Further tags

Κάποιες φορές χρησιμοποιείται και ως κωλοπετσώτρα. Αν και είναι τριγενές, τις περισσότερες φορές αποδίδεται σε γυναίκα. Αναφέρεται σε άτομο γένους θηλυκού, εξαιρετικά έξυπνο και ικανό να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει με καπατσοσύνη. Σύνθετο επίθετο, από το ουσιαστικό κώλος και το ρήμα πετσώνω.

- Η θεία κατάφερε να πάρει το χωράφι στο Πανόραμα: χθες με πήρε η γιαγιά και μου το είπε.
- Έγινε ακριβώς αυτό που περίμενα. Δεν είχα αμφιβολίες ότι η κωλοπετσωμένη θα πετύχει αυτό που διεκδικούσε χρόνια. Το κυνήγησε εξάλλου με σθένος και επιμονή.

Καπάτσα, καπάτσα, έφαγε την χλαπάτσα. (από Galadriel, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρυφοπρόστυχη έκφραση που λεγότανε/λέγεται στην Κρήτη από γυναίκες για γυναίκες. Πρόκειται για έπαινο προς τις πολύ δουλευταρούδες χωρικές, οι οποίες τα κατάφερναν σε όλες τις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες (τρύγος, ελιές, άρμεγμα, βοσκή, τυροκομικά, σκάψιμο, κόψιμο ξύλων, πότισμα, κλάδεμα, θέρισμα, αλώνισμα και ξανά από την αρχή) το ίδιο καλά με τους άντρες, ενώ έκαναν φυσικά και όλα τα οικιακά. Έτσι, η μόνη δουλειά που δε μπορούσαν εκ φύσεως να κάνουν ήταν να τον κερνάνε (όχι ρακί, ρακί κερνούσαν).

Η φράση απαρχαιώθηκε όταν διαδόθηκαν και στην επαρχία τα στραπ-ον.

βλ. φωτό

(από xalikoutis, 15/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με στητό στήθος και παντελή άγνοια περί Νεύτωνος. Προφανώς το στήθος της αψηφά τον νόμο της βαρύτητας. Χρησιμοποιείται ως επίθετο, για να μην δίνει στόχο.

- Πώπω, δες την δεσποινίδα Αψηφά που μπήκε στο μαγαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από την Αγία Γραφή (αν θυμάμαι καλά τη χρησιμοποίησε ο Απόστολος Παύλος) και λέγεται για ανθρώπους φλύαρους που ο λόγος τους δεν έχει ουσία αλλά απλά κάνει θόρυβο και μάλιστα ενοχλητικό.

Απόσπασμα από άρθρο εφημερίδας με θέμα δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου:
«Αναφερόμενος τέλος στην Εκκλησία πρόσθεσε πως δεν νομιμοποιείται να λέει κούφια λόγια, θορυβώντας ως κύμβαλο αλαλάζον, αλλά οφείλει να έχει λόγο ουσιαστικό, αγαπητικό και σωστικό και πάντως όχι συνθηματολογικό, εκκοσμικευμένο και διασπαστικό”.

(από krepsinis, 14/09/08)(από krepsinis, 14/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αναφέρεται στην ικανότητα εξωτερίκευσης του εσωτερικού διαλόγου με τον οποίο λειτουργεί η συνείδηση (διυποκειμενικότητα)...ή πιο απλά για τον πολυλογά και κατά κανόνα παπαρολόγο ή και μπουρμπούραγα άθρωπο. Στην τηλεόραση βάζει μια άνω τελεία και δίνει το λόγο στον εαυτό του. Στην καθημερινότητα μονοπωλεί τη συζήτηση, τη γνώση και την άποψη (προσοχή, καμιά φορά στην αρχή της συναναστροφής οι συγκεκριμένοι τύποι είναι λιγομίλητοι - τελούν σε φάση φόρτισης).

- Με ζάλισε πάλι ο Αριστοτέλης...τι ήτανε να του μιλήσω, όλα τα είπε πάλι μόνος του...
- Καλά δεν τό ξερες; Ο τύπος διακόπτει τον εαυτό του λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδερφή του ελέους, η κραγμένη, πιθανόν και πρόεδρος του τοπικού σωματείου.
Έχει βγει, ο απεόφοβος, από την ντουλάπα εδώ και πολύ καιρό και μάλλον δεν τό 'χει ξαναμπαίνει γιατί φοβάται το σκοτάδι.

- Πστ! Πάρ' έναν γκέυλορντ με φτερά και πούπουλα!
- Δεν είναι σήμερα η γκέυ πράιντ ρεεεεε!!!

στο 8.25 (από jesus, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος εξαιρετικά λιγομίλητος - το τσιγκέλι δεν έχει καμμία τύχη να του πάρει λόγια. Άνθρωπος που δεν χαριεντίζεται ποτέ, δεν πιστεύει στις πλακίτσες και τα αστειάκια. Κατά βάση μοναχικός. Μπορεί να έχει ένα-δυο φίλους με τους οποίους επίσης λέει ελάχιστα αλλά, γενικά, οι περισσότεροι δεν τον θέλουν για παρέα και δεν τους θέλει κι αυτός. Συνήθως σκυθρωπός, με μάτια-φρύδια κατεβασμένα - αν και αυτό μπορεί να οφείλεται πιο πολύ σε κοινωνική αδεξιότητα παρά σε γρουσουζιά ή στενοχώρια.

Η λέξη θα μπορούσε να είναι και ηχοποίητη - από τον ήχο μμμμμ ... που παράγουν τέτοιοι τύποι όταν, βέβαιως, αισθάνονται ομιλητικοί. Λέξεις με συναφές νόημα είναι η μούγκα, ο μούργος, ο μουρτζούφλης και ο μούχλας - που όλες έχουν το μου-. Σχετική έκφραση είναι και το βαρύ πεπόνι. Λέξεις με το αντίθετο νόημα είναι ο μπουρμπούραγας και ο χαμογελάιδας.

- Μούκα ... α, μούκα ... ήρθαν οι άνθρωποι να μας ευχηθούν για το εγγόνι και δε γύρισες να τους κοιτάξεις ... μια καλησπέρα τους είπες με το ζόρι και μετά κολλημένος στην τηλεόραση ...
- Μμμμμμμμ ...
- Μουξ και ξερός ... μούκα ...

Got a better definition? Add it!

Published

Τύπος ακατάσχετα φλύαρος και, κατ' επέκταση, αερολόγος. Διακόπτει τους άλλους συνεχώς - π.χ. άσε, πού να σου λέω ή, καλά, άμα σου πω τι έπαθα ... - μονοπωλεί μονίμως την κουβέντα, λέει μόνο για να λέει και λατρεύει τον ήχο της φωνής του.

Η λέξη σχηματίζεται από το μπουρ-μπουρ (ή, μπούρου-μπούρου βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες) με δεύτερο συνθετικό το -αγάς, όπου αγάς είναι ο τοπικός διοικητής ή αφέντης την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο μπουρμπούραγας, λοιπόν, δεν είναι απλώς πολυλογάς - είναι και ο αρχηγός των πολυλογάδων και, ωσεκτουτού, απίστευτος σπασοκλαμπάνιας.

Στον επαγγελματικό στίβο, ο μπουρμπούραγας απαντάται συχνά στους χώρους των πωλήσεων και του πι-αρ όπου διακρίνεται ως biri biri maker. Αν ακολουθήσει καριέρα πανεπιστημιακή/νομική/τηλεοπτική συχνά εξελίσσεται σε ειδικό μπουρδολόγο / παπαρολόγο. Στο οικογενειακό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ενοχλητικός αν έχει και άποψη για τα θέματα του νοικοκυριού - αν είναι, δηλαδή, και γυναικοθόδωρος.

Σημειωτεόν ότι ο όρος μπουρμπούραγας δέον να χρησιμοποιείται μόνον για άντρες. Μια γυναίκα μπορεί να χαρακτηρισθεί μπουρμπούρα αλλά συνηθέστερα την λέμε γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, γαλιάντρα ή κατίνα - αν και όλα αυτά έχουν κάποιες λεπτές νοηματικές διαφορές.

- Καλέ, τι πράμα είναι αυτός ο ξάδερφος σου ... πρώτος μπουρμπούραγας ... ήρθε επίσκεψη προχτές, αρμένικη βίζιτα την έκανε ... τρεις ώρες έκατσε, γλώσσα μέσα δεν έβαλε ... μπούρου-μπούρου και μπούρου-μπούρου, μας έπρηξε ... και πανάθεμα με αν θυμάμαι ένα πράμα που μας είπε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φωτογράφος, μοντέρ, σκηνοθέτης και συναφή επαγγέλματα, που ονειρεύεται να μετεξελιχθεί σε δημιουργό - θιασώτη του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη», αλλά αρκείται «προς το παρόν» σε βίντεο από γάμους (βαφτίσεις, ορκωμοσίες πτυχίων, εκδηλώσεις συλλόγων κλπ.)

- Θα ανοίξω στούντιο με τον Τρύφωνα και τον Ευθύμη
- Άντε, επιτέλους δικέ μου, να κάνεις κι εσύ τα δικά σου...
- Μπα, θα παραμείνουμε γαμίστες για πολύ ακόμα... αλλιώς δε βγαίνει...

- Κι εδώ που λες, θα βάλω τα ρύζια να πέφτουν σε σλόου μόσιον, και... τσσααακ, μαγεία! - Είσαι μεγάλος γαμίστας, δικέ μου, αλλά τελείωνε... 2 ώρες είμαστε εδώ, θα βγαίναμε υποτίθεται.
- Η φύση της δουλειάς, βλέπεις...

Βλ. και γαμιτζής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και στα on-line παιχνίδια για να δηλώσουμε ότι κάποιος είναι noob (πρωτάρης-άχρηστος).

- Τι κάνει αυτός ρε ;
- Άστον ρε... κανένας ninja θα είναι πάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified