Further tags

Ο κτηνοβάτης, ο γιδογάμης ή γιδοσπρώχτης. Η φάση είναι ότι επειδή, ως γνωστόν, έρχονται απ' τα αγγλικάνικα διάφορες λέξεις δηθενιές που δηλώνουν και καλά σεξουαλικούς προσανατολισμούς ή στυλ ή υφάκια, όπως λ.χ. μετροσέξουαλ, ρετροσέξουαλ, λαμπερσέξουαλ και δεν συμμαζεύεται, οι Ελληνάρες παρωδούν αυτήν την τάση φτιάχνοντας ψευδείς σχηματισμούς εις -σεξουαλ, που ενδέχεται όμως να λένε αλήθειες, (αντί για τους αγγλικάνικους ευφημισμούς), όπως όταν κάποιος είναι λ.χ. πουστοσέξουαλ, μπεκροσέξουαλ, ωμοσέξουαλ, καφροσέξουαλ κ.ο.κ. Εν προκειμένω μια ακραία μορφή καφροσέξουαλ είναι ο τύπος στην ελληνική ύπαιθρο που, είτε επειδή δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο σε -σέξουαλ, είτε από μεράκι και οικειότητα με τα ζωντανά του, καταλήγει γιδοσέξουαλ, ήτοι κτηνοβατεί. Ό,τι μπορεί κανείς.

  1. Αυτό όμως που βασανίζει τον καθένα δεν είναι ο χομοσέξουαλ, ο μετροσέξουαλ ή ο γιδοσέξουαλ. Τον καθένα τον ενοχλεί που θα περάσει τα καλύτερα του χρόνια στο σοκ της παράλυσης που άφησε "η επόμενη μέρα", η μέρα δηλαδή που του κάρφωσαν τρεις πρόκες στον κώλο, οι μνημονιακοί του εταίροι!!! (Εδώ).
  2. -Δεν είναι πούστης λέει, είναι μετροσέξουαλ! Είχανε και στο χωριό του μετροσέξουαλ;
    -Στο χωριό του μάλλον γιδοσέξουαλ είχανε. (Από Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο γενική -ίλα που βγαίνει από το ανθρώπινο κορμί. Φανταζόμαστε είτε ότι είναι οι οσμές που κυριαρχούν πιο έντονα, όπως ο ιδρώτας, είτε σε ένα πιο υπαρξιακό επίπεδο οι οσμές των υγρών που φανερώνουν περισσότερο την επισφάλεια και θνητότητα της ανθρώπινης συνθήκης, όπως το αίμα και το σπέρμα. Η ανθρωπίλα μπορεί να είναι γενική, όπως τα χνώτα ενός ανθρώπινου πλήθους. Μπορεί να είναι η μοναδική ανθρωπίλα του κάθε ανθρωπίνου προσώπου όταν απογυμνωθεί από φτιασίδια και ψιμύθια και μείνει στη γύμνια της οσμής του. Μπορεί, με λίγη φαντασία, να είναι το πώς μας μυρίζουν τα άλλα ζώα. Μπορεί να είναι τελείως υπαρξιακά η απόλυτη έκθεση στην επισφάλεια μέσα από την οποία γεννιέται η πιο στέρεη αγάπη. Πρόκειται για μια λέξη αγαπημένη συγγραφέων της οσμής, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Στρατής Τσίρκας, η οποία όμως παραμένει, νομίζω, αδόκιμη, παρόλο που έχει απασχολήσει αρκετούς συγγραφείς.

  1. Ήταν σκοτάδι πήχτρα και μια μπόχα λίμναζε μουχλιασμένης ανθρωπίλας και τσιγαρισμένου κρεμμυδιού. Αθέατο, κάπου γύρω μας, ένα ραδιόφωνο μετάδινε από το Κάιρο αράπικα ερωτικά τραγούδια, όλο στριγγλιά και λάγγεμα. Πίσω απ' τις σαρακοφαγωμένες πόρτες τους, τ' αχτάρικα βγάζαν ένα μπερδεμένο πυρό χνώτο από μπαχαρικά. Σκιές μας κόβαν ξαφνικά τον δρόμο και μας καλησπερίσαν στα αράπικα, φιλήσυχα ή λίγο ειρωνικά. Το ραδιόφωνο έσβησε απότομα. Συναγερμός. Πάνω από την Αίγυπτο πετούσαν τα γερμανικά βομβαρδιστικά. (Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες Α΄, Η Λέσχη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1960, σ. 215).
  2. Η Ανθρωπίλα δεν είναι όμορφη, δεν είναι κομψή, δεν είναι λογοτεχνίζουσα λέξη. Μια λέξη που υιοθέτησα ...παίζοντας, κόντρα στην υποτιθέμενη ...συνώνυμη της, την ...ανθρωπιά. [...] Και μοιάζει θαρρείς η λέξη μου, να προβοκάρει , τα υψιπετή του Ουρανού. Αν μύρο αναβλύζει από τα υψιπετή της ...ανθρωπιάς, μυρωδιά εκκρίσεων, ιδρώτα, σπέρματος, αίματος λες και μυρίζει η ...ανθρωπίλα. Ένας Ουρανός...κόντρα σε μια Γη. [...] Και η Ανθρωπίλα είναι ο δικός μου, ο Γήινος ο Ουρανός. Είναι η μυρωδιά του φόβου του κάθε Χριστού που φωνάζει «Ηλί, Ηλί λαμά σαβαχθανί», είναι ο πόνος της κάθε Παναγιάς που θρηνεί σπαραχτικά «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;», είναι οι Πέτροι που σκιάζονται και λιποτακτούν, είναι οι Ιούδες που προδίδουν, είναι οι Θωμάδες που ψάχνουν να ακουμπήσουν τον τύπο των ήλων, είναι οι Μαγδαληνές που ταπεινές ερωμένες, γονατίζουν. [...] Κι όσων οι φωνές απο το πληθος για Ιησού υψώνονται, είναι αυτοί που έχουν να κάνουν εικόνισμα, την ελπίδα της γήινης Ανάστασης, δοξάζοντας το πιο μεγάλο έργο τέχνης που πλάστηκε ποτέ. Τον κάθε Άνθρωπο. Δοξάζοντας το μόνο μεγαλείο του, όχι την τελειότητα, αλλά την απόλυτη ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ του, λουσμένη στις πολλές αδυναμίες του... Δοξάζοντας την μόνη σωτηρία του, τη θαλπωρή της ...Ανθρωπίλας που ανακουφίζει μοιραζόμενη το βάρος του Σταυρού. [...] Σε όποια Ανάσταση κι αν προσβλέπετε συχωριανοί μου, σας την εύχομαι. Απλά, όπως αρμόζει στις μέρες που διαβαίνουμε, σας εξομολογήθηκα και τη δική μου. Την Ανάσταση της ...Ανθρωπίλας. Με τον προσήκοντα σεβασμό...στη Γη. (Κατερίνα).
  3. Μύριζε ο αγέρας σαπημένα φρούτα, λιβάνι κι αποκρουστική βαριά ανθρωπίλα. (Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο).
  4. Λοιπόν, εγώ νομίζω ότι ο κάθε άνθρωπος βγάζει μια ξεχωριστή μυρωδιά. Δεν την καταλαβαίνουμε γιατί μπερδεύονται οι μυρωδιές, δεν ξέρουμε ποια 'ναι δική σου και ποια δική μου. Καταλαβαίνουμε μονάχα πως ο αγέρας βγάζει μια βρώμα και τήνε λέμε ανθρωπίλα. Άλλοι την ανασαίνουν σαν λεβάντα. Εμένα μού ΄ρχεται να κάνω εμετό. Ας είναι. Αυτό είναι άλλου παπά τροπάρι. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά).
  5. Η σέλφι του Τσίπρα στο Αργος (αγάπη ρε, και ανθρωπίλα!) (Νίκος Ξυδάκης στο Τουίτερ).
  6. -Μετά δε μυρίζει ο άλλος ανθρωπίλα, αλλά σαν απορρυπαντικό. Μπλιάχ! ...
    -Μπλιάχ! Και ποιος σου είπε ότι θέλει ολος ο κόσμος να μυρίζει την... ανθρωπίλα σου? (Εδώ).

"Σε σας μιλάω που ξερνάτε ανθρωπίλα, τη μουγκαμάρα σας και του μπλα μπλα την ξευτίλα" Σανταζίνια έφα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολιτική σλανγκ από τα άδυτα του φοιτηταριάτου. Ως Μαϊούνης ορίζεται η περίοδος των μεγάλων φοιτητικών και μαθητικών κινητοποιήσεων κατά της σχεδιαζόμενης τότε κατάργησης του άρθρου 16 του Συντάγματος, τον Μάιο και Ιούνιο του 2007. Η ένωση σε μία λέξη του Μαΐου και Ιουνίου προέκυψε από την ανάγκη γρήγορης αναφοράς στα γεγονότα του 2007, όταν χρειαζόταν σε μεταγενέστερες φοιτητικές συνελεύσεις μία δοξαστική υπενθύμιση.

  1. Να κάνουμε καταλήψεις παντού ρε! Όπως τον Μαϊούνη!
  2. Πού ήσουνα συνάδελφε τον Μαϊούνη; (επιθετικά σε πολιτικό αντίπαλο)
  3. Το διάστημα μετά τον Μαϊούνη χαρακτηρίστηκε από τις προσπάθειες να μην χαθούν οι εξεταστικές
  4. Τόσο κόσμο σε συνέλευση έχω να δω από τον Μαϊούνη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός για τις συζητήσεις στην τηλεόραση, είτε τραπεζάτες είτε σε παραθύρια με παραθυρομαχίες ή απλή παραθυρομουρμούρα, οι οποίες σύμφωνα με τους χρησιμοποιούντες την έκφραση αποτελούν καθαρή αδολεσχία, δεν οδηγούν πουθενά και δεν είναι δραματικά καλύτερες από αντίστοιχες σε καφενέδες και καφρενεία.

  1. Σε κάθε σοβαρή Σοβιετία το 4% θα είχε ήδη εκπαιδεύσει το 32% και δεν θα το άφηνε να παίρνει σβάρνα τους τηλεκαφενέδες ρίχνοντας νερό στον μύλο της αντίδρασης. Πού είναι το Κόμμα; (Από το Φέισμπουκ).
  2. ΣΤΟΝ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ ΤΗΛΕΚΑΦΕΝΕ ΝΑ ΣΥΝΕΝΩΝΟΝΤΑΙ ΤΡΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ-ΟΜΑΔΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝ ΤΟΝ ΣΥΡΙΖΑ. (Εδώ).
  3. Το παραπάνω συνιστά παραθυράτο σχόλιο της δημοσιογραφίας του τηλεκαφενέ και της πολιτικής ΜΕGA-προστυχιάς. (Ρεσάλτο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η ζάλη και δη η ερωτική ζάλη, εκ του δικέλω (=βλέπω < dikhel στη ρομανί) και του σβούρα. Δηλαδή φάση η όρασή μου γίνεται σβούρα,

Όλα γύρω μου γυρίζουν

είμαι δικελοσβουριασμένος.

Μόλις τον είδα τον γκούρμπαντο, έπαθα μια δικελόσβουρα άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη που σημαίνει εις το επανιδείν, au revoir γαλλιστί, στο ξαναντάμωμα, καλώς να ξαναειδωθούμε. Προκύπτει από το λατσός = όμορφος < lačho της ρομανί με την ίδια σημασία, και του δικέλω = βλέπω < dikhel της ρομανί με την ίδια σημασία. Επομένως, σημαίνει κατ' ακρίβεια όμορφα να ξαναειδωθούμε. Συχνά μπαίνει μπροστά το ούψα που ο Ηλίας Πετρόπουλος το έχει αγνώστου ετύμου και σημαίνει γεια. Είναι δηλαδή πάγια έκφραση ούψα και στο λατσοδίκελμα. Ασφαλώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί και επιθετικά σε φάση άντε γεια.

"Ούψα και στο λατσοδίκελμα", στο τέλος.

  1. Λάκης Γαβαλάς: Είμαι άντρας με balls. Σχόλιο: ΤΡΙΑ ΚΑΚΝΑ ΤΗΣ ΚΑΚΝΗΣ.. ΚΑΛΕ ΓΚΑΡΣΟΝ ΑΒΕΛΕ ΜΟΥΤΖΑ. ΜΩΡΗ ΓΑΒΑΛΟΥ ΟΥΨΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΑΤΣΟΔΙΚΕΛΜΑ... (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).
  2. Σου αβέλω λατσαβαλέ καλέ Γκοντορελιά. Αβέλω να σε δικέλουμε αποκατέ με τα ισάντες λέτρα. Ούψα και στο λατσοδίκελμα. (Καλιαρντά και λετριστική ποίηση).
  3. Μάλλον χρειάζεται περισσότερη ευελιξία και αλλαγή πολιτικής νοοτροπίας, γιατί μπορεί να τα βρεις μπροστά σου όλα αυτά. Μπαρδόν άμα μπενάβω ανθυγιεινά αλλά εγώ για το καλό σου τα λέω, κι ας θα με πεις λούγκρα, γραφική, λαϊκιά και ανάξια απάντησης. Ορεβουάρ, και στο λατσοδίκελμα! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που στο κεφάλι του έχει σκατά αντί για μυαλό, ο σκατόμυαλος. Η έμφαση είναι περισσότερο στο ότι έχει χαλάσει το μυαλό του, επειδή είναι και σκατόψυχος, είναι ένας κακός άνθρωπος, και λιγότερο σε μια σκατά εμφάνιση, όπως έχει ο σκατομούρης σκατομούτσουνος με σκατόφατσα. Σε σχέση με το σκατόψυχος, όμως, σημαίνει και ότι ως συνέπεια της σκατοψυχίας του, έχει χαλάσει το μυαλό του, έχει χάσει την πνευματική του διαύγεια, ας πούμε. Δεν είναι δηλαδή μόνο θέμα ψυχικής διάθεσης, το έχει κάψει το μυαλό του. Στον γούγλη διαπιστώνω ότι λέγεται συχνά για ανθρώπους που έχουν σκατά πολιτική τοποθέτηση, και λόγω αυτής γίνονται σκατόψυχοι, είτε είναι ναζίδια,

είτε έχουν κάποια άλλη πολιτική τοποθέτηση, όποια, με την οποία διαφωνούμε. Αγγλιστί λέγεται shithead και είναι πολύ διαδεδομένη βρισιά.

Υπάρχει επίσης ένα παιχνίδι με τράπουλα με το ίδιο όνομα, το οποίο έχει έρθει και στην Ελλάδα (δες).

  1. Ο αναρχοάπλυτος σκατοκέφαλος Σακελλαρίδης φώναζε "μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι". (Εδώ).
  2. Εντελώς ωμά και με αδιάσειστα πλέον στοιχεία, ο Αντώνης Σαμαράς είναι ένας σκατοκέφαλος. (Εδώ).
  3. Αυτός ο ματσωμένος σκατοκέφαλος που έθεσε σε κίνδυνο το μισό αυτοκινητόδρομο για να κάνει φιγούρα στη γκόμενα είναι ακόμα ελεύθερος; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και ένας σύντομος και πιο βολικός τρόπος να πεις για κάποιον ότι είναι κλαρινογαμπρός, χωρίς να προσφύγεις στο αγγλότροπο κλάριν.

Κλαρίνον το κυριολεκτικόν

Κλαρινογαμπρός ως γνωστόν είναι ο ποζεράς που αγρεύει γκόμενες ή που απλώς εκθέτει με ποζεράδικο τρόπο τα κάλλη του για να τον αγρεύσουν αυτές, κάνοντας διάφορες εμφανισιακές καγκουριές, όπως λ.χ. τατουάζ μανίκια, κουρέματα όπου τα μαλλιά είναι ξυρισμένα στα πλάγια και φουντωτά πάνω με διάφορες φράντζες, γραμμωμένο σώμα με εξαπάκετο, μπλούζες με V για να φαίνονται οι γυμνασμένοι μύες του στήθους, μούσι Λεωνίδας, πατούμενα με αερόσολες κ.ο.κ. Τώρα που αβέλει λατσοτέμπα, κυκλοφορούν και ως κλαρινοπαραλίες, όπου μπορούν να επιδείξουν ακόμη πιο ευχερώς τους μύες και την body art των τατουάζ τους (έως και ταπετσαρία) μαζί με ποζεράδικα μαγιό και σανδάλια.

Κλαρίνα κατά Μikeius

  1. min akouw kagkoures na lene oti eimai klarino ta pairnw!! (Εδώ).
  2. Πούτσες; Τις παιζω στα δαχτυλα τις πουτσες. Ζούμε σε μια κοινωνία γεμάτη παράσιτα. Κάγκουρες, σκατοκέφαλοι, κλαρίνα, χαζογκόμενες, λατέρνες, φιλενάδες, σιχαμένοι χίπστερς κτλ προκαλούν εμετό στα μάτια, τα αυτιά και το στομάχι μας. Ταυτόχρονα. Και επειδή λύση στον ορίζοντα δεν βλέπουμε, πρέπει να κάνουμε κάτι από μόνοι μας γι’ αυτό. (Λίγα λόγια για μας. Η χούντα μας).
  3. αυτές είναι μηχανές! όχι αυτές της αηδίες που καβαλάτε! παλιό κλαρίνα ! (Εδώ).

Κλαρινορονάλντο με ένα σχετικό τζέντερ μπλέντερ που επιτάσσει το Τζιναβονήσι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βούρλο ονομάζονταν παλαιότερα πριν το Β'ΠΠ και η γυναίκα ιερόδουλος η οποία θεωρούνταν πολύ χαζή. Η ονομασία συνδέονταν με το Μέγα-Πορνείο των Βούρλων που υπήρχε στον Πειραιά (Δραπετσώνα). Πιθανόν επίσης βούρλο να ονομάζονταν κόρες αυστηρών οικογενειών οι οποίες έχασαν την τιμή τους εκτός γάμου και οι "γονείς" τους τις έστειλαν να δουλέψουν στα Βούρλα. Υπάρχουν υποψίες ότι αυτό πράγματι είχε συμβεί αρκετές φορές.

.

Η έκφραση "άντε ρε βούρλο" είναι υποτιμητική και προέρχεται από τα πιοπάνω λήμματα ή ειδικότερα την τραγική κατάσταση μιας ιερόδουλης στο πορνείο των Βούρλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσεξε το φιλαράκι μου που το άφησα μόνο και το εκμεταλλεύεσαι παλιολουμπίνα!

Επικριτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός, προερχόμενος από το ψευδώνυμο της ονομαστής ιερόδουλης του συνοικισμού Βούρλων (που το 1920-1930 βρισκόταν στα σύνορα Πειραιά–Δραπετσώνας, 80 μέτρα από τον Άγιο Διονύσιο) Κικής Λουμπίνα. Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στα χαρακτηριστικά της πονηριάς και της ικανότητας εξαπάτησης των άλλων για την επίτευξη ορισμένου στόχου με κάθε τρόπο και την εν γένει αναξιοπιστία, δηλ. συμπεριφορές που σύμφωνα με την αγοραία (υπο)κουλτούρα αποδίδονται σε εκδιδόμενες γυναίκες (ιερόδουλες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified