Further tags

Αφοριστικό σχήμα λόγου, βασισμένο σε κάποιο αυθαίρετο κριτήριο αντροσύνης. Το μεταχειριζόμαστε, ειδικότερα, είτε για να ψέξουμε κάποιον που δεν το πληρεί, ή και για να επιδοκιμάσουμε -ενίοτε και για να δικαιολογήσουμε- κάποιον που το πληρεί (συνήθως τον εαυτό μας, ως άdρες που είμαστε).

Τα κριτήρια αντροσύνης μπορούν να πλασάρονται ως παράδοξα και προκλητικά (άντρας που δεν είναι τρύπιος, δεν είναι άντρας, μού 'παν κάποτε ότι είχε δηλώσει ο Κερτ Κομπέιν, αλλά δεν κατάφερα ποτέ να το διασταυρώσω -στο οποίο σπεύδει εξάλλου η θυμοσοφία να διευκρινίσει ότι άντρας είναι αυτός που τον έφαγε και δεν του άρεσε), έως και προχώ και ψαγμένα (άντρας που δεν έχει σκάψει το λάκο του, δεν είναι άντρας, θα σου πουν πιχί οι Τρύπες), αλλά συνήθως πρόκειται απλά για καρακλισάντζες του κερατά, αμφίβολης ή χαίρω πολύ ισχύος, απ' αυτές που ακούει κανείς απο παιδάκι στην ελλάδα τόσο συχνά όσο ας πούμε και ότι οι έλληνες επινόησαν τη δημοκρατία -όπα, λάθος· «ανακάλυψαν» το λένε (θα τη βρήκαν φαίνεται σκάβοντας εκεί κατ' απ' το Βράχο).


Άντρας που δεν έχει πέσει πάνω σε κολώνα ενώ κοίταζε κώλους, δεν είναι άντρας (εδώ)


Αντρας που δεν ξερει να χορευει σωστο ζεϊμπέκικο δεν ειναι ΑΝΤΡΑΣ! Απλα! (εδώ)


Τοσα ατομα υπαρχουν που δεν πηγαν στρατο και στην ζωη τους παρολα αυτα ειναι πρωτοι μαγκες και σωστοι ανθρωποι...αλοιμονο αν πεσω στην παγιδα αυτωνων που λενε οτι οποιος δε παει στρατο δεν ειναι αντρας! (εδώ)


Με είχε όμως συγκλονίσει μια φράση, που μου είχαν πει σε ένα ορεινό χωριό… «Δε φταίνε τα κοπέλια. Όταν η μάνα τα μεγαλώνει με τη φράση: «Ο άντρας που δεν κάνει φυλακή, δεν είναι άντρα[ς]…», ε, τι θέλεις να κάνουν σαν μεγαλώσουν; Φονικά και να πάνε φυλακή…» (εδώ)


Άντρας που δεν έχει φάει χυλόπιτα δεν είναι άντρας! (εδώ)


«Ξοδεύεις χρόνο για την οικογένειά σου. Ωραία. Γιατί ο άντρας που δεν ξοδεύει χρόνο με την οικογένειά του δεν είναι άντρας». Τα είπε όλα ο Ντον των Ντον. (εδώ)


- Για ποιον λογο πιστευετε οτι δημιουργουντε οι παραλληλες σχεσεις;; Λογω παθους;Λογω χαμηλης αυτοπεποιθησης που με αυτον τον τροπο νομιζουν οτι αξιζουν σαν ανδρες ή γυναικες;
- Γιατι θελει να εχει σχεση με την μια και να πηδαει την αλλη. Γιατι θελει να επιβεβαιωθει. Γιατι δεν εκτιμαει. Γιατι ειναι αχαριστος. Γιατι ειναι εγωιστης. Γιατι ειναι ψευτης. Γιατι ειναι δειλος. Γιατι ειναι σκατοχαρακτηρας. Γιατι...γιατι...γιατι...μεχρι το πρωι μπορω να σου γραφω. Με απλα λογια γιατι ειναι μαλακας.Και αντρας που δεν ειναι ειλικρινης για εμενα δεν ειναι αντρας. (εδώ)

(κάν' το μόνος σου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες άντρα (;) παντοφλάκια, αλληλοσυνδεόμενες εξάλλου:

  1. Αυτός που επειδή πέφτει παντόφλα στο σπίτι από τη γυναίκα του, έχει καταστεί μουνόδουλος και η γυναίκα του τον κάνει ό,τι θέλει. Γιατί άντρας είναι αυτός που έφαγε παντόφλα και δεν του άρεσε.
  2. Αυτός που είναι μονίμως με τις παντόφλες, επειδή είναι σπιτόγατος και άρα βαρετός, ανιαρός, καναπεδάκιας, χωρίς περιπέτεια, και που όλη η ζωή του μετά βίας θα έφτανε σε συναρπαγή μια νύχτα από τη ζωή του Βασίλη Τερλέγκα. Αγγλικανιστί couch potato.

1.α.Αυτός είναι ο ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΠΑΝΤΟΦΛΑΚΙΑΣ! Δείτε τι μπλουζάκι τον ΥΠΟΧΡΕΩΣΕ να φορέσει η κοπέλα του!!!

Αυτό

β. «Παντοφλάκιας» ο Ομπάμα! Γιατί ο πλανητάρχης φοβάται τη γυναίκα του; Φόβος και τρόμος σου λέει τον έπιασε. Και έκοψε το τσιγάρο γιατί φοβόταν την γυναίκα του.. Μα τι θα σας κάνει τέλος πάντων… Να κουμαντάρεις ολόκληρη χώρα… για να μην πώ κόσμο.. και να μην μπορείς να κουμαντάρεις την γυναίκα σου, μην σου τύχει!!!. (Εδώ και εδώ).

γ. Ούτε δύο εβδομάδες δεν θα συμπληρώσει στον Ολυμπιακό Βόλου ο Ρόι Νταγιάν. Ο Ισραηλινός επιθετικός είχε αποκτηθεί από τους «ερυθρόλευκους» στις 20 Αυγούστου, όμως ξαφνικά ζήτησε να αποχωρήσει. Ο λόγος; Η γυναίκα του δεν επιθυμούσε να παραμείνει στην πόλη της Μαγνησίας, το πιθανότερο είναι ότι η... κρεβατομουρμούρα θα πήγε σύννεφο και ο 29χρονος επιθετικός αποδείχτηκε «παντοφλάκιας» και υπέκυψε. Έτσι, το βράδυ της Πέμπτης (29/8) συναντήθηκε με ανθρώπους του Ολυμπιακού Βόλου, ζήτησε να αποχωρήσει και μέσα στις επόμενες ώρες αναμένεται να περάσει από τα γραφεία της ΠΑΕ για να λύσει το συμβόλαιό του. (Εδώ).

2.Εγώ είμαι αυτός που πρώτος κάνω κριτική, αλλά εγώ ξέρω από ποδόσφαιρο, ξέρω από αποδυτήρια, δεν είμαι παντοφλάκιας. (Αλέφαντος σπήκινγκ).

Μπόνους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμφιλεγόμενος επαγγελματίας πωλητής οπωροκηπευτικών που καταφέρνει να βρομοσκυλάει ψαρίλα. Πρόκειται για τον ψαροντουφεκά που πουλάει τα ψάρια που πιάνει, αντί να τα πάει στα παιδάκια του, την παρέα του, την καλή του, κάπου χωρίς οικονομικό αντίκρυσμα τεσπά.

Υπάρχει καταγεγραμμένη στο νέτι και η άποψη που λέει ότι έτσι ο μανάβης βγάζει τις διακοπές του, τα έξοδα του χόμπυ κλπ επιχειρήματα του πρωκτού που προτιμώ να αφήσω ασχολίαστα.

(Και για όσους δεν κατάλαβαν, η επαγγελματική υποβρύχια αλιεία -καλώς, κάλλιστα- απαγορεύεται).

Αλήθεια [...] τα πουλάς; Είναι πολύ απλή η απάντηση . Ένα ναι ή ένα όχι... [...] θα σε πιστέψω. Ούτε θα σε κακοχαρακτηρίσω. Απλά οι μανάβηδες με τους μανάβηδες και οι ερασιτέχνες με τους ερασιτέχνες. (πλιτς)

Κατ’ αρχάς βασική προϋπόθεση για να πουλάει κάποιος ψάρια, είναι να βγάζει ψάρια. Αυτό όμως δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται και η απόφαση που οδηγεί κάποιον στην ανεύρεση επαγγελματικής αποκατάστασης μέσω της μαναβικής, πρέπει να βγει λαμβάνοντας υπόψη το πόσα ψάρια βγάζει. Αμέσως αμέσως δημιουργούνται οι εξής δύο φυλές: Οι κατ’ επάγγελμα ψαρομανάβηδες (μ@λάκες κατ’ επάγγελμα) και οι wannabe ψαρομανάβηδες (μ@λάκες απλοί ή με περικεφαλαία)… (πλατς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τον δόκιμο καρνάβαλο βλ. λ.χ. εδώ, εδώ και εδώ.

1.Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι χρησιμοποιείται γενικότερα για να δηλώσει κάποιον/αν που έχει στην εμφάνισή του μια εξτραβαγκάντζα, που ντύνεται προκλητικά, επιτηδευμένα σαν προσοχοπουτάνα, κάγκουρας ή καγκούρω, για να τραβήξει όλη την προσοχή πάνω του/της. Και που γενικότερα συμπεριφέρεται με τρόπο γελοίο. Βλ. και καρναβάλι, καρναβαλιστής.

Beyonce: Mε καυτό σορτσάκι και 12ποντο που πας στο σκάφος σαν καρνάβαλος;

Beyonce

Σαν καρνάβαλος εμφανίστηκε ο Ντάνι Άλβες στο Καμπ Νου. Θέμα συζήτησης έχει γίνει ο Βραζιλιάνος δεξιός μπακ της Μπαρτσελόνα, Ντάνι Άλβες με την ενδυμασία με την οποία επέλεξε να εμφανιστεί μετά το τέλος του αγώνα της ομάδας του με την Έλτσε στη μικτή ζώνη του Καμπ Νου. Ο ποδοσφαιριστής εμφανίστηκε φορώντας ένα… πορτοκαλί σακάκι, καπέλο, στρογγυλά γυαλιά και ένα ζευγάρι sarouel σανδάλια. (Εδώ).

Ντάνι Άλβες

Και τα φρύδια και το πρόσωπο και τα χείλη κι ο λαιμός της με μυστρί μπογιατισμένα, σαν σουβάς, όπως και τώρα, κι έμοιαζε καρνάβαλος μεθύστακας. (Από διήγημα του Χάρη Μεττή).

2.Ειδικότερα χρησιμοποιείται για γκέι, και κυρίως για τραβεστί και τρανσέξουαλ, που έχουν ένα αλμοδοβαρικό ζενεσεκουά. Σύγκρινε με: επιτάφιος.

Φοβερος καρναβαλος η Χαρά η τρανς αλλα μυριζει φολα (Από μπουρδελοσάη)

Καρνάβαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκρούβαλος της Νισύρου. Πρόκειται για τους χίπηδες που επισκέπτονται και διαμένουν το καλοκαίρι στη Νίσυρο, όπου και προβαίνουν σε σειρά από καφρίλες υπό τη συνεχή επήρεια ναρκωτικών ψυχοτρόπων ουσιών. Έχουν πάρει την ονομασία τους από την ηφαιστειογενή απομονωμένη παραλία ονόματι Παχιά Άμμος ή σκέτο Παχιά στην ανατολική Νίσυρο. Στη συγκεκριμένη παραλία οι παχιανοί διοργανώνουν κάθε χρόνο ελεύθερη κατασκήνωση γυμνιστών.

1) - Ήρθαν οι παχιανοί φέτος στο πανηγύρι;
- Σιγά μη δεν έρχονταν! Χάνουν αυτοί τζάμπα φαΐ;
2) Πήγαμε για μπάνιο στην Παχιά. Είχε πολλούς παχιανούς που μας κοιτούσαν περίεργα γιατί φορούσαμε μαγιό.
3)- Νομίζω χθες το βράδυ είδα δύο φαντάσματα!
- Άντε ρε... Παχιανοί θα ήταν που θα γύρναγαν στην Παχιά και θα τους πήρε το βράδυ.

Η Παχιά Νισύρου με τη χαρακτηριστική άμμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σαλούβαρδος / σαλουβάρδα / σαχλιαμπάκος

Ονομασία του εικονιζόμενου ψαριού με την επιστημονική ονομασία Phycis Phycis, που ζει στις περισσότερες ελληνικές θάλασσες και αναγνωρίζεται με πολλά ονόματα, ανάλογα με την περιοχή, όπως σαραβάνος, ποντικός, ποντίκι, ποντικόψαρο, σκορδαλός, μιχάλης με πιο συνηθισμένο το σαλούβαρδος. Το σαχλιαμπάκος δεν τό'χω ακούσει πουθενά αλλού, εκτός από την Κύθνο. Αν υπάρχουν κι άλλες ονομασίες ή τυχόν διορθώσεις, ευπρόσδεκτες.

ΣΑΛΟΥΒΑΡΔΟΣ

Είναι ψάρι χαμηλού κόστους, αλλά κατά τη γνώμη μου ιδανική συνοδεία της σκορπίνας (μαζί με λύχνους, δράκαινες, χειλούδες και ό,τι άλλο πετρόψαρο υπάρχει διαθέσιμο) για νόστιμες κακαβιές! Έχει άσπρο, τρυφερό και αρκετά νόστιμο κρέας, αλλά, εξ αιτίας της κακομούτσουνης εμφάνισής του, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ευρύ κοινό, εξ ου και η χαμηλή τιμή. Η εμφάνισή του είναι η αιτία και άλλων χρήσεων του ονόματός του στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος και της παρουσίας του στο παρόν λήμμα.

Έτσι μια γυναίκα με άσκημη κορμοστασιά ή κακομούτσουνη τη λένε σαλουβάρδα.

-Τά 'μαθες Πελέγρα*; Ο Νικολός θα πάρει τη Μαρία. -Αυτή τη σαλουβάρδα; Κρίμας ταύτονε!

*Πελέγρα: γυνακείο όνομα, αρκετά συνηθισμένο στην Κύθνο. Ταυτίζεται με το Πελαγία. Ετυμολογικά προέρχεται από το Ιταλικό pellegrino:προσκυνητής (τα χρόνια της Ενετοκρατίας [13ος-16ος αιώνας] οι προσκυνητές, των αγίων τόπων συνήθως, ερχόταν από το πέλαγος).

Άλλη χρήση του,από τους ψαράδες συνήθως (λόγω του σχήματός του) υπονοεί το πέος.

(Από τα χρόνια του μεσοπολέμου) Νέος ψαράς,με πέντε αδερφές που πρέπει να παντρέψει (κλασσική ιστορία) παραπονιέται στον πατέρα του, γιατί δέν τον έκανε κι αυτόν κορίτσι. Η απάντηση του πατέρα: "Άμα ήσουνε κορίτσι θά 'τρωες ένα σαλούβαρδο να!" φέρνοντας τη παλάμη του ενός χεριού στο ύψος του αγκώνα του άλλου.

Τέλος το όνομα σαχλιαμπάκος, που χρησιμοποιείται (όπως πιστεύω) αποκλειστικά στην Κύθνο και επιτείνει την άσκημη εικόνα που έχει ο κόσμος για το καημένο το ψάρι, χρησιμοποιήθηκε τις δεκαετίες του ΄70 και του '80, από τους ανθρώπους του λιμανιού κυρίως, για να χαρακτηρίσει (υποτιμητικά) τους "αδέσποτους" τουρίστες με τα σακκίδια, που έφταναν στο νησί και δεν φημίζονταν για την επιμελημένη εμφάνιση και την καθαριότητά τους.

Διάλογος μεταξύ "καμακιών" της εποχής:

-Έφερε πράμα το βαπόρι σήμερα; -Ψιλοπράματα! Ένα τρία-μηδέν* και πεντέξι σαχλιαμπάκους!

*τρία-μηδέν: τρεις τουρίστριες μόνες τους (αυτές, πάντα ευπρόσδεκτες!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου που έχει στοιχεία από διάφορους άλλους χαρακτηρισμούς που έχουμε λημματογραφήσει στο σλανγκρ. Ο λεβεντοτσολιάς βασικά είναι λεβεντομαλάκας, έχει ένα μπόι ίσαμε εκεί πάνω, αλλά από νιονιό όχι και πολλά πράγματα. Μικρός ήταν το αγαπημένο παιδί της μάνας του που από την πολλή περιποίησή της δεν χρειάστηκε να οξύνει και πολύ το μυαλό του. Στην καλύτερη δυνατή εκδοχή του μπορεί να είναι κάτι σαν τον Αλέξη Γεωργούλη που υποδύεται τον τσολιά μαζί με τη Μαρία Σολωμού ως τσολιά στην ταινία

"Η Φούσκα" του Νίκου Περάκη

ή σαν τονΣάκητονΡουβά

Άξιος Εστί

Συναφώς μπορεί να είναι κλαρινογαμπρός, κάγκουρας.

Κλαρινοτσολιάς

Από τα καφενεία ο καθένας λεβεντοτσολιάς και κλαρινογαμπρός ή παλικαράς του καναπέ (τσίφτης και λεμονοστίφτης) μπορεί να λέει ό,τι θέλει για όποιους θέλουν να δουλεύονται (και για όποιον λόγο αρέσει στον καθένα το δούλεμα) και για να τον θαυμάζουν οι υπόλοιποι θαμώνες.Τα παλικάρια όμως φαίνονται στις αληθινές μάχες και όταν εμφανιστεί ο καπνός του πραγματικού κινδύνου. (Εδώ)

Ως κλάριν τσολιάς μπορεί να είναι και Ελληνάρας ή ελληναράς που πανηγυρίζει τα στοιχεία της ελληνικής ιδιαιτερότητας έχοντας όμως και τα στραβά του νεοελληνέζου.

Μπογδανοτσολιάς

Μήπως λοιπόν, αντί να τραβάει ο ένας απ' τη μεριά του "εκσυγχρονισμού" κι ο άλλος απ' τη μεριά της "παράδοσης", απλώς να εκσυγχρονίζαμε την παράδοση, η οποία μόνο αμελητέα δεν είναι; Ο λεβεντοτσολιάς είναι πια γκροτέσκος (κοκορέτσι με συνοδεία ουίσκυ), αλλά το ίδιο και ο φραγκολεβαντίνος ("εις την Δύσιν όλα είναι πέρφεκτ, γουάου μπέιμπυ!") (Εδώ).

Εθνολαϊκιζμός

Το κύριο χαρακτηριστικό όμως είναι ότι θα κάνει τις γκάφες του, θα είναι αμπλαούμπλας, άτσαλος, επιρρεπής σε γιωτομπαλιές γιατί κουβαλάει πολλή βαρβατίλα και λίγο μυαλό.

λεβεντοτσολιας με transalp παλιο με το κρανος κρεμασμενο.......στο αριστερο πισω φλας... και ν2 λεβεντοτσολιας με piaggio απο αυτα τα <ηθελα αμαξι αλλα δεν ειχα φραγκα> που ειναι ο οδηγος προστατευμενος προστα πανω και πισω και δεν χωραει 2ο ατομο....ελα ομως που εσκασε γκομενα και καπως επρεπε να την φορτωσει την φορτωσε στην σχαρα (ναι ναι απεξω απο το μηχανακι) και αυτη μισοκωλη καθησμενη να προσπαθει να κρατηθει απο το -πως να το πω....-αμαξωμα?? κουτι?? με τα ποδια στον αερα και το κεφαλι αριστερα για να μιλαει και με τον οδηγο.... (Εδώ).

Και μιλώντας για μαβλακείες λεβεντοτσολιάδες μπορεί να είναι όχι μόνο τα εθνίκια, αλλά και καγκουροφιλελέδες:

Μετά τον Λεβεντομιχελάκα, ο Λεβεντοτσολιάς ο Μπάμπης. [...] "Μπάμπη, εκεί στο ΣΚΑΪ, βαστήξου λίγο, λεβεντοτσολιά μου! Το τι χαζομάρα έχεις εκτοξεύσει δε λέγεται". Λεβεντοτσολιάς. Πως του πάει! ... (Εδώ).

Και για να το ρίξουμε λίγο και στην ψυχανάλα, ένας λεβεντοτσολιάς μπορεί να είναι κατά βάθος ένας απωθημένος πουστανελάς, κι οι μαλακίες του να είναι εντέλει ανωμαλακίες.

Αρχικά ήταν το έτερο ήμισυ ζευγαριού όπου ο λεβεντοτσολιάς gay σύζυγος ήθελε να βλέπει σε video τις συναντήσεις που γινότανε μόνο στην περιοχή του Λουτρακίου και τριγύρω κοντά στην Κόρινθο, χωρίς απαραίτητα ο ίδιος να συμμετέχει. Ήταν όμως όρος το video και χωρίς βιντεοσκόπηση δεν γινότανε ... Κάποια στιγμή όμως η κυρία, πριν 1-2 χρόνια, έβαζε αγγελίες στα διάφορα sites και χωρίς τον σκηνοθέτη και έψαχνε να κάνει ''καριέρα'' μόνη της.

Γενικότερα πολλά απωθημένα μπορεί να κρύβει ένας λεβεντοτσολιάς... Λεβεντοτσολιάς ή πουστανελάς;

Όπως ας πούμε ότι ζει στο εξωτερικό και θέλει να ντύνεται τσολιάς για να θυμάται τα ελλήνικος. Τσολιαλιάγας Τσολιάδες από το Βόρειο Λονδίνο.

Άβυσσος η ψυχή του λεβεντοτσολιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτείνεται προκειμένου να αποδώσει το αγγλοσαξονικό queer .

Δεν προτείνεται από μένα, δηλαδή, αλλά χρησιμοποιείται παιγνιωδώς/δοκιμαστικά/επιτελεστικά σε προχώ κύκλους του ΛΟΑΤ χώρου που θέλουν να βρουν ελληνικό αντίστοιχο στο δυσμετάφραστο queer / να οικειοποιηθούν πανηγυρικά αυτήν την ωραία ελληνική λέξη με το όχι-και-τόσο μειωτικό περιεχόμενο (λοξός, λοξή, λόξα κ.λπ.). Ωραίο μου φαίνεται και μακάρι να καθιερωθεί. Ο γούγλης δεν το βγάζει πάντως (ή εγώ δεν ξέρω να ψάχνω).

- Η Αφροξυλάνθη, λεσβιόνι;
- Λοξή.
- Ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων σχέσιν εξαρτήσεως με το σάη και ξημεροβραδιάζεται γράφοντας σχόλια, λήμματα, ορισμούς και τα κέρατά του τα τράγια.

Έχω καταντήσει σλανγκοτζάνκι.

Ξημερώνει και βραδιάζει πάντα στο σάη μεσ' αυτό!

Άντε γεια! Πάω γι' αποτοξίνωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη από το πλούσιο λεξιλόγιο του Στεφάκια που σημαίνει τον "εκ των όπισθεν ωθούμενον", τον κίναιδο. Συνώνυμα οπισθογεμής (μια λέξη που επίσης χρησιμοποιούσε), πισωγλέντης, πισωγλεντζές, πισωγιομίδης

(Από αφήγηση του Στεφάκια): Ήταν εδώ, στη Κατοχή, ένας παπάς πισοδέχτης. Είχε,που λες, βάλει στο μάτι, ένα παλληκάρι. Πεινούσε ο κόσμος, τί να κάνει, από 'δω τον είχε, από κεί τον είχε,το κατάφερε το παλληκάρι να τονε πρατιγάρει. Και δε φτάνει πού΄χασε τη ψυχή του ο άθρωπος, έχασε και τ' όνομά του. Τον είδε κάποιος, την ώρα που είχε σηκώσει τα ράσα του παπά, για να του κάνει τη δουλειά και είπε: "Για 'δές τονε! Σα φωτογράφος είναι!" Κι από τότε τονε βγάλανε φωτογράφο.

(Ως γνωστόν οι φωτογράφοι τότε έβαζαν ένα μαύρο πανί πάνω από το κεφάλι τους για να βγάλουν φωτογραφίες με τις τεράστιες μηχανές με το τρίποδο).

Το δεύτερο παράδειγμα δεν περιέχει τον όρο, αλλά είναι σχετικό. Πρόκειται για πραγματικό περιστατικό, κάπου γύρω στο '60, όπως μου το διηγήθηκαν.

Σέ μονάδα, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, έχει φθάσει ο Σωτηράκης, που, όπως όλα δείχνουν, το πάει το γράμμα;. Σε κάποια "χειμερινή διαβίωση" κάποιοι "μερακλήδες" τον "στριμώχνουν" στο αντίσκοινο. Γίνεται το σχετικό σούσουρο, που φτάνει στ' αυτιά του ταγματάρχη. Μετά την επιστροφή στη μονάδα, κατά την επιθεώρηση, ο ταγματάρχης βγάζει σχετικό λογύδριο:

"Ως επληροφορήθην, είς εξ υμών ωθείται εκ των όπισθεν! Εάν τούτο αληθεύει τί να σας πώ; Άει σιχτίρ ξεφτιλισμένο τάγμα!"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified