Further tags

Τα επεισόδια που γίνονται σε πορείες ή στα γήπεδα που δεν έχουν κάποιο νόημα ή ιδιαίτερο στόχο και απλά προκαλούν αναστάτωση.

Και ενώ είχε συμφωνηθεί πως η πορεία θα είναι ειρηνική, αρχίζουν κάτι πιτσιρικάδες τα μπάχαλα και σπάνε μια στάση λεωφορείου και κάτι καρτοτηλέφωνα. Ορμήσαν τα ΜΑΤ και πήραν όλη την πορεία στο κυνήγι.

(από Khan, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία ομοιόμορφων trendy νέων ηλικίας 13-18, συνήθως από Β. Π., που λιώνουν στα Starbucks της γειτονιάς τους με τις ώρες (συν. έχουν μαλλί κουνουπίδι).

Αυτά τα starbuckάκια είναι τόσο ίδια μεταξύ τους, που δεν ξεχωρίζεις το ένα από τ' άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η coca cola εκ παραδρομής και/ή βαρεμάρας για άρθρωση ορθού λόγου. Τα πολλά κ κουράζουν κι έτσι αφαιρούμε ένα.

- Και που 'σαι μπάρμπα, πιάσε και δυο κοακόλες...

(από xalikoutis, 12/06/10)Κοκολά (από Khan, 22/09/14)

Βλ. και κοκολίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός. Συγκεκριμένα το είδος του λιπαρού, πλαδαρού χοντρού.

(Καφρίλιον - Τραγούδια της Γειτονιάς - Ο γαμιάς - 1995)
Το ξανθό μουνί του χασάπη το παιδί του παλιο-χοντρολίπαρου του κυρ Θεμστοκλή ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόβλητο απ' την στοματική κοιλότητα. Τα 997 τελευταία χρόνια παρατηρείται σε πράσινο, κίτρινο (όχι ταριφέ), κόκκινο χρώμα. Περιέχει 90% μύξα και 10% σάλιο.

- Ρε Μάκη τι είναι αυτό το πράσινο πάνω σου; Κουτσουλιά γλάρου:
- Όχι ρε μ***κα, πλακώθηκα με έναν νταλικέρη και φεύγοντας με έφτυσε.

(ροχάλα ήταν το πράσινο)

Βλ. και τάλιρο, χλέπα, χλεμπόνα, φτύξα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοιτά σε κολέγιο αντί για δημόσιο σχολείο. «Στο Αθήνα», χρησιμοποιείται για τους μαθητές (και τους απόφοιτους) του κολεγίου Αθηνών και Ψυχικού. Περισσότερο χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά, υποδηλώνοντας πλουσιόπαιδο, φλώρο, μαμόθρεφτο, κακομαθημένο. Οι ίδιοι μεταξύ τους το θεωρούν τιμητικό. Καταφέρνουν να ξεχωρίζουν λόγω της πανομοιότυπης εμφάνισης και συμπεριφοράς. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός πως κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους.

- Είχα πάει στο PJs και ήταν πήχτρα στα κολεγιόπαιδα που το παίζαν μάγκες με τα λεφτά του μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπούρδα, βλακεία, απορία.

Γιατί δεν σκέφτεσαι πριν μιλήσεις ρε μαλάκα, μας τρέλανες στις αρχιδιές.

Βλ. και παπαρδέλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία ένα η περισσότερα άτομα έχουν λιώσει και συνήθως βρίσκονται υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικού. Κοινώς είναι μια κατάσταση γάμησέ τα, ιδιαίτερα όταν το άτομο ή τα άτομα έχουν καταληφθεί από αρνητικά συναισθήματα.

- Άει παράτα με και συ ρε, μέσα στη γαμησετάια μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε: φραπεδιόλα.

-Πω πω, και τί δεν θα 'δινα για μία φραπεδέλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified