Further tags

Η μανούρα, εκτός των άλλων, είναι ειδική περίπτωση καβγά. Συγκεκριμένα, πρόκειται για καβγά που περιορίζεται σε αψιμαχίες, σε "θα σου δείξω - θα μου δείξεις", σε "θα σου κάνω - θα μου κάνεις"*, άντε και σε κανένα "κρατάτε με και θα τονε δείρω", και σε πολύ ακραία κατάσταση μανούρας κάνα σπρώξιμο ή καμιά ψιλή.

Για όσους αντιλαμβάνονται την κατάσταση, είναι πρόδηλη η διάθεση των εμπλεκομένων να μην πλακωθούν στα σοβαρά, αλλά απλά να δείξουν ότι θα μπορούσαν να το κάνουν. Βεβαίως, τίποτα δεν προδικάζει ότι η μανούρα θα παραμείνει μανούρα και δεν θα εξελιχθεί σε καβγά, αλλά αναλόγως με τις συνθήκες και τις περιστάσεις μπορεί κανείς να μανουριαστεί αρκετά ακραία όντας σίγουρος ότι κανείς (και κυρίως ο ίδιος) δεν θα περάσει τη νύχτα είτε σε κάνα νοσοκομείο είτε σε κάνα κρατητήριο.

Κατά συνέπεια το να μανουριαστεί κανείς με πορτιέρη είναι σπάνιο, γιατί ο πορτιέρης έχει την πρωτοβουλία του ξύλου στο 99,99% των περιπτώσεων, ενώ η μανούρα προϋποθέτει υπόδηλη συμφωνία των εμπλεκομένων να μην πέσει ξύλο, ή τουλάστιχον σοβαρό ξύλο.

Αποτέλεσμα, συνήθως φεύγουν και οι δύο πλευρές ευχαριστημένες, φεύγει ευχαριστημένος και ο ενδεχόμενος ειρηνοποιός που μπήκε στη μέση και παράστησε ότι τους χωρίζει, και καθώς είθισται μπορεί να έφαγε και καμιάν αδέσποτη.

Οι μανούρες ξεκινάνε κυρίως δι αφορμήν ασήμαντον, και γι αυτό δεν εξελίσσονται και σε καβγάδες, και αρκετά συχνά επειδή ένας απ' τους δύο ψάχνεται για μανούρα, ίσως λόγω χαρακτήρα, λόγω αλκοόλ ή για εκτόνωση.

Ρηματικές μορφές: μανουριάζω, μανουριάζομαι.

  1. - Πάλι πίνει ο Μπάμπης, και πάλι θ' αρχίσει να μανουριάζεται δεξιά κι αριστερά. Απορώ πώς δεν έχει πέσει ακόμα σε κάναν που δε σηκώνει τέτοιες μαλακίες να τις μαζέψει να ησυχάσει.

  2. - Πωπω, μαλάκα τσέκαρε, χαμός γίνεται. Λες να πέσει κάνα ξύλο;
    - Μπα, θα παίξει λίγο μανούρα έτσι για τη φάση και μετά θα τους χωρίσουν. Κλάιν. Πιες την ποτάρα σου.

*Οι φράσεις "θα σου δείξω - θα μου δείξεις", σε "θα σου κάνω - θα μου κάνεις" αναπαριστούν τις απειλές που εκτοξεύονται εκατέρωθεν. Σε συμφραζόμενα περιγραφής βρισίματος στα όρια καβγά οι παραπάνω φράσεις είναι αρκετά τυπικές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιοκτήτης ηλεκτρονικού καταστήματος (e-shop). Συνήθως διατηρεί παράλληλα και κλασσικό κατάστημα αλλά διείδε νέες ευκαιρίες στο ιντερνέι και άνοιξε και ηλεκτρονικό.

Μέχρι και ο κυρ-Μήτσος με τις παντόφλες την έχει δει σοπάς και μετέτρεψε το μαγαζί του σε αποθήκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λιντλ στα κρητικά. Λόγω αδυναμίας εκφοράς των συμφώνων που παραβιάζουν τη φωνοτακτική ικανότητα των ελληνικών, ειδικά στο τέλος της λέξης (στα νέα ελληνικά δεν υπάρχουν διπλά καταληκτικά σύμφωνα, παρά μόνο τα "ν" και "ς" που είναι μονά), απλοποιούνται με αποβολή ή συγχώνευση όπως εδώ και με το απαραίτητο ληκτικό -ι που ανήκει στα κλιτικά επιθήματα των ονομάτων, ενδεικτικό του κλητικού παραδείγματος των ουδετέρων (κατάλοιπο κληρικού επιθήματος που κατέληξε ληκτικό από την κατάληξη -ιον, των υποκοριστικό των ελληνικών της ελληνιστικής εποχής,
πρβλ:βίβλος>βιβλίον>βιβλίο, ως ημιλόγιο δεν έγινε "βιβλί", άλλωστε ήταν επί αιώνες αξεσουάρ των καλαμαράδων - καθαρευουσιάνων - αρχαιόπληκτων - αττικιστών αυτό.
παις>παιδίον>παιδί.
άμπελος>αμπέλιον>αμπέλι.
νήσος>νησίον>νησί).
Έτσι και έχουμε λιντλ>λιντζ>λίζι ή λίντι (κατά άλλους). Δόξα τω Θεώ που υπάρχουν και οι κολλυβογράμματοι και εγκλιματίζουν τις λέξεις και τις ελληνοποιούν και δεν τις αφήνουν παράταιρες μέσα στο ελληνικό κλιτικό σύστημα, όπως οι τάχα μου δήθεν πολύγλωσσοι που ούτε την προφορά τους δεν αλλάζουν γιατί η ξένη είναι πιο γκράντε από της ψωροκώσταινας (δες την Τρέμη όταν λέει :"ας δούμε το ρεπορτάζζ", ή την Μπακογιάννη - πάει το λήμμα - όταν λέει κάτι αντίστοιχο με πολύ "σ" ή "ζ" αλλά και τη Μανωλίδου με το "σσεφ" της λες και ο ντόπιος είναι υποχρεωμένος να ξέρει τις προφορές από τις γλώσσες των όρων των οποίων τους παίρνει ως δάνειο: τέρμα παράνοια ξενοπληξίας και ξενοπάθειας - αναλογικά προς την κουλτουροπάθεια ο όρος). Έτσι η γλώσσα μας, χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους ενσωμάτωσε τα γλωσσικά δάνεια. Και τώρα ο Καπετανάκης, που'χει Ντούγκλα το μουστάκι (από τον Κερκ Ντάγκλας, μπαμπά του Μάικλ, που λάνσαρε άποψη μύστακος μεταπολεμικώς από το Χόλυγουντ), με φωνιάζει και πρέπει να πηγαίνω. Μερβεγιέ και όχι χριστουγεννιάτικα απ'το λίζι.


- Πήγε οπροχτές ο θειος σου απ'το λίζι κι επήρε μου το.
- Και τί είναι αυτό, ρε γιαγιά; Ποιος είναι ο Λίζης;
- Όι άθρωπος, σούπερ μάρκε είναι. Από κείνες σες τσι καινούργιες μαρκέτες είναι, τσι γερμανικές.
- Α, εννοείς τα λιντλ!
(καινούργια, λέμε τώρα... τώρα τελευταία γίνεται ντόρος με δαύτα)

ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: γερμανικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς του καρακαταξεσκίσματος. Εκεί όπου πάει κανείς να κάνει αρπαχτή, υποβαθμίζοντας αισθητικά το αποτέλεσμα της ενέργειάς του, γιατί το ζητούμενο δεν είναι η πχιότητα, κυρίες και κύριοι! Αλλά το "ό,τι φάμε - ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας". Κι αυτό γιατί οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές και μεις λίγο - πολύ απρόθυμοι να πάρουμε την πρόκληση στα σοβαρά, ξεφτιλίζοντάς την κι αυτήν κι εμάς μαζί, αφού παράγουμε εμετικό αποτέλεσμα για κράξιμο και κρώξιμο και για να μπει ο καθένας έτσι στο στόχαστρο της κάθε τελευταίας καρακατινάρας που αν και δεν μπορεί να ξεχωρίσει την ήρα απ'το στάρι, έχει δικαίωμα επ'αυτού.
Το ξεμπουρδέλεμα στην κυριολεκτική του εκδοχή χρησιμοποιείται σπανιότερα. Σημαίνει το αυτό:"βγάζω τα μάτια μου φτάνοντας στα όρια της αντοχής και της ηδονής μου". Εκεί είναι που η κάθε νοικοκυρούλα με τη μικροαστική ψευτοηθική της, λαμβάνει ξαφνικά από την υστερικά υστερημένη ζωή της από παραστάσεις, πνεύμα και πεποίθηση το δικαίωμα να κρίνει από τα εικότα, τα ειθότα, τις εικασίες και τα προσωπικά της απωθημένα. Στερημένες νοικοκυρούλες απαντώνται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και στα δύο φύλα. Δικαίωμα που ξέχασε να εφαρμόσει η ίδια στον εαυτό της και χρέος. Αυτό της ζωής. Από πίσω η Ρώμη καίγεται και το ρωμαϊκό όργιο με οθωμανικά τερτίπια συνεχίζεται. Η πράξη θεωρείται επονείδιστη και για έναν άλλο λόγο: για το ότι είναι ιατρικά παρακινδυνευμένη και με ένα σωρό αφροδίσια να κυκλοφορούν, δεν είναι ο,τι καλύτερο να εφαρμόζεται χωρίς ελεγμένους παρτενέρ και δοκιμασμένους, πράγμα που κάνει το ψώνισμά τους απαιτητική δουλειά ως προς την εύρεση συστάσεων και πλήρωση προϋποθέσεών τους.


1. - Ρε συ, τά'μαθες; Ο Μέντης ξεσπάθωσε και το'χωσε στους καθηγητές στις Σέρρες για μια παράσταση που ανέβασαν ερασιτεχνικά εκεί, το "Ποια Ελένη" των Ρέππα - Παπαθανασίου. 'Ξεμπουρδέλεμα' τη χαρακτήρισε... Να, σου στέλνω το λίνκι.
http://www.anexartitos.gr/panagiotis-mentis-xempoyrdelema-charaktirizei-ti-parastasi-poy-anevasan-ekpaideytikoi-sta-asteria-toy-dimoy-serron/
- Θένκια, φίλος. (Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει, Γιάννης πάει και τον δίνει)
2.- Καλά την είδες τη Ματίνα; Πού στον πούτσο ήταν αυτή χτες βραδιάτικο και μου το'παιζε άρρωστη κι έτσι, και τώρα μου κυκλοφορεί με το μινάκι... Αχ, δεν μπορώ... Νιώθω το κεφάλι μου βαρύ...
- Πρώτον. Άκου, φίλος. Ψάξε στο κεφάλι σου για τίποτε σκληρό. Αν το βρεις, δεν είναι καρούμπαλο. Κέρατο είναι. Και σε βαραίνει. Και πολύ μάλιστα. Δύο. Εχθές ήταν σε ρέιβ πάρτι, αλά εννενήνταζ κι έτσι. Κι εκεί έγινε τρελό ξεμπουρδέλεμα. Το ξέρω απ' τον Μάκη, μού'στειλε φώτο στο βάιμπερ χτες κι ήταν κι η δικιά σου μέσα. Χαλαρά. Μη σε χαλάσει. Όλοι την έχουμε πάθει από γκόμενα. Keep calm and stay cool, φίλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλητική προσφώνηση σε ονομαστική αντί σε κλητική. Η παλαιά δεύτερη κλίση των ουσιαστικών ήταν η μόνη που στον ενικό διαφοροποιούσε το κλιτικό της επίθημα σε ονομαστική (-ος) και κλητική (-ε) από τις άλλες δύο. Το φίλος ακούγεται κάπως. Είσαι πιο τυπάκι όταν το λες και νιώθεις πιο κουλ, σου προσθέτει, όπως και να το κάνουμε, έναν αέρα κουλοσύνης παραπάνω.

Προσφώνηση που τη χρησιμοποιεί κατά κόρον ο ένας από τους δημοσιογράφους στην «Ελληνοφρένεια» προς τον μπασκίνα με τη μάσκα οξυγόνου, τη μονίμως φορεμένη για να αντέξει ως τσιράκι τόσων κυβερνήσεων... Παραπέμπει και σε στρατό (κι η αστυνομία σώμα στρατού είναι) όπου οι ανώτεροι καλούσαν τους κατώτερους με το επώνυμό τους σε ονομαστική. Έτσι η έμπνευση του δημοσιογραφίσκου του έρχεται πιο εύκολα. Και προσφώνηση τύπου στρατού, άρα φορτισμένη και που ταυτόχρονα αποφορτίζεται απ' την περίσταση και την οικειότητα που εκφέρεται. Είναι αντίστοιχη του μαλάκα (όταν δεν είναι προσβολή) ή του δικέ μου αλλά πιο εύηχη και δόκιμη: εξίσου όμως εγκάρδια.

- Έλα ρε φίλος, πώς πάει;
- Καλά ρε, εδώ βλέπεις... 101 και σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αλτσχάιμερ (είδος άνοιας) όπως το προφέρουν οι γέροι και γενικώς άτομα μη κοσμοπολίτικα και κοινωνικά υστερημένα από ερεθίσματα ξένων γλωσσών, με αποτέλεσμα η αντιληπτική τους ικανότητα σε φθόγγους ή σε συμφωνικά συμπλέγματα που δεν υπάρχουν στα ελληνικά, να είναι περιορισμένη κι έτσι αυτομάτως ανιχνεύεται η πλησιέστερη μορφή άρθρωσης προς την πρωτότυπη που μπορεί να επιτευχθεί. Η φωνοτακτική ικανότητα που διέπεται από τους περιορισμούς της γλώσσας - στόχου ένταξης της πρωτότυπης ξενόφερτης λέξης αυτομάτως δρα ελληνοποιητικά προς τις ξένες λέξεις. Στα στόματα των απλών ομιλητών αυτή η διαδικασία συμβαίνει αυθόρμητα και αυτό το 'φίλτρο φωνημάτων' ενεργοποιείται αυτόματα, σε αντίθεση με τις προσπάθειες των καλαμαράδων που και διαβασμένοι είναι και σπουδαγμένοι, άρα αυτό το φίλτρο το εφαρμόζουν και με υπερβολές και χωρίς να αποφεύγουν οι παλιότεροι τις καθαρευουσιάνικες υπερδιορθώσεις αστισμού.


- Ίντά'παθε η Κούλα και πιαίνει ετσά;
- Δε ν- τά'μαθες; Έχει ατσχάι.
- Ίντά'χει;
- Ατσχάι μωρέ - δε γ-κατέω πως διάολο το λένε... Ετσέ το λένε οι γιατροί. Μαλάκυνση που λέμε...
- Αλήθεια δα, οι γιατροί με τα λοξά και τα παράξενά τωνε...

Προτείνεται γενική 'του ατσχαγιού', όπως του τσαγιού και είναι ευτράπελος όρος για την ασθένεια που περιγράφει γιατί λήγει σε 'χάι' (το "-μερ" έχει πάει περίπατο. Και δύσηχη λέξη είναι με τόσο συνωστισμό συμφώνων και δυσπρόφερτη, όπου το "-μερ" δε συγκρατείται και λόγω πολυσυλλαβίας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρυψώνα

- Τέλειωσαν οι μπίρες ρε μαλάκα
- Έχω μια εξάδα στην καβάτζα, μη σε νοιάζει

Εναλλακτική - και κάπως κρυφή -λύση

-Δεν μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα, ρε φίλε. Δεν έχουμε εναλλακτικές.
- Μην το λες. Δεν είμαστε χαλβάδες, ούτε φλούφληδες. Έχω μια τελευταία καβάτζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παπαριές με αυτολογοκρισία (βαρεθήκαμαν το μπινελίκι και θέλουμε άλλο γλυκό). Είναι εξίσου καυτερές είτε έτσι, είτε αλλιώς.

- Πω ρε... Ο Σάκης δεν τρώγεται... Άρχισε να μου τον πρήζει πάλι με τις γκομενοδουλειές του, ο συφιλιδιασμένος και μου κολλάει άγρια - τον πούστη!
- Ασ' τονα μωρέ... Άρχισε πάλι τις πιπεριές του... Μαλακία η φάση του και θα του περάσει... Μη δίνεις σημασία, αμπλαούμπλας είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καφετιέρα τύπου Nescafe Dolce Gusto λόγω του ότι μοιάζει με πιγκουίνο.


- Φτιάξε μου έναν καφέ.
- Στο μπρίκι;
- Όχι, με τον πιγκουίνο. Ένα εσπρεσάκι θέλω.
- Α-μέ-σώωωωςς!

Για όσους τους νοιάζει πως φτιάχνεται το πράγμα κι όχι μόνο πως καταναλώνεται.

Η καφετιέρα με την χαρακτηριστική καμπούραΤο συμπαθές και αξιέπαινο πουλί - δρομέας και νυν κολυμβητής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν αφήνει ούτε ένα ταλιράκι να πάει χαμένο. Φιλάργυρος, σπαγγοραμμένος, τσιγκούνης.

Η λέξη ακούγεται συχνά σε αθλητικά ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης.

Α ρε Ιβάν, δες ποιος σε έπιασε κότσο... ο ταλιροπαγίδας που διαβάζει Γαύρο και Πρωταθλητή.

Η ΑΜΚ είναι ανοικτή για αυτούς που έχουν από 20 χιλιάρικα και πάνω. Εσύ που είσαι ταλιροπαγίδας προφανώς δεν μπορείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified