Further tags

Ο καψουρεμένος έρωτας πελάτη για πουτάνα. Καλύπτει βέβαια όλο το φάσμα των πληρωμένων σεξουαλικών δραστηριοτήτων, από μπορντέλο μέχρι στριπτητζάδικο, περνώντας από βιζιτούδες, κωλ-γκερλ, «τουρίστριες» κ.ο.κ.). Ο πουτανοκαψούρης εμφανίζει αποκλίνουσα συμπεριφορά σε σχέση με τους υπόλοιπους μπουρδελιάρηδες, καθώς εστιάζει σε μια πουτάνα, θεωρεί ότι έχει κάτι ιδιαίτερο μαζί της, ότι τα αισθήματα είναι αμοιβαία, κι ότι κι αυτή αισθάνεται κάτι γι' αυτόν, αλλά δεν το δείχνει περισσότερο επειδή δεν μπορεί να διαφέρει απ' τις άλλες κορασίδες.

Για τις ίδιες τις εργάτριες του σεξ ο πουτανοκαψούρης ενίοτε είναι θελκτικός, γιατί αποτελεί εύκολο χρήμα. Ή και γιατί όντως είναι ευχάριστη η συντροφιά του ή τις κάνει να αισθάνονται λιγότερο απάνθρωπα. Ενίοτε είναι ενοχλητικός και φορτικός για την επιμονή του και τις «αντιεπαγγελματικές» καταστάσεις που προκαλεί. Για τους λοιπούς μπουρδελιάρηδες, ο πουτανοκαψούρης αποτελεί persona non grata, γιατί καλομαθαίνει τις πουτάνες και χαλάει την πιάτσα. Τον αποκαλούνε σκωπτικώς και «αγαπούλη».

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα για άνδρα που αναπτύσσει σύμπλεγμα «Πυγμαλίωνα» (βλ. θεατρικό του G.B. Shaw) και θέλει να μορφώσει / διαπλάσει πνευματικά γυναίκα λαϊκής καταγωγής. Με ακόμη πιο ευρεία έννοια, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιονδήποτε ρομαντικό επιμένει δονκιχωτικά να αποδίδει αξία σε καταστάσεις / θεσμούς/ ιδεολογίες, που δεν την έχουν αφ' εαυτών.

Οι πουτανοκαψούρηδες αποτελούν ένα ελάχιστο δείγμα του συνολικού μπουρδελιάρικου πληρώματος. Και εστιάζονται κυρίως σε πολύ νεαρές ηλικίες, λ.χ. εφήβους που έχουν χάσει μόλις την παρθενιά τους από πουτάνα, ή σε γέροντες, λ.χ. πορνόγερους που μια συγκεκριμένη επαγγελματίας είχε γι' αυτούς πιο ευεργετικά αποτελέσματα κι από το βιάγκρα. Οπότε μιλάμε για συνδυασμό πουτανοκαψούρας και γεροντοκαψούρας. Παραδόξως, ενώ οι πουτανοκαψούρηδες αποτελούν μια ισχνή μειοψηφία μεταξύ των μπουρδελιάρηδων, αποτελούν την πλειοψηφία στην λογοτεχνία, σινεμά και άλλες τέχνες. Πρβλ. Pretty Woman. Υπάρχει το στερεότυπο του γέρου πουτανοκαψούρη που πληρώνει μια όμορφη νέα μόνο για να κάθεται / ξαπλώνει δίπλα της χωρίς σεξ, βλ. λ.χ. το Οι Θλιμμένες Πουτάνες της Ζωής μου του Gabriel Garcia Marquez. Συναφές στερεότυπο είναι ο συγγραφέας που πληρώνει την πουτάνα όχι για σεξ, αλλά για να του διηγηθεί την ιστορία της ζωής της, από τη οποία μετά εμπνέεται για βιβλίο (μεταξύ μας, μελό).

  1. Την έχει περικυκλώσει την Τζέσικα και δεν την αφήνει σε χλωρό κλαρί. Μεγάλος πουτανοκαψούρης! Την έχει δει Ρίτσαρντ Γκηρ και νομίζει πως η Τζέσικα είναι η Τζούλια Ρόμπερτς!

  2. «Όσο για τους αγαπούληδες, τους αξίζει δημόσια διαπόμπευση. Και μετά να τους κρεμάσουμε στην Πλατεία Συντάγματος! Αυτοί μας τις χαλάνε!». (Αγανακτισμένος μπουρδελιάρης σε φόρουμ σχετικό με πληρωμένο έρωτα).

  3. Πουτανοκαψούρης ο Επαμεινώνδας. Πάει κάθε βράδυ το Φροσάκι στο Μέγαρο και μετά για σούσι στο Κολωνάκι. Ξέρεις την Φρόσω την μπουζουκομούνα! Το καημένο το κορίτσι έχει να δει μπουζούκια απ' του Αγίου Πούτσου.

  4. Είναι αθεράπευτος πουτανοκαψούρης! Ξέρεις, ο τύπος που πιστεύει στην δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, ότι μπορεί να πετύχει τα πάντα με το σπαθί του. Όποτε δεν του αρέσει κάτι συμπληρώνει παράπονο και το ταχυδρομεί. Και νομίζει ότι έτσι θα αλλάξει η υπηρεσία. Πιστεύει και στην Αστυνομία, στις ένοπλες δυνάμεις. Το καημένο το παιδί του! Δεν ήθελε ο πατέρας του να βάλει μέσο κι έτσι υπηρέτησε ανοικτά της Ιφκίνθου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βιαστής. Προέκυψε από ανέκδοτο ξένων γλωσσών- «πώς λένε τον Ιάπωνα βιαστή» (βλ. και λήμμα ό,τι κάτσει), κι από κει πέρασε στην σλανγκ.

Δέβωρα: Του είπα του Βάγγελα ότι δεν ενδιαφέρομαι, αλλά αυτός επιμένει, σώνει και καλά να γίνει φάση... Με το στανιό! Ώρες ώρες γίνεται πολύ φορτικός!
Μαριλού: Να τον προσέχεις! Τον κόβω για κάτσει-δε-κάτσει τύπο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη του λήμματος δεν αναφέρεται σε αυτούς τους τσοχανταραίους. Πρόκειται για διαφορετική περίπτωση.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη σχηματίζεται από τις λέξεις τσόχα και αντάρα.

Η λέξη τσόχα παραπέμπει στην πράσινη τσόχα και κατ' επέκταση σε σχετικά μ' αυτή τυχερά παιχνίδια όπως: χαρτοπαίγνιο (31, black jack, Θανάσης, πόκερ, κ.λπ.), ρουλέτα, κ.λπ. Τα τυχερά αυτά παιχνίδια μπορούν να γίνουν σε σπίτια, σε λέσχες, σε καζίνο, κ.λπ.

Η λέξη αντάρα αναφέρεται στη μανία ορισμένων προκειμένου να πάνε στο πεδίο της μάχης (χαρτοπαίγνιο) για να ποντάρουν τεράστια ποσά, καθώς και στα διαρκή χτυπήματα τους με στόχο το μπαγιόκο, το ρεφάρισμα και την αποφυγή του φαλιρίσματος. Μιλάμε για την... αντάρα!

Οι τσοχανταραίοι εφαρμόζουν τις στρατηγικές τους και κάνουν τις σχετικές λαμογιές τους, με στόχο να εξέλθουν τροπαιούχοι απ' το πεδίο της μάχης.

Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, η πίεση και η αδρεναλίνη είναι σταθερά καρφωμένες πάντα στο κόκκινο. Είτε τους πάρουν τα σώβρακα, είτε κερδίσουν, αυτοί συνεχίζουν στη μαστούρα τους.

Άρα, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως τσοχανταραίους στη συγκεκριμένη περίπτωση, χαρακτηρίζουμε τους μανιακούς των αναφερόμενων τυχερών παιχνιδιών, οι οποίοι, όπως και οι παλιοί τζοχανταραίοι, δε διστάζουν σε τίποτα προκειμένου να εκπληρώσουν την αποστολή τους (να πάνε, να παίξουν, να νικήσουν).

Βεβαίως, στα παράνομα χαρτοπαίγνια, οι τσοχανταραίοι (μανιακοί χαρτοπαίκτες) φοβούνται μην τους πιάσουν στα πράσα οι τζοχανταραίοι (μπασκίνες).

Μέγας τσοχανταραίος, ο Nick the Greek.

Συνώνυμη λέξη: τζογανταραίοι (εκ των λέξεων τζόγος και αντάρα).

-Που είναι ο Βρασίδας;
-Έχει πάει ο μαλάκας μαζί με κάτι άλλους τσοχανταραίους να ακουμπήσουν περιουσίες πάλι στην πράσινη τσόχα. Θέλει λέει να ρεφάρει για να πάρει ένα πανάκριβο μενταγιόν στη Λίλιαν, αλλά με την γκίνια που τον δέρνει τελευταία, θα χάσει και τη Λίλιαν αλλά και όλη του την περιουσία. -Του είναι πιστή η Λίλιαν;
-Μπα. Απ' ότι μαθαίνω, από τα ίχνη όπου αφήνει το αμαρτωλό σε διάφορα λήμματα, έχει πάρει, όχι απλά το Βρασίδα, αλλά και τα δέντρα.

(από GATZMAN, 23/12/08)(από GATZMAN, 23/12/08)Οι τσοχανταραίοι στην αντάρα της μάχης (από GATZMAN, 23/12/08)Ταινία"Χαρτοπάικτρα".Μια ταινία με πολλούς τσοχανταραίους και τζοχανταραίους (από GATZMAN, 23/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από το σάντουιτς των ΜακΝτόναλντ, δηλώνει και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Αποτελεί ταυτοχρόνως μεγεθυντικό, αλλά και σύντμηση του «Μακαριώτατος», που είναι ο ειδικός θεσμικός τρόπος απεύθυνσης στον Αρχιεπίσκοπο.

Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως περιπαικτικός όρος για να δηλώσει τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο (Θεός σχωρέστον!) από αντι-χριστοδουλική μερίδα του Τύπου (λ.χ. «Ελευθεροτυπία») και κυρίως να περιγράψει τον πληθωρικό χαρακτήρα του.

Τώρα που ο νέος Αρχιεπίσκοπος έχει κάπως ισορροπήσει τις συμπάθειες, μένει στους λεξικογράφους να διαπιστώσουν αν το «Μπιγκ Μακ» ήταν τελικά χαρακτηρισμός θεσμού, όπως ας πούμε το «φαραώ», ή το «Μίνωας», ή χαρακτηρισμός προσώπου, όπως λ.χ. το «Φύρερ» (τυχαία τα παραδείγματα).

Αντώνυμο: Και πάσης Ελλάδος (χρησιμοποιείται από τους φίλα προσκείμενους)

- Τα 'μαθες; Πάλι σήκωσε τα λάβαρα της επανάστασης ο Μπιγκ Μακ!
- Έλα ρε, γουστάρω! Λοιπόν, πολύ τον πάω τον Μπιγκ Μακ!
- Εγώ πάλι, προτιμώ το ΜακΜπέικον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διπλοπαρκάρων και εξαφανισθείς.

Κλασικό δείγμα έλληνος οδηγού εν άστυ προ δεκαετίας, ο οποίος διέθετε μεν την απαραίτητη γαϊδουριά να αφήσει το αμάξι του διπλή σειρά αλλά είχε και ψήγματα τύψεων, ισχυριζόμενος άμα τη επανεμφανίσει του, φέρων την σύζυγο αλά μπρατσέτα και τα καριοκάκια από τον Χατζηφωτίου, ότι να, μέχρι το φαρμακείο πετάχτηκε να πάρει ένα Αμοξύλ για τον πιτσιρικά.

Το είδος τείνει να εκλείψει, γιατί πλέον ο κόσμος αφήνει το κινητό του στο μπαμπρίζ ή επειδή το σημείο τήξης του κόσμου έχει κατεβεί επικίνδυνα χαμηλά, οπότε και ο παραβάτης αντί να πει κάνα μπαρντόν σε αρχίζει στα μπινελίκια και τα γαμοσταυρίδια.

Φορέθηκε πολύ στην Θεσσαλονίκεια πυρίκαυστο ζώνη.

Ρε συ Χρήστο, πάτα λίγο κόρνα μπας και 'ρθει ο φαρμακείος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί Τουρκοκρατίας, μέλος επίλεκτου σώματος της Οθωμανικής χωροφυλακής, ίσως και σωματοφύλακας του τοπικού άρχοντα. Είχαν φήμη ότι ήταν βάναυσοι και αδίστακτοι. Συνειρμικά, η λέξη παραπέμπει στον Αλή Πασά και η φράση «Τουρκαλβανοί τζοχανταραίοι» ήταν στάνταρ κλισέ στα ολίγον πατριδολάγνα, ολίγον τρομολάγνα, ολίγον μελό αναγνώσματα του μεσοπολέμου τύπου «Καπετάν Βρυκόλακας».

Στην τρέχουσα, η λέξη είναι σπάνια και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον μπασκίνα τραμπούκο και γενικότερα τον εγκάθετο, αυτόν που εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία. Με την έννοια αυτή, θα έλεγαν ορισμένοι, η σημασία του λήμματος τσοχανταραίοι που εισάγει ο Deliolanis έχει τη λογική της.

Απαντάται και ως τσοχανταραίος, τζοχαντάρης και τσοχαντάρης.

Η προέλευση της λέξης πρέπει να ανάγεται στο τούρκικο jandarma και το συνώνυμο αλβανικό xhandar = χωροφύλακας.

Δες και το λήμμα κάνω ζάφτι.

  1. (Από το δημώδες σουξεδάκι Της Λένως του Μπότσαρη)

Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μον πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
Έχει και ’ς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
-Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια ’ς την ποδιά και βόλια ’ς τοις μπαλάσκαις.
-Κόρη για ρίξε τα άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου.
-Τι λέτε μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ μαι η Λένω Μπότζαρη, η αδελφή του Γιάννη,
Και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των τουρκών τα χέρια.

  1. Τώρα για να σοβαρευτούμε και να μιλήσουμε πέραν των πεπραγμένων των εγχωρίων συμμοριών που δηλώνουν νεοφιλέλεύθεροι, σοσιλαδημοκράτες, σοσιαλιστές, κομμουνιστές ενώ στην πραγματικότητα είναι τσοχανταραίοι και κρατιστές πιο πολύ και από τον Στάλιν και τον Μάο στα ντουζένια τους (Από phorum.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επιφώνημα Λαρισαίου που έχει νοσταλγήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, ύστερα από ένα οπωσδήποτε σύντομο ταξίδι στην Αθήνα ή την γειτονική Αυστρία. Στην (μεταξύ μας, καθόλου απίθανη) περίπτωση που θα είναι τυρόβλαχος θα το προφέρει: «Λάρσα Λάρσα, σε είδα και λαχτάρσα!». Φράση σύμβολο του τοπικισμού.
    Συνώνυμα: Παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας ειν' και μπαλωμένο / Παρθένα απ' τον τόπο σου κι ας είναι και ραμέν η/ Καλλλά, μαλλλάκας Αθηναίος είσαι; (Σαλονικιώτικη προφορά) κ.ο.κ.

  2. Επιφώνημα σλαβόφιλου που το αντικείμενο του πόθου του ονομάζεται Λαρίσσα: Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ρωσικό όνομα που βγαίνει από τον γλάρο (ως γνωστόν, every name has a Greek root!), δηλαδή η γλαροπούλα, - θυμίζει και Τσέχοφ!

Τα σλαβικά ονόματα του θηλυκού ξανθού γένους είναι τεσσάρων ειδών. Τα αναφέρω με αύξοντα αριθμό σλαβόφιλης καύλας ή σλαβολαγνίας:

α) Τα διεθνή ονόματα κορασίδων με ελάχιστο μόνο σλαβικό χρώμα. Βλ. Βερόνικα, Μαρίνα, Γιούλια, Λίζα, Ντανιέλα, Λίλιαν(α) (το τελευταίο, απλή συνωνυμία!) κ.ο.κ.
β) Οι τελείως χαρακτηριστικές σλαβικές εκδοχές διεθνών ονομάτων στο υποκοριστικό τους. Βλ. Νατάσα, Κάτυα-Κατυούσα, Μάσα, Όλια (Όλγα), Σάσα, Σόνια.
γ) Τα Σβετλάνα, Τατιάνα και Ταμίλα, που είναι πολύ ιδιάζοντα, αλλά και πολύ τουριστικά. Ό,τι είναι ας πούμε η Πλάκα για την Αθήνα, η Μονμάρτρη για το Παρίσι, ή το Σόχο για το Λονδίνο. Ανεπανάληπτα, δηλαδή, αλλά δεν θα πας να στοιβαχτείς παρέα με όλους τους τουρίστες.
δ) Μια ειδική κατηγορία ονομάτων, που περιλαμβάνουν πολύ ιδιαίτερα, αλλά και κάπως πιο ψαγμένα ονόματα, που ως τέτοια εγείρουν τον ενθουσιασμό των σλαβόφιλων. Αυτά είναι τα: Ντάρια, Βίκα, Νάστυα, Βλάντα, Μίλα, Λέρα, Ντάσα, και... στην κορύφωση της σλαβολαγνίας, η καλύτερη απ' όλες...

η Λαρίσσα!

Πρέπει να το παραδεχτούμε: Η Λαρίσα είναι για τον σλαβόφιλο ό,τι είναι για τον άνδρα η/το Λίλιαν!

-Μωρούλjι μου, θα πιούμε ένα πουτάκι;
-Είσαι η Λαρίσσα, ή είσαι απ' τη Λάρισα;

Λαρίσσα, Λαρίσσα, σε είδα και λαχτάρησα!

Όπως λέμε:

Μίλα μου για Μίλα!
Η Ταμίλα με τα σέξι μήλα! (βλ. σλαβόφιλος, ο).
Πήρα την κατιούσα με την Κατυούσα!
Κατυούσα, είσαι (πύραυλος) Katyusha!
Η Λέρα είναι σκέτη Λέρα!
Νάστυ με τη Νάστυα!
Στην Σιβηρία σε γύρευα και στη Μύκονο σε Βίκα.
Βικα-παίδεια, έκδωσέ την μόνος σου!
(Κλείνω εδώ γιατί μ' έχει πιάσει σεφερλίτιδα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ανήκων σε κίνημα διανόησης που άρχισε τον 19ο αιώνα και επεδίωκε την ανάπτυξη της Ρωσίας με αξίες και θεσμούς που θα αντλούνταν από την πρώιμη Ιστορία της. Κυρίως την σλαβική συνοδικότητα-κοινότητα (σαμπόρνοστ) και πρώιμη κοινοκτημοσύνη, τις αξίες της αγροτικής ζωής και την ορθοδοξία. Αποτέλεσε πρόδρομό του, αλλά δεν ταυτίζεται με τον πανσλαβισμό, που επεδίωκε την ένωση όλων των Σλάβων.

Αντώνυμα: Δυτικόφιλος, σλαβοφοβικός.

  1. Ένας τύπος Νεοέλληνα ή Ελληνάρα, που ελκύεται ειδικά από τα σλαβικά χαρακτηριστικά, κατά το «τα ετερώνυμα έλκονται». Ειδικοί πόλοι έλξης είναι:
  • Το λείο, φυσικώς άτριχο κι ανοιχτόχρωμο δέρμα.
  • Τα ξανθά μαλλιά - αλλά όχι απαραίτητα. Βλ. λήμμα ξανθόν γένος, το.
  • Τα έντονα μήλα.
  • Η μη (θεωρούμενη) κρυάδα - κρυοκωλίτιδα των δυτικών.
  • Μια θελκτική θηλυκότητα (σε αντίθεση με την (πάλι θεωρούμενη) αποθηλυκοποίηση της γυναίκας στην Δύση).
  • Ως πουτσάναμμα μπορεί να λειτουργήσει μια ενδεχόμενη μιγαδοποίηση με ασιάτικα φύλα, οπότε έχουμε σλαβοτατάρα, με όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά και με μια δόση παραπάνω σχιστά μάτια και μογγόλικα χαρακτηριστικά (με την καλή έννοια).
  • Ως εξαίρετο πουτσάναμμα, όμως, είναι το αν η εν λόγω Σλάβα έχει σχέση με τις καλές τέχνες του χορού και της μουσικής, αν είναι μπαλαρίνα, πατινέρ, σολίστ ή αθλήτρια ενόργανης γυμναστικής κατά τα σοβιετικά πρότυπα.
  • Το ότι οι Σλάβες δεν έχουν ούτε τις υπερβολικές καμπύλες των μεσογειακών, ούτε τα θεωρούμενα «αγροτικά χαρακτηριστικά» των Σκανδιναβών.
  • Στην περίπτωση ορισμένων σλαβικών εθνών και η ορθοδοξία, που λειτουργεί ως πόλος έλξης για τους αγριοχρίστιανους Ελληνάρες.
  • Το ότι ο Ελληνάρας έχει την ευχέρεια να το παίξει Γκρήκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ χωρίς να φάει ήττα από την ξένη γκόμενα, γιατί η Ελλάδα δεν προσαρμόζεται με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, και γενικά χωρίς να αισθανθεί αίσθημα μειονεξίας.

Συνώνυμα: Ο Επιμένων ΣλαβοΝΙΚΑ.

Ο σλαβολάγνος αποτελεί την σεξουαλική διαστροφή άνδρα που ερεθίζεται απλώς και μόνο από την κατάληξη του ονόματος σε -όβα, ή από την βαριά προφορά των -ν και -λ σε -nj και -lj (λ.χ. «Μωρούλjι μου!»), ακόμη κι αν η εν λόγω Σλάβα είναι εμφανισιακώς χειρότερη κι από Ελλεεινίδα. Είναι ο τύπος που μια γυναίκα τον έχει στο τσεπάκι της, απλώς και μόνο αν του πει ότι ονομάζεται Σβετλάνα.

Αντώνυμα: Δυτικόφιλος, μεσογειακόφιλος, σκανδιναβόφιλος, λατινόφιλος, ο Επιμένων Ελληνικά, σλαβοφοβικός.

- Την ρώτησα και για το ονοματάκι της. - Και, και; Τι έγινε;
- Τι να γίνει; Δεν τέλειωνε σε -οβα! Αυτό ήταν! Δεν μπορούσα να καυλώσω με τίποτα!
- Αθεράπευτος σλαβόφιλος είσαι ρε φίλε! Δηλαδή, αν δεν λέγεται «Σβετλάνα» η κοπέλα δεν σου κάνει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως καινούρια ανιψούλα ορίζεται η εικοσάρα (εικοσιδυάρα το πάρα πολύ), ξανθιά κατά προτίμηση, χαζογκόμενα που πλαισιώνει πενηντάρη και άνω. Η έκφραση χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους -αντάρηδες που θέλουν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη μιας τέτοιου είδους κορασίδας στο πλευρό τους, όσο και από πολλούς που θέλουν να ειρωνευτούν τον τυπάκο που την γυροφέρνει με περηφάνια αλλά «προσπαθεί να το κρύψει» . Αποτελεί το όνειρο κάθε άντρα που φτάνει σε τέτοια ηλικία όσο και αντρών μικρότερων ηλικιών που δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ (της επόμενης μέρας) με την προοπτική καριέρας που θα τους επιτρέψει να διαθέτουν κάποτε ένα τέτοιο νυμφίδιο.

Από το άλλο πλευρό (που δεν κοιμάσαι), το να είναι κάποια καινούρια ανιψούλα αποτελεί και την πρώτη προτεραιότητα γιατί διαθέτει πολλά πακέτα που αναζητούν οι γυναίκες σε ένα: Επαγγελματική αποκατάσταση, σεξουαλική ικανοποίηση (από ένα μικρό μπλε χαπάκι που χρειάζεται άνδρα για να ενεργήσει), ξεπορτίσματα (γιατί οι μπίζνες δεν επιτρέπουν στον άνδρα να είναι συχνά εκεί) και πρόκληση ζήλειας-σκάσιμου από το κακό φιλενάδων που σπουδάζουν ή είναι πωλήτριες ή κομμώτριες. Ωσεκτουτού αποτελεί τη Νο. 1 επιλογή εργασίας για τις κοπέλες και αφήστε τις μαλακίες για τα παιδαγωγικά, τις φιλοσοφικές και τις γυναίκες καριέρας.

Προέρχεται από την αλησμόνητη πρώτη διαφήμιση του Τζόκερ που μέρος της αναλύεται στο παράδειγμα. Τώρα γιατί ανιψούλα; Δεν ξέρω ακριβώς αλλά μάλλον είναι η πιο κοντινή στην πραγματικότητα δικαιολογία. Η πιο κοντινή συγγενής που επιτρέπει συχνές συναντήσεις, κάθισμα στα γόνατα, οικειότητα ανησυχητική και δικαιολογεί και την διαφορά ηλικίας.

(Ένας τυπάκος που δουλεύει χρόνια σε ένα γραφείο 2Χ2 τύπου κλουβιού βλέπει ότι κέρδισε το Τζόκερ και κατευθύνεται σούμπιτος στο γραφείο του προϊσταμένου που έχει μια κοπελιά στα πόδια του)

- Ώπα, τι βλέπω εδώ Χρηστάκο; Καινούριο χαλί για το γραφείο;
- Σας παρακαλώ κ. Αλεξιαδοπουλίδη, πως μπαίνετε χωρίς να χτυπήσετε;
- Λέω να χτυπήσω το κεφάλι σου καλύτερα! Αλλά λυπάμαι την κοπελιά. Ποια είναι αυτή ρε συ; Καινούρια ανιψούλα; Μπαγάσακο!
- Θα αναγκαστώ να σας απολύσω κ. Αλεξιαδοπουλίδη!
- Όχι φιλαράκο μου, θα παραιτηθώ, θα αγοράσω την εταιρεία και εγώ θα απολύσω εσένα ρε λαμόγιο!
- Σιγά ρε Αλεξιαδοπουλίδη! Το Τζόκερ έπιασες;

Τζόκερ, δε θα ξέρεις τι έχεις! (Ούτε κι οι άλλοι θα ξέρουν και θα αναρωτιούνται)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην εποχή της Τουρκοκρατίας κυκλοφορούσαν ευρέως προφητείες ότι οι Ρωμηοί θα σωθούν απ' το «ξανθόν γένος». Αυτές ερμηνεύονταν ότι εννοούσαν τους Ρώσους και εντάθηκαν ιδίως στην εποχή του Μεγάλου Πέτρου, της Αικατερίνης της Μεγάλης, πριν τα Ορλωφικά και της συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και την ίδρυση του ρωσικού κόμματος.

Στην εποχή μας τις αναβιώνει ο Λιακό, που θεωρεί ότι οι πουτινιές του Πούτιν θα φέρουν τους Ελ στην θέση που τους αξίζει να είναι, εις πείσμα της διεθνούς συνωμοσίας σιωνιστών-παπικών-ιησουιτών-μασόνων και άλλων δυνάμεων από τον Γαλαξία της Ανδρομέδας. Ο Λιακό φαίνεται να έχει ρεύμα, γιατί ο όρος «ξανθόν γένος» έχει ξαναμπεί για τα καλά στην ζωή μας, τον βλέπεις πολύ συχνά.

  1. Ένας εναλλακτικός ορισμός είναι ο εξής: Οι απόγονοι των Ελληνίμ (που συμβατικά μόνο ονομάζονται Έλληνες ή Ελληνάρες, Ελλεεινίμ από τις κακές γλώσσες) περιμένουν την λύτρωσή τους από τον δυσβάσταχτο ζυγό που τους έχουν επιβάλλει οι απογόνοι των Ελλεεινιδίμ ή Σπασαρχιδίμ (εξωγήινα όντα με πολλή τριχοφυία) και στρέφουν τις ελπίδες τους προς το «ξανθόν γένος». Η προφητεία ότι οι Ελληνίμ θα σωθούν από το «ξανθόν γένος» είναι αδιαμφισβήτητη! Το θέμα είναι πώς ερμηνεύεται απ' τον καθένα.

Υπάρχει η εκδοχή ότι πρόκειται για τις ουτοπικές Σουηδανές που επιδράμουν τα καλοκαίρια στο Αιγαίο (το θέατρο των επιχειρήσεων). Υπάρχει και η σλαβόφιλη εκδοχή ότι η προφητεία αναφέρεται στις Οβίμ (όσων τα ονόματα τελειώνουν σε -οβα), η κάθοδος των οποίων ήρθε να δώσει μια νέα διάσταση στον όρο «ξανθόν γένος». Υπάρχουν κι άλλες ερμηνείες. Όπως και προβληματισμός για το πώς το «ξανθόν γένος» να μην αποτελέσει μία υποδούλωση στην κάθε ξεπλένω και bimbo, αλλά μια γνήσια εσχατολογική εμπειρία!

Με την βοήθεια του ξανθού γένους θα πάρουμε πίσω την Πόλη! Επειδή θα γίνεται πόλεμος ανάμεσα στο ξανθόν γένος και τους απογόνους των Νεφελίμ, εμάς που θα είμαστε ουδέτεροι, θα μας θεωρήσουν ως καλύτερους και θα μας δώσουν την Πόλη, τα Στενά και την Καππαδοκία, χωρίς να μας ανοίξει ρουθούνι! (Φαίνεται ότι θα έχουμε και τα πιο γατόνια πολιτικούς). Οι Τούρκοι θα εξανεμιστούν στα βάθη της Ασίας!

Δεν αντέχω άλλο τις Ελλεεινιδίμ! Όχι άλλο κάρβουνο! Μισώ την τριχοφυία, το μελαχροινό δέρμα, τις πεθερές! Πότε θα έρθει το ξανθόν γένος να με σώσει; Ζήτω το λείο δέρμα, το ανοιχτό χρώμα, το αθλητικό σώμα, και οι πεθερές σε άλλο πλανήτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified