Further tags

Μούγκλαβος ή αλλιώς μαμούχαλος, βαριέται να κάνει πράγματα, και όταν κάνει κάτι, το κάνει με πολύ αργή ταχύτητα. Γενικά είναι κοιμισμένος.

- Το βλέμμα του είναι κολλημένο στην τηλεόραση, δεν ακούει καν όταν τον φωνάζω, έχει αποβλακωθεί τελείως.
- Αφού είναι μούγκλαβος.

(από Καρντινάλε, 16/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κοροϊδεύει, εξαπατάει με αισχρό τρόπο τους άλλους.

Κλέβοντάς μου τα χρήματα που... ιδρώνει ο κώλος μου για να τα βγάλω... και έρχεται ο κάθε λεμές και εκμεταλλεύεται την άγνοια μας σε κάποια θέματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βαρουφίτσες, βαρουθείτσες

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες βαρουφακιστριώνε:

1.
Βαρουφίτσα και η Ντόροθι Κίνγκ!

2.
Ισπανίδα δημοσιογράφος δηλώνει «Βαρουφίτσα»

3.
Υπαρχουν και οι γυναικες λιγο μεγαλης ηλικιας που ειναι φαν του Βαρουφακη. Οι γνωστες και ως Βαρουθείτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο στην «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας» που προέκυψε από τον τσιπροκαμμένο συνασπισμό του τΣΥΡΙΖΑ με τους Ψεκασμένους Έλληνες.

Το λήμμαν προϋπήρχε των εκλογών τση 25ης Ιανουαρίου 2015, πρωκτοεμφανιζόμενο στο σλανγκρρ από τον Προφήτη Κχανκ (του Μεγαλόψυχου και Φιλεύσπλαχνου) το 2013.

1.
ο κ. Πάγκαλος σχολίασε με χιούμορ και τα περί… ΣΑΝΕΛ (συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητων Ελλήνων) λέγοντας πως του θυμίζει Μέριλιν Μονρόε, ωστόσο πρόσθεσε ότι «ο Τσίπρας και ο Καμμένος είναι γοητευτικά πρόσωπα αλλά όχι Μέριλιν».

2.
Υπέρ του Τσίπρα και ο τέως βασιλιάς. Ήταν ΣΑΝΕΛ (Συριζα+Ανελ) και μαζί με τον Κοκό γίνανε ΚΟΚΟ ΣΑΝΕΛ!

3.
Οι… ΣΑΝΕΛ κατακλύζουν το διαδίκτυο! Φωτιά στα κοινωνικά δίκτυα για τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξάρτητων Ελλήνων

4.
Τώρα σωθήκαμε! Ο Παπανδρέου στηρίζει την νέα συγκυβέρνηση των ΣΑΝΕΛ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Ο τύπος που επιδίδεται στην τέχνη του στοματικού έρωτος, κοινώς της πίπας. Ένα ακόμη από τα πολλά συνώνυμα του τσιμπουκιού, του πουτσογλείφτη, του σακομπόλη, του τσιμπουκλή κ.α.

Η κατάληξη -δόρος προσδίδει θα λέγαμε έναν ιταλικό αέρα και νότες από την Αιώνια Πόλη, Fontana di Trevi κτλ. Η κατάληξη -δόρος όπως και οι περισσότερες αν όχι όλες άλλωστε οι λέξεις με την ίδια κατάληξη μας έμειναν μεταπολεμικά (αβανταδόρος, τορναδόρος, πιτσαδόρος κ.α).

Mεταφορικά: Late ενενήνταζ λέξη που πολλοί συνσλαγκιστές γεννημένοι την δεκαετία του '80 ίσως την θυμούνται με νοσταλγία από τα σχολικά τους χρόνια.
Χρησιμοποιούνταν συνήθως μειωτικά για τον γκέι ή τον και καλά γκέι της τάξης.

- Ρε μαλάκα μ'όλους τους γκέι της τάξης κάνεις παρέα;
- Ποιούς ρε μαλάκα; Με τον Στέφανο ήμουν στο γηπεδάκι.
- Ποιόν Στέφανο ρε μαλάκα; Τον μεγαλύτερο πιπαδόρο του ΤΕΕ; Ντροπή σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επαναλαμβάνει κάτι χωρίς καμία πρωτοτυπία. Επίσης, αυτός που γίνεται φερέφωνο μιας ιδεολογίας. Λέγεται ιδίως για δημοσιοκάφρους που γίνονται τηλεντελάληδες του συστήματος διαχέοντας εκδοχές της πραγματικότητας και αξιολογήσεις που υποβοηθούν ένα καθεστώς. Λέγεται, όμως, και για κομματόσκυλα γραμμιτζήδες που διαδίδουν τη γραμμή που έχει περάσει από τη μονταζιέρα του κώματος.

1. Λεφτά (πάντα) υπάρχουν! Για συστημικά παπαγαλάκια

2. Γιατί άραγε ξεσηκώθηκε τόση φασαρία για τα πράσινα παπαγαλάκια;

(από Khan, 06/02/15)Blast from the past - πράσινα παπαγαλάκια (από σφυρίζων, 06/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις καριόλης και πούστης. Υποείδος της συνομοταξίας των στη-πού. Ο καριολόπουστας συνδυάζει τις ποταπές ιδιότητες:

1) Ενός στη-πού κατά κύριο λόγο μεταφορικά (μπαμπέσης, καθίκι, ύπουλος κτλ) και σε σπανιότερες περιπτώσεις κυριολεκτικά (πισωγλέντης, αδερφή νοσοκόμα κτλ.).

2) Ενός καριόλη (ξανά μπαμπέση, ανήθικου τύπου κτλ).

Συνηθίζεται να αποκαλούν κάποιον καριολόπουστα όταν είναι ιδιαίτερα μισητός και τις περισσότερες φορές θα το ακούσει κάποιος να ακούγεται όταν ψιλοανεβαίνουν οι τόνοι σε μια συζήτηση για πολιτικά, αθλητικά κ.α. Είναι μια καθαρά καφενοβιακής κοπής λέξη. Το ατού της είναι ότι είναι πιο «χορταστική», πιο «γεμάτη», πιο ικανοποιητική (για τον πομπό) όταν ειπωθεί από ένα καριόλη ή ένα στη-πού σκέτο ακριβώς γιατί εξαπολύει περισσότερη αρνητική ενέργεια στην γύρω ατμόσφαιρα αλλά και μεγαλύτερο πλήγμα στον δέκτη (αν είναι κάποιος εκ των παρευρισκομένων και όχι κάποιο πρόσωπο στην τηλεόραση ή που δεν είναι παρών φυσικά).

Υποκοριστικό του καριολόπουστα είναι το «καριολοπούστρικο» (σπανιότατη λέξη για νεαρό ή ενοχλητικό μούλικο). Η αντίστοιχη εκδοχή του καριολόπουστα όταν πρόκειται για κάποιο θήλυ είναι το «καριολόμουνο», το «καριολομούνικο» (υποκοριστικό για πολύ νεαρό θήλυ), το «καριολοπούτανο» κ.ά.

  1. -Ρε συ τα ίδια και τα ίδια γαμημένα γερόντια παίζουν στην Εθνική Ελλάδος. Τα ίδια και τα ίδια με αυτόν τον καριολόπουστα τον ... .(κάποτε λέμε τώρα).

  2. -Πω ρε φίλε χθες βράδυ ήρθαν επίσκεψη μια συνάδελφος της δικιάς μου και έφερε κι ένα καριολοπούστρικο μούλικο μαζί της. Δεν έκατσε λεπτό. Μας έπρηξε όλο το βράδυ τ' αρχίδια πάνω κάτω.

  3. -Τι κοιτάς ρε φίλε; Χάζεψες με τις γκόμενες.
    - Κοιτάω πόσο μα πόσο καριολοπούτανα είναι. Κοντή φούστα το καταχείμωνο ρε αν είναι δυναμόν που λέει κι ο Γεωργίου.

(από Mpiliardakias, 05/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαινόμενο φθόνου και χαιρεκακίας που διακατέχει ορισμένους λεβέντες ελληναράδες (και όχι μόνον): ξέρετε, αυτούς που θα σε ρουφιανέψουν στην πολεοδομία επειδή η μάντρα που έχτισες είναι μισό εκατοστό ψηλότερη απ' ότι προβλέπει Βασιλικό Διάταγμα του 1952, ή αυτούς που θα σού χαράξουν κλειδιές στο τσίλικο τουτούνι σου.

Η έκφραση αυτονομήθηκε από την παμπάλαια στιχομυθία του αναξιοπαθούντα κτηνοτρόφου που προσεύχεται στον Γιαραμπή να ψοφήσει η τροφαντή κατσίκα του γείτονά του. Το φαινόμουνο μοιράζεται κοινή αφετηρία και ελατήρια με τον λαϊκισμό.

1.
Να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα!!! Αντί η οικονομική κρίση, αυτός ο νέος εθνικός λοιμός να μας φέρει πιο κοντά, να μας κάνει μια γροθιά, ώστε να ξεπεράσουμε τα δεινά, μας έχει κάνει τέρατα και μάλιστα πιο αιμοβόρα από ποτέ.

2.
Κάποιοι δεν θέλουν την ανάπτυξη της Ακαδημίας Πλάτωνος και προσπαθούν να βάλουν λουκέτο, σε όποιον ξεπερνάει το μέσο όρο. Είναι οι θιασωτές της μιζέριας, είναι οι οπαδοί του δόγματος, «να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα».

3.
Κακή αρχή φαίνεται ότι κάνουμε και φέτος στα Χανιά. Η νοοτροπία «να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα» φαίνεται ότι δύσκολα εγκαταλείπει κάποιους Χανιώτες. Το φαινόμενο του περσινού καλοκαιριού με τα τηλεφωνήματα για βόμβα σε δημοφιλή καφέ και μεζεδοπωλεία όπως δείχνουν τα πράγματα θα το ξαναζήσουμε και φέτος.

4.
Τις τελευταίες ημέρες διαβάζουμε για έντονες αντιδράσεις στη Μεσσηνία μετά την ανακοίνωση της μετρατοπής του αεροδρομίου της Τρίπολης από στρατιωτικό (και) σε πολιτικό. Γιατί όμως; (...) Αποψή μας; Η κατσίκα του γείτονα να ζήσει και το γάλα να γίνει περισσότερο για όλους.

(από σφυρίζων, 05/02/15)(από σφυρίζων, 05/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ἤθελε, τώρα, νὰ πέσηι εἰς τὰ γόνατά του καὶ νὰ τῆς εἴπηι τὰ πλέον γλυκὰ καὶ τὰ πλέον αδιάντροπα ὡραῖα λόγια: «Ἀγάπη μου καὶ φῶς μου! Χρυσή μου καὶ ἄγγελέ μου! Πουλάκι μου! Κορίτσι μου! Ψωλοβυζάχτρα μου! Γλυκὸ καὶ παχουλὸ μουνί μου!...» (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 70).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κραγμένη στον υπερθετικό βαθμό. Η τελείως κραγμένη. Η αποτελειωμένη και ξεφτιλισμένη λούγκρα. Ο απόπατος του gay οικοσυστήματος. Η απόλυτη αδέρφω. Η πουστάρα του κερατά. O σερ Λάνσελοτ του Αδερφάτου των Ιπποτών. Ο τιτανοτεραστίου βεληνεκούς στης-πού κ.ά.

Συνήθως η κοινωνική θέση της κεκραγμένης βρίσκεται πιο κάτω από τον μέσο όρο. Οι κεκραγμένες που κατέχουν ανώτερη κοινωνική θέση είναι πολύ σπάνιες γιατί η ανατροφή, η παιδεία, το lifestyle και το κύρος τους σπάνια τους επιτρέπει να εξελιχθούν σε «αρχοντοκεκραγμένες»(κάτι αντίστοιχο με τις αρχοντοπουτάνες αλλά σε στη-πού), την κρεμ ντε λα κρεμ, την αφρόκρεμα της πουτσίλας της gay αριστοκρατίας. Εν ολίγοις δύσκολα θα δει κάποιος ξεφτιλισμένη αρχοντοκεκραγμένη να γαμιέται σαν καρνάβαλος σε κάνα πάρκο με περίεργους τύπους χαμηλής κοινωνικής θέσης όπως η «ξαδέρφη» της η απλή κεκραγμένη.

Επίσης, η κεκραγμένη και συγκεκριμένα η «αρχή της κεκραγμένης» θα μπορούσε σε ένα παράλληλο gay σύμπαν να είναι κάτι σαν την «αρχή της δεδηλωμένης», τον όρο δηλαδή του Συνταγματικού Δικαίου που ορίζει ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των Βουλευτών κτλ. με την διαφορά ότι θα μπορούσε (με μια εντελώς εικαστική προσέγγιση) να εκφράζει αντίστοιχα τον όρο του Συνταγματικού Δικαίου των στη-πού κτλ.

- Έβλεπα πάλι στο youtube εκείνα τα παλιά μεσημεράδικα μ' εκείνη την κραγμένη τον Σ**********λο την θυμάσαι;
- Πως να μην την θυμάμαι ρε τέτοια κεκραγμένη; Καλά πώς μπορείς και βλέπεις αυτές τις μαλακίες;

(από Mpiliardakias, 04/02/15)(από Mpiliardakias, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified