Further tags

Ο προπονητής που είναι μυρωδιάς, ταβερνιάρης, δηλαδή, ως μη ώφειλε, δεν έχει τις γνώσεις και την κατάρτιση που χρειάζεται, οπότε δεν ξεπερνάει έναν ιδιώτη, έναν αγροίκο, έναν αδαή, άσχετο και μη καταρτισμένο περί τα ποδοσφαιρικά (ή περί την εξειδίκευση άλλου αθλήματος). Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται πιθανόν και στη συνήθεια ορισμένων προπονητών να επικοινωνούν με παίκτες τους μέσα από κλέφτικα σφυρίγματα που προσδίδουν ένα βουκολικό ζενεσεκουά στη γενική αδαημοσύνη τους.

Και γενικότερα, πέρα από την αθλητική σλανγκ, ο όρος τσοπάνης μπορεί να χαρακτηρίσει έναν άσχετο και αδαή ιδιώτη, που δεν έχει τις εξειδικευμένες γνώσεις ή τη σχέση με ένα αντικείμενο που θα έπρεπε. Και βέβαια μπορεί να χαρακτηρίσει έναν οποιοδήποτε αγροίκο με αδρούς τρόπους, που φέρνει με τη συμπεριφορά του σε Μπάρμπα-Jørgen.

Να πούμε, τέλος, ότι ακολουθώντας τον γούγλη διαπιστώνουμε ότι ένας προπονητής που δέχεται συχνά τον χαρακτηρισμό του τσοπάνη είναι ο Άγγελος Αναστασιάδης.

  1. Προπονητης με τοση εμπειρια στην α΄και να ψαχνει σχημα μεχρι το 85 ενω εχει βγαλει προετοιμασια δεν ειναι προπονητης... τσοπανης της κακιας ωρας ειναι! (Από το Φέισμπουκ).

2. Ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί ο ΠΑΟΚ! Ο Τσοπάνης έχασε τον έλεγχο-Απέκλεισε Βίτορ-Τζαβέλλα!! Καλά που πήρε τον Κλάους...

3. Τα πανηγυρια και τα ευχολογια εχουμε αγωνα σημαντικο την δευτερα και μπορει να ορισθει σαν ενα τεστ για πολλα πραγματα...να δουμε τελικα αυτος ο ΤΣΟΠΑΝΗΣ προπονητης που μας κουβαλησαν αν μπορει να καταφερι να κανει ενα θετικο αποτελεσμα μιας και ο περσυνος προπονητης μιστερ ουεφας αλλα ΜΥΡΩΔΙΑΣ σε μας τα σκατεψε.....ΠΑΟ Κ και ξερω οτι με την πρωτη στραβη θα βγαλετε ΧΟΛΗ ορισμενοι εδω μεσα....

Η τσοπανόφατσα του Άγγελου Αναστασιάδη. (από Khan, 18/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έκδηλης μέθης άνθρωπος ο οποίος σαρώνει τα πάντα στο διάβα του.

- Χτες πήγαμε για μπύρες με τον Τάκη και έγινε τέροριστ. Έπασε 2 stand και την τζαμαρία και δεν κατάλαβε τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πατσαβουρέξ:

Εκ της πατσαβούρας, στον υπερθετικό βαθμό χάρη στο υποτιμητικό γαμοσλανγκοτέτοιο -εξ.

1.
- γαμωω τηννν πουταναα σουυυ παλιο μαλακισμενηη την νικολετα μην την ξαναενοχλήσεις γτ θα σου γαμησω οτι εχεις και δεν εχεις παλιο πουτανι αντεεε πατσαβουρεξ μπαζοοο εισαιιι εσυ ξεκωλιάρα ψαντεεεε τωραα γτ θα ξεσπάσω σε σενα ολη μου την ψυχολογία!!! .!.‎

2.
- Αγόρασα λάδι 10-40 ημισυνθετικο μάρκας ΜPΜ, 5λιτρο, και ένα φίλτρο λαδιου Πατσαβουρέξ με σύνολο 21€ με ΦΠΑ. το λάδι κάνει 4€ το λίτρο.
- Τι μαρκα λεει το κουτι; Purflux μηπως;

Πατσαβούρα της Βέρμαχτ (από Khan, 16/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός. Πιθανώς με την επιρροή του αγγλοαμερικανικού «motherfucker».

Στις βρισιές μετρά μάλλον η δύναμη της προσβολής και του σοκ που προκαλούν παρά η κυριολεκτική τους σημασία. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να αναπτύξουμε ότι ο «γαμώμανος» είναι είτε αυτός που γαμά τη μάνα του, είτε αυτός που η μάνα του γαμιέται γενικότερα, είτε αυτός που η μάνα του γαμιέται από τον υβριστή.

Βλ. και γαμομανάς.

  1. Από εδώ:

Ελπίζω όποιος γαμώμανος γράψει μαλακίες για την ήττα χθες στο τσατ να φάει μπαν. Από την ζωή.

  1. Από εδώ:

Ψόφα γαμώμανε και άλλαξε όνομα στη σελίδα.. ξεφτίλα..

  1. Από εδώ:

8 Μαρ. 2009 ... ELA MIA MERA APO XOLARGO MERIA GIA KAFE GAMOMANE ..... epaize otan tn petuxe o psilos stn paro kokoko kwlogayroi mounia...gate13 ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός και αρκούδως λολαδερός χαρακτηρισμός για χρυσαύγουλα, εκ του «Χ.Α.» και του αυγά.

Βλ. επίσης: εγέρθουτου, κασιδιάζω, ναζιάρης, σκινάς, χρυσά αυγά, χρησοί αβγύ.

1.
Άκουσα το χάβγουλο βουλευτή Κουκούτση να παραπονιέται επειδή είναι υποχρεωμένος να κυκλοφορεί με το Μερσεντές που του παραχώρησε η Βουλή και καίει πολλή βενζίνη και δε βγαίνει οικονομικά.

2.
Γιάννης Πλούταρχος... το καλύτερο παιδί, που γουστάρει τα ΧΑβγουλα.

3.
Κανένα χαβγουλο δεν φοράει παντελόνια

4.
ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΤΡΟΦΟ ΟΥΓΚΑΝΟ. ΠΟΛΥ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΜΕΣΟ ΧΑΒΓΟΥΛΟ

(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που μεταφέρει μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών, συνήθως από χώρα σε χώρα, χωρίς να εμπλέκεται σε λιανεμπόριο. Βλέπε σχετικά βαποράκι, όπου το υποκοριστικό παραπέμπει σε διακίνηση μικροποσοτήτων, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο. Οι δύο όροι είναι εναλλάξιμοι.

Πιθανόν η μεταφορά μουλάρι καθιερώθηκε εξαιτίας της μεταφοράς ναρκωτικών με πραγματικούς ημίονους, πρακτική που παρατηρείται εκτός άλλων στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Παρομοίως (ίσως) για το βαποράκι: ο κύριος τρόπος εισόδου των σκληρών ναρκωτικών (κόκα) στην Ελλάδα είναι δια θαλάσσης.

- Πώς έβγαλε ξαφνικά τόσα χρήματα αυτός ο μαλάκας;
- Ακούγεται πως κάνει το μουλάρι, φέρνει πρέζα από τα Σκόπια..

Αναπαράσταση μουλαριού που μεταφέρει ναρκωτικά (τσιμπημένη από ρατσιστικό άρθρο κατά Αλβανών).  (από Khan, 21/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που οπλοφορεί, νόμιμα ή παράνομα.

- Φίλε με σταμάτησαν στην Ποσειδώνος δυο περιπολικά χθες το βράδυ και κατέβηκαν κάτω 4 σιδερωμένοι με τσαμπουκά λες και πιάσαν τον Ρωχάμη σου λέω.

- Τι λε ρε φίλε; Τελικά τι σου βρήκαν;

- Τρίχες μωρέ, έλεγχος ρουτίνας ήταν αλλά ήταν σουρεάλ η κατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι Αμερικάνα τραγουδίστρια μουσικής κάντρι. Στα ελληνικά όμως το λέμε για γυναίκα παρτόλα από το «πάρτον» κι επειδή μοιάζει με όνομα πορνοστάρ.

-Θα του είναι πιστή η Μαρία;
-Τι πιστή; Η γυναίκα είναι ντόλι πάρτον! Δεν θα μπορεί να περάσει πόρτα από τα κέρατα.

(από Khan, 07/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την απόλυτη ονείρωξη κάθε πιτσιρικά μιλφιάδη: το τουμπανιζέ αιλουροειδές μιλφίδιο που μπεμπεκίζει λολιτοπρεπώς προκειμένου να αιχμαλωτίσει και να κατασπαράξει τα τρυφερά του θηράματα.

Σε αντίθεση με την κοινή μιλφάρα που θέλεις να γαμήσεις, η κουγκαρομπεμπέκα είναι ένα υψηλών οκτανίωνε πουροπίπινο, μια οδοντοφόρος τεκνατζού γεροντομπεμπέκα που θέλει να ξεσκίσει εσένα. Αρκεί να έχεις ακόμα καβλόσπυρα.

Λεξιπλασία τον Khan, βλ. σχόλια στο λήμμαν κούγκαρ.

1.
- Βλ. και την πορτ-μαντό λέξη κουγκαρήν (cougareen), υβριδικό αιλουροειδές εκ των cougar και teen, ήτοι η κουγκαρομπεμπέκα, που, ενώ βασικά είναι κούγκαρ, μπεμπεδίζει, συμπεριφέρεται σαν λολίτα, κάνει εφηβικά νάζια κ.ο.κ.

2.
- (η κουγκαρομπεμπέκα) Φαινομενικά συνδυάζει τις δύο αμοιβαία αποκλειόμενες γυναοκείες ιδιότητες που οδηγούν την ανδρική λίμπιντο, την αθωότητα και την εμπειρία. Βλ. και κουγκαρομπεμπέκα.

Κουγκαρομπεμπέκα εν δράσει με μιλφιάδη. (από Khan, 07/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στην γερμανίδα ηγέτιδα με το χαρακτηριστικό βαθύ ντεκολτέ, αλλά σε παλαιά επαγγελματική σλανγκιά των ενενήνταζ για τον αντικριστή. Κάθε χρηματιστηριακή είχε το καγκελάριό της που στεκόταν κάτω από το «κάγκελο» του ταμπλό τση Σοφοκλέους και εκτελούσε με κραυγές και χειρονομίας τις εντολές αγοραπωλησίας χαρτιώνε που του έστελναν τα μπροκεράκια.

Ως εκτελεστικά όργανα, οι καγκελάριοι θεωρούνταν ένα σκαλάκι κάτω από τους μπροκεράδες στην τροφική αλυσίδα. Αυτό δεν τους εμπόδισε να καταστούν τοπικοί ήρωες τση Σοφοκλέους, πουλώντας μούρη, διαχέοντας (παρα)πληροφόρηση και παίζοντας μελανό ρόλο στο στήσιμο πυραμίδων και αεροπλανανακίωνε.

Αλλάζει όμως ο καιρός, να βροχές, να χαλάζια, να κεραυνοί πάει η Σοφοκλέους πάν' οι καγκελάριοι, πάν' όλα. Παραμένει η στήλη του Καγκελάριου στην «Ημερησία» μονάχη.

ΚΑΘΗ. Μήπως τηλ στον lobbystas ο κ. Μποτόπουλος; ή μήπως είναι
πολύ-απασχολημένος με τα του ΠΑΣΟΚ. Της ΕΛΙΑΣ, sorry!. Φέρτε τα δανεικά & αγύριστα στο δημόσιο, ρε!!!!.
* ΠΛΑΙΣΙΟ*. Ειδοποιήθεις εγκαίρως, ειδοποιήθεις, που μου έλεγε παλιά
ένας καγκελάριος του Σιαφάκα. Για το Λαύριο, βέβαια τότε, ο άνθρωπος-
νάναι καλά- αλλά μέσα έπεφτε ο μπαγάσας

(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified