Έτσι αποκαλούν μειωτικά τον διάκο στα Χανιά. Από το μέσο* = μισό + τράγος.
*Στην Κρήτη δε λέμε «μισοπάλαβος» αλλά «μεσοπάλαβος»...
Μεσότραγος εγίνηκε ο Παντελιός, με το καλό και τράος.
Έτσι αποκαλούν μειωτικά τον διάκο στα Χανιά. Από το μέσο* = μισό + τράγος.
*Στην Κρήτη δε λέμε «μισοπάλαβος» αλλά «μεσοπάλαβος»...
Μεσότραγος εγίνηκε ο Παντελιός, με το καλό και τράος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έτσι αποκαλούν ο ένας τον άλλο οι αστυνομικοί της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. (ομάδα Δίκυκλης Αστυνόμευσης). Έχει διακριβωθεί και διασταυρωθεί στην περιοχή των Εξαρχείων, από αυτήκοους μάρτυρες και από ανθρώπους που ξέρουν Διάδες προσωπικά. Ναι, το ξέρω ότι ακούγεται κάπως, αφενός γιατί είναι πολύ γενικευμένος χαρακτηρισμός για να χρησιμοποιείται με τόσο τεχνικό νόημα, και κυρίως, γιατί από το μέσο μπάτσο δεν περιμένει κανείς αυτοσαρκασμούς, πολλώ μάλλον κάτι που μοιάζει με την ευφυή απαλλοτρίωση αρχικά μειωτικών εννοιών από τις υποκουλτούρες.
Αλλά δεδομένου ότι κάπως πρέπει να φωνάζει ο ένας τον άλλον, δεδομένου ότι έχουν στρατολογηθεί από καγκουροφάσεις, και δεδομένου ότι αν χρησιμοποιούσαν το δημοφιλές λαμόγιο για να φωνάζει ο ένας τον άλλον θα τους καλούσε το εσωτερικών υποθέσεων, το ζώο αβίαστα προκύπτει, και μια χαρά κάνει για προσφώνηση, αφού προφανώς τονώνει και το ηθικό των συμπαθών δικάβαλων, κάνοντας τους να πιστεύουν ότι συμμετέχουν κι αυτοί στο ιδανικό της Κ.Δ.Ο.Α. όπως και οι συναδέλφοι τους από άλλα σώματα που έχουν πιο φαντεζί και επιβλητικό λουκ.
(Διάς στο ζευγάρι του)
- Έλα ρε ζώο.
(Διάς, πάλι στο ζευγάρι του)
- Έρχεται ασφάλεια και ζώα (ενισχύσεις).
(σόρυ για τα ανέμπνευστα παραδείγματα)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παλαιότερα αποτελούσε μειωτικό χαρακτηρισμό των οπαδών και μελών της ομάδας του Παναθηναϊκού στη λογική ότι η ομάδα εκπροσωπούσε τα αστικά και μεγαλοαστικά στρώματα της Αθήνας, και δη των Βορείων Προαστίων, με λίγα λόγια τους φλώρους της υπόθεσης, σε αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο Ολυμπιακό, που αντιπροσώπευε το λιμάνι, την εργατιά και την προσφυγιά (λέμε τώρα) ή τις προσφυγικές ομάδες της Α.Ε.Κ. και του Π.Α.Ο.Κ.
Ως προς την ετυμολογία του τζιτζιφιόγκου βρήκα εδώ την ενδιαφέρουσα (πλην όχι σίγουρη) άποψη ότι πρόκειται για νόθο σύνθετο από το τουρκικό τζιτζί (< cici = ωραίος, χαριτωμένος) και το φιόγκος.
Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο όρος προέρχεται από ένα έντονα φημολογούμενο έθιμο φιλοξενίας που είχαν οι Εσκιμώοι, παράξενο για την δυτική, χριστιανική νοοτροπία, το οποίο λέγεται ότι εξαφανίστηκε μεμιάς όταν οι ιεραπόστολοι εκχριστιάνισαν τους πληθυσμούς των Εσκιμώων: Εάν δεχτούν έναν ξένο σπίτι τους, η παράδοση των Ινουίτ επιβάλλει στον Εσκιμώο οικοδεσπότη να προσφέρει ο,τι διαθέτει το σπίτι του στην διάθεση του φιλοξενούμενου, συμπεριλαμβανομένης -εκτός του φαγητού, της θέρμανσης και ιατρικής (εάν είναι απαραίτητο) περίθαλψης- και της συζύγου του, προς τέρψιν του.
Ο Εσκιμώος λοιπόν είναι περιγραφή που προσδίδεται αυστηρώς και μόνο σε άντρα, και μόνο από τον άνδρα κολλητό του. Ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός λειτουργεί ως «παράσημο» για τον φορέα και τιμά ιδιαιτέρως, στα πλαίσια του ιδεώδους της ανδρικής φιλίας.
Από το προαναφερθέν έθιμο προέρχεται ο χαρακτηρισμός του φίλου Α, ο οποίος «προσφέρει» πρώην ή μέλλουσα κατάκτηση, είτε δηλώνοντας ρητά ότι δεν έχει πρόβλημα να της την πέσει ο φίλος Β είτε υποχωρώντας από το ταρτάν του κόρτε. Ειδικά αν ο «παραχωρών» είχε το πάνω χέρι στη κούρσα διεκδίκησης, αυτό προστίθεται στα υπέρ του. Φυσικά ο παραχωρών Α πρέπει να δρα καλή τη πίστη, αποκλειστικά στο όνομα της φιλίας του με τον Β, να μην υπάρχουν μηχανορραφίες και συμφέροντα και ο παραλήπτης της χάρης Β να μην εκβιάζει δολίως την απόφασή του άλλου, ώστε όλα αυτά να γίνονται γερά στεριωμένα στην ιδέα της ανδρικής φιλίας.
(Για νυν, ούτε λόγος. Ούτε για πρόσφατες πρώην, όπου το «πρόσφατες» προσδιορίζεται ad hoc.)
Μάκης: Ρε συ αυτή δεν είναι το Μαράκι, η πρώην του Τάκη; Γιατί πάει χεράκι-χεράκι με τον Λάκη;
Σάκης: Ο Τάκης και ο Λάκης τα συμφωνήσανε, ότι δεν παίζει θέμα μεταξύ τους και να κάνει ο,τι θέλει.
Μάκης: Πςςς! Τι Εσκιμώος αυτός ο Τάκης!
Got a better definition? Add it!
Published
Η λατινική (επιστημονική) ονομασία του δίποδου είδους των θηλαστικών που προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανάγκη της αναπαραγωγής, ζευγαρώνουν με οποιοδήποτε αλλοπρόσαλλο ταίρι του είδους τους.
Το λατινικό διώνυμο κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται, ως ελεύθερη μετάφραση, του ελληνικού χαρακτηρισμού σαβουρογάμης.
- Μαλάκα τη βλέπεις τη γκόμενα στο μπαρ;
- Αυτή ρε τρόμπα δε βλέπεται.
- Εγώ πάω να της την πέσω.
- Στο καλό. Τουλάχιστον, δεν θα ανησυχεί η WWF μην κι εξαφανιστεί το είδος σαβούριους φακέντιους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παρτσακλός, -ή, -ό (επίθ.). Ο άτσαλος, ο άχαρος. Χαρακτηρισμός ανθρώπων που σου ξινίζουν στο μάτι τόσο σε συμπεριφορά όσο και σε εμφάνιση.
- Ρε συ, είδες το παρτσακλό που κουβαλούσε ο Γιώργης χτές;
- Τι να σου πω ρε φίλε. Εγώ αν ήμουν στη θέση του θα ντρεπόμουν να την κυκλοφορήσω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που αλλού πατάει και αλλού βρίσκεται. Ο ατσούμπαλος στο βάδισμα.
- Κοίτα την πώς πάει. Σαν απατουόπατας.
- Εμ, 1.50 δε μπορεί να πατήσει ούτε με παντούφλες, ήθελε και είκοσι πόντους τακούνι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τουρίστας προερχόμενος από χώρες του Ευρωπαικού Βορρά (κυρίως από Γερμανία). Προέρχεται από το όνομα του παλιού άσσου της Εθνικής Γερμανίας Klaus Aughentaler.
Για κοίτα τον Αουγκεντάλερ. Έχει την κάλτσα μέχρι το γόνατο!
Got a better definition? Add it!
Η παραπάνω λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη φθηνή κοπέλα, η οποία ψάχνει εναγωνίως γκόμενο για να κάνει σχέση. Συνήθως περιφέρεται σα ραντάρ με ένα τσιγάρο στο στόμα παίζοντας το μοιραία...
Πώς πρέπει να σε αποκαλέσει κανείς αφού την πέφτεις σε 55αρη; Παντόφλα είσαι μωρή και μάλιστα δίσολη!!!
Got a better definition? Add it!
Ο φραπέλληνας του οποίου η συνοδευόμενη μετά φραπέ ραστώνη έχει καταστεί πλέον φρόνημα και έχει διαμορφώσει το ίδιο το μυαλό του.
Συνήθως εκφέρεται μαζί με το καναπεδόμυαλοι ως συνώνυμο για το καναπεδάτοι, καναπεδάκηδες.
Αποτελεί μία από τις αγαπημένες εκφράσεις στην ιδιόλεκτο του Νίκου Κωνσταντινίδη, αλλά έχει διαδοθεί αρκετά στον διαδικτυακό- μπλογκικό λόγο. Χρησιμοποιείται συνήθως (τουλάχιστον βάσει των γουγλικών ευρημάτων) σε ένα ντίσκουρς (που λέμε και στο χωριό μου) διατύπωσης μιας ανάγκης εθνικής αφύπνισης του αποχαυνωμένου Έλληνα, που είναι χαρακτηριστικό κυρίως ενός δεξιόστροφου λαϊκισμού, χωρίς όμως να αποκλείεται η χρήση του και από άλλους ιδεολογικούς χώρους, καθώς άλλωστε περιγράφει ένα πολύ γνωστό φαινόμενο.
Διαδώστε το παντού μεγάλες αλήθειες!!!Οι καναπεδομυαλοι και φραπεδόμυαλοι Έλληνες!! (Από το epanastasi-gr.blogspot).
Οσο οι ατσαλάκωτοι των γραφείων και οι φραπεδόμυαλοι- καναπεδόμυαλοι αναπαύοντε επι του ..τρικολόρε καναπέους άλλο τόσο οι υπορδοι θα λαμβάνουν αποφάσεις για εμάς χωρίς εμάς. (Εδώ).
οχι απλως οι φραπεδομυαλοι της δαπ κατεβαινουν σε καμια πορεια με τα συντροφια του παμε για επαναστατικο χαβαλε που και που.. (Εδώ).
Oι ξεφτίλα των φοιτητών.. Εξω οι φραπεδόμυαλοι από τα πανεπιστήμια, έξω τα κόμματα που χειραγωγούν σκέψεις στα πανεπιστήμια. (Εδώ).
πως το ειπες φιλαρακο; ειμαστε ο πιο δραστηριος λαος; αυτο ξαναπες το..μαλλον ξεχνας οτι ειμαστε οι πιο τεμπεληδες, φραπεδομυαλοι και καναπεδάκηδες (Εδώ).
- Ο από πάνω μου είναι φασίστας, μεταμφιεσμένος σε πάνκη με σκοπό να διεισδήσει στο κύκλωμα [ανοιχτό/κλειστό] του ντι άι γουάι και να μαζέψει σημαντικές πληροφορίες για τη λειτουργία του, όπως το που κρύβει ο χαομπανξ τα ροζ κυλοτάκια του. Για να πετύχει τον σκοπό του δε διστάζει ακόμα και να πιάσει φιλίες κοντινού -πολύ κοντινού- τύπου με τους μπανξ. Συχνάζει στο Καφέ Τροπικάνα της Μυκόνου και πλησιάζει όποιον βρει με υφάκι τρίτης διαλογής ντετέκτιβ και ρωτάει «DIY δικέ μου; Ε δικέ μου; Κι εσύ DIY δικέ μου; Ναι δικέ μου;» -- αν κάποιος τον στραβοκοιτάξει αρχίζει να ουρλιάζει «ΦΡΑΠΕΔΟΜΥΑΛΟΣ ΜΑΓΚΕΣ!!! ΒΑΡΑΤΕ ΤΟΝ!!! ΦΡΑΠΕΔΟΜΥΑΛΟΣ!!!!». Ντύνεται κυρίως με στραπατσαρισμένα τζην και μπλούζες με στραβοτυπωμένες ολόσωμες γυμνές του Τζόννυ Ρόττεν, το αγαπημένο του ποτό είναι το γάλα με κακάο και ούζο και το ναρκωτικό της διαλογής του το χρήμα.
- :lol: συνηθως οι καγκουρες ειναι οι φραπεδομυαλοι...αμα τους κοιταξεις πανω απο 3 δευτερα ερχονται με αλλους 20 και σου πουλανε τσαμπουκα! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!