με κουτσούλησε ένα περιστέρι, γιατί σκέφτομαι πως θα μπορούσε να με έχει χέσει πατόκορφα ένας βροντόσαυρος».»
Οι πιο καχύποπτοι θεωρούν την Πολυάννα ως επική αμερικλανιά, και ωσεκτουτού πολυάννα με την κακή έννοια λέγεται κάποιος ο οποίος έχει μια ψυχαναγκαστική διάθεση να είναι ευτυχισμένος και (χαζο)χαρούμενος, υπακούοντας έτσι σαν πρόβατο στην κατηγορική προσταγή του σύγχρονου καπιταλιστικού positive thinking, που είναι «να 'σαι αισιόδοξος», όπως ήταν παλιότερα το λακανικό «jouis!» («ηδονjίσου»). Όλα τα παραπάνω θεωρούνται κατ' ουσίαν ως μια καπιταλιστικά μεταπλασμένη ηθική που έχει πέραση σε κάθε λογής Προτεσταντίες (κατά το Μπανανίες).
Ιδιαίτερο, όμως, ενδιαφέρον έχει η πρόσφατη αρκετά μεγάλη διάδοση του όρου στην Ελλάδα της κρίσης. Την χρησιμοποιούν κυρίως αριστεροί ή και άλλοι «αντισυστημικοί» για να καυτηριάσουν κάποιον δεξιό, ΠΑΝΔΟΚ ή απολίτικο κεντρώο, ο οποίος είναι αισιόδοξος με ψυχαναγκαστικό τρόπο ή και κηρύττει την ανάγκη να είμαστε αισιόδοξοι. Το τελευταίο γίνεται στο πλαίσιο μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας χαρακτηριστικής του μετανεωτερικού καπιταλισμού στον οποίο η αισιοδοξία έχει επιτελεστική ικανότητα, δηλαδή όχι μόνο δημιουργεί μια θετική αύρα, αλλά επηρεάζει τους επενδυτές, δημιουργεί ένα καλό κλίμα για επενδύσεις και ανάπτυξη κ.τ.λ. Αντιθέτως, η μίρλα έχει επίσης την δυνατότητα αυτοεκπληρούμενης προφητείας, αφού ο καπιταλισμός έχει σε μεγάλο βαθμό ψυχολογοποιηθεί, λ.χ. μια κακή είδηση, «είδηση» ή πρόβλεψη μπορεί να διώξει επενδύσεις, να εκτινάξει spreads κ.ο.κ.
Για τους παραπάνω λόγους, οι πιο συστημικοί- μνημονιακοί μπορεί να κάνουν παρακλήσεις τύπου ειρωνικός Μίσσιος «χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε;», ενώ οι αντισυστημικοί αριστεροί χρησιμοποιούν τον όρο πολυάννα για να χλευάσουν αυτήν την στάση ζωής που συνίσταται στο να είμαστε προγραμματικά αισιόδοξοι από τρόμο μήπως η απαισιοδοξία φέρει χειρότερη καταστροφή λόγω της ψυχολογικής φύσης του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο όρος πολυάννα επεκτείνεται και εναντίον απολίτικων ακτιβιστών και κάθε είδους χιπστερικού που αναζητεί καλή αύρα, καλό κάρμα, επανεύρεση του μότζο κ.ο.κ. Επίσης μπορεί να περιγράψει και κοελογκόμενες που με ένα κράμα γοητευτικής ψευδοαφέλειας και ξετσίπρωτου αριβισμού προσπαθούν να προκαλέσουν το σύμπαν να συνωμοτήσει υπέρ τους ή απολίτικες Μαρίες Αντουανέτες με αισιοδοξία τ. Paris Hilton.
Οι συστημικοί απαντούν με αντώνυμους χλευαστικούς όρους για τους προφήτες της καταστροφής, όπως το κλασικό Κασσάνδρα ή τα πιο πρόσφατα προφήτης Βαρουφακιήλ ή προφήτης Μπαρουφακιήλ με τα οποία σατιρίζεται ως βιβλικός προφήτης συντέλειας ένα είδος οικονομολόγου με έφεση στην καταστροφολογία, καθώς ο Γιάνης Βαρουφάκης. Μπορεί ακόμη και να πανηγυρίσουν τον όρο πολυάννα ως το αντίθετο της μίρλας και της κακομοιριάς που θεωρείται ως ένα ίδιον του καζαντζίδη Ελληνάρα που ζέχνει αριστερίλα και συριζορθοδοξία και από το οποίο πρέπει να απαλλαγούμε στον δρόμο για την ανάπτυξη.
Μπορεί επίσης να έχουμε και ειρωνική πολυάννα, όπως εδώ.
2. Κασσάνδρες και Πολυάννες. Ποιους να πιστέψεις, όταν μιλούν για το μέλον της ελληνικής οικονομίας;
3. «Και γιατί, ρε φίλε, είναι κακό που αυτή τη διέξοδο του την έδωσαν οι atenistas; Σου πήραν πελατεία απ’ τις ντουντούκες και τις πορείες; Σου τη σπάει που είναι ακομπλεξάριστες, φρέσκες φατσούλες που δεν τους εκφράζουν τα μπάχαλα και οι πορείες;» Χαίρομαι που μου κάνατε αυτή την ερώτηση γιατί είναι ωραιότατη γέφυρα για να αναφερθώ στην αγαπημένη μου –μέχρι στιγμής– δράση των atenistas: δύο μέρες πριν την επέτειο της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου, με τη μισή αστυνομική δύναμη επί ποδός ενόψει πορείας και πιθανών επεισοδίων, οι Πολυάννες των atenistas καθάριζαν «κομμάτι της Πατησίων απ’ τις αφίσες και τα συνθήματα».
4. Μήπως όλες έχουμε μετατραπεί σε σύγχρονες Πολυάννες; Να χαμογελάς συνέχεια. Να μην «ακούγεσαι». Να μην ενοχλείς. Να είσαι μια μικρή κυρία. Να μιλάς μόνο όταν σου απευθύνουν το λόγο. Να φροντίζεις τους άλλους. Να μη γίνεσαι φορτική». Ακούγεται σαν απόσπασμα από βιβλίο καλής συμπεριφοράς του 19ου αιώνα. Παρ' όλα αυτά είναι οι φράσεις που όλες οι γυναίκες ακούμε από τότε που αρχίσαμε να κοινωνικοποιούμαστε παίζοντας στον παιδικό σταθμό με τα άλλα καλά κοριτσάκια.
Got a better definition? Add it!
Λολαδερή εκδοχή του αντιπροσώπου, εκφέρεται συνήθως με χλευαστική ή σκωπτική δίαθεση. Εκτός φυσικά από την μαρτυριάρικην μεγαλόνησον, όπου αποτελεί δόκιμη εκδοχή τση λέξης.
Εκ των αντί- και μουτσούνα.
Σε καλόν μας, ευτυμήσαμεν πάλιν.
1.
μου `στειλε τον αντιμούτσουνό του για να μου φέρει τα μαντάτα
2.
Γιατί τζιαι που λαλείτε, άμαν τζιαι πάτησεν το πόϊν του στην Αμερικήν, ελάμνισεν ολόϊσια για τον ΟΗΕ. Ητουν τζειμέσα τζι εσυνεδριάζαν οι αντιμούτσουνοι ούλων των χωρών του κόσμου για τον αφοπλισμόν.
3.
@Αππωμένη
χμμμμ 5% α; Τώρα να δούμεν πόσα εννα ζητήσει η Πρασινάδα για να γινεί αντιμούτσουνος εις τες Γιου Ες οφ Έϊ τζαι μιλούμεν :Ρ
4.
Παρεμπιπτόντως, όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφανος Στεφάνου συνομιλούσε με τον Αντρέα Πογιατζή στην έκτακτη αθλητική εκπομπή του ΡΙΚ μιλούσε συνέχεια για τις ελληνικές ομάδες. Παρά την υπόμνηση του Αντρίκου για ελλαδικές ομάδες, ο αντιμούτσουνος του Χριστόφια επέμενε στην αναφορά του για ελληνικές. Ε, όταν το λες τρεις συνεχείς φορές, μάλλον δεν πρόκειται περί γλωσσικού ολισθήματος, αλλά περί συνειδητής αναφοράς.
Got a better definition? Add it!
Όταν ξερνάς τα άντερά σου, και κατ' επέκταση ό,τι είναι εμετικό και αηδιαστικό, λ.χ. εμφάνιση, δηλώσεις, συνήθειες, φυλλάδες κ.ά. Αγαπημένη λέξη στο ιδιόλεκτο του Mikeius.
1. Τι ξερνάντερο είναι πάλι ετούτο; Η επιλογή της φωτογραφίας είναι τυχαία, αλλά έχει γεμίσει ο διαδυκτιακός τόπος με τέτοιες μαλακίες...
2. Αυτό που έχει σημασία στην προκείμενη, είναι το αποτέλεσμα: Αυτό που αποκαλούμε «μόδα» ευθύνεται για ότι ξερνάντερο (clopyright by Mikeius) βλέπουν τα μάτια μας και θέλουν να βγάλουν πηχτή βλέννα από τους δακρυγόνους αδένες.
3. τοσο πολυ σιχαμενος.τι φυλλαδα ειναι αυτη.τι εμετιλα,τι ξερναντερο μονο που δε μας βριζει επειδη θελουμε αυτη την επιθετικουρα -ηγετη στην ομάδα.
Got a better definition? Add it!
Το αντίθετο του μαλακισμένος, όταν αυτό το τελευταίο το εννοούσαν και κυριολεκτικά. Δηλαδή, αυτός που δεν έχει ακόμα βαρέσει μαλακία, ο σεξουαλικά άγουρος, ο ψυχονοητικά ανώριμος, ο ακόμα παιδί.
Δεν το άκουσα, αλλά το διάβασα, και είπα να το σημειώσω, μέρες πού' ναι, γιατί κατά τη γνώμη μου είναι μνημειώδες.
Ο ΑΜΑΛΑΚΙΣΤΟΣ
Ἐσύ δέν κάνεις γιά δῶ
εἶσαι ἀκόμη «ἀμαλάκιστος», τοῦ εἶπαν
καί τόν ἔδιωξαν.
Ἦταν δέν ἦταν ἕντεκα χρονῶ
καί πῶς νά τά ᾿βγαζε πέρα μέ τά θηρία τῆς λαχαναγορᾶς·
μά ποῦ νά ἤξεραν
τήν εὐδόκιμη μετ᾿ οὐ πολύ θητεία του
στό θανάσιμο γιά τά ἤθη ἐκείνου τοῦ καιροῦ ἁμάρτημα
-μιά ἱστορία ἐξίσου ὀδυνηρή
ἀλλά δέν εἶναι τοῦ παρόντος-
Θά ᾿βρισκε ἀλλοῦ δουλειά
θά χτυποῦσε ἄλλες πόρτες
τί ἄλλο τοῦ ἔμενε μέ τόν πατέρα του στίς ἐξορίες
καί τή μανούλα του ὁλημερίς στίς φάμπρικες.
Μοῦ ἀφηγήθηκε τό περιστατικό χρόνια μετά
ψημένος πιά γιά τά καλά μέ τίς δικές του ἐξορίες
τή δικηγορική καί τά κρυφά χαρτιά του,
διόλου τουτέστιν «ἀμαλάκιστος»!
Λευκόθριξ
γάστρων ὀλίγο λόγω τῆς οἰνοφλυγίας
μ᾿ ἕνα μπαλονάκι στήν καρδιά
στ᾿ ἄπατα πνιγμένος
ἀπό τή μαλακία τῆς λεγόμενης μεταπολίτευσης.
(Ποίημα του Χρήστου Ρουμελιωτάκη, απ' εδώ).
Got a better definition? Add it!
Published
O μυστακιοφόρος αλλά συνάμα βαρύς κι ασήκωτος μόρτης. Λέξη βασισμένη στον φανταστικό χαρακτήρα «Μυστόκλα» από την ταινία «Μήτσος ο ρεζίλης»(1984). Τον ρόλο του ρεμπέτη μάγκα Μυστόκλα υποδύθηκε ο αείμνηστος Σωτήρης Μουστάκας. Χρησιμοποιείται μάλλον χιουμοριστικά ή/και ειρωνικά για κάποιον (ψευτό)βαρύμαγκα με μεγάλα μουστάκια ή με μουστάκια γενικότερα που παραπέμπουν σε αισθητική της τότε εποχής.
Μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για το αν η λέξη αποτελεί προϊόν λεξιπλασίας ή παρθενογένεσης/προϊόν φαντασίας του σεναριογράφου. Πιθανή εικασία θα μπορούσε να ήταν ότι αποτελείται από τις λέξεις Μυστάκιον και Πιστόλα με την κατάληξη -ς, (αρσενικό). Δεδομένου ότι ο Μυστόκλας ήταν φανταστικό και όχι πραγματικό πρόσωπο γιατί στην ταινία παρουσιάζεται εκτός τόπου και χρόνου μιας και ο ίδιος, οι υπόλοιποι μάγκες και το περιβάλλον παρουσιάζει καταστάσεις προπολεμικές ή πρώιμες μεταπολεμικές(1925-1950) και περιέργως λόγω κακού σεναρίου/σκηνοθεσίας πριν την σκηνή του Μυστόκλα γράφει χαρακτηριστικά «Αθήνα 1984». Κλασσική άκυρη ελληνική σκηνοθεσία που μπάζει από παντού αλλά και που θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας λόγω του μεγάλου Σωτήρη Μουστάκα. Ο σεναριογράφος ήθελε να τονιστεί η (ψευτο)μάγκικη και ρεμπέτικη φύση του γι' αυτό και παρουσίασε τον Μυστόκλα με 50 εκατοστά μουστάκια σαν αρχιρεμπέτη και (ψευτο)μάγκα του μαχαλά.
- Ρίξε το ψαρικό στο φούρνο, πλακί. Πριν σε πλακώσω στις γρήγορες.
- Παίδαρέ μου!
- Εμείς οι δυό θα περάσουμε φίνα. Με τις φάπες μας. Και τα ωραία μας.
(Μυστόκλας σαν υποψήφιος γαμπρός και απευθυνόμενος στην Σπεράντζα Βρανά)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το γαλλικό je t'aime (= σ' αγαπώ), βλ. και ζετεμάκι, είναι επίθετο που δηλώνει άνθρωπο ρομαντικό, ευεπίφορο στην καψούρα, ερωτύλο ή και ναρκισσευόμενο με την ερωτική του εικόνα. Ή απλά σούργελο από αυτά που πρωταγωνιστούσαν στην εκπομπή Ζετέμ της Ανίτας Πάνια. Έχω ακούσει και το επίθετο ζετεμιάρικος από τον Σταμάτη Κραουνάκη, για να σημάνει τραγούδια ναμαγαπάδικα.
1. Για να πεταχτεί ο jeune premier της κλιμακτήριου και πεταλούδα των παρασκηνίων, η αλογόμυγα των συμφερόντων και ο yes-man των ισχυρών, ο ζετεμιάρης δήμαρχος αυτής της πόλης που μέχρι και σημαία της άλλαξε, για να σφίξει με αυτό το ζαχαροδιαβητικό και δυσκοίλιο χαμόγελό του των Ολυμπιονικών τα ατσάλινα χέρια.
2. Ζετεμιάρης αισθηματίας blogger μεταδίδει...
μόλις ήρθα σπίτι από το Sodade. Φρίκη. Αυτή η κοπέλα που παίζει μουσική όταν δεν παίζει μουσική ο Αντώνης είναι εντελώς ντεκαυλέ. Δεν την καταλαβαίνω Χριστό. Παίζει όλα τα κουλά ρεμήξ των κουλών ροκ επιτυχίων (μέχρι και το ρεμήξ του exit music των radiohead έπαιξε απόψε, το οποίο exit music απλά δεν το αγγίζεις, είναι ιερό κομμάτι...) και τις παίζει του ανελέητου: 7 λεπτά διαρκεί το κουλό ρεμήξ; 7 λεπτά θα το παίξει, όλο. Μπόοοοοοοοοοοοριγκ! έλεος, λυπήσου μας, μία καθημερινή έχω να βγω και εγώ....
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει υπερβολική αργοπορία, αφού ως γνωστόν οι τριλογίες χρειάζονται χρόνο για να γραφούν (ΟΚ, εξαιρείται το «του άη λάιτ»). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν πασπαρτού δικαιολογία.
Στην τουαλέτα:
- Άντε βρε μαλάκα, τι κάνεις τόσην ώρα;
- Γράφω τριλογία!
- Γιατί δεν θα βγει ο Γιάννης τελικά;
- Θα γράψει τριλογία λέει.
Got a better definition? Add it!