Selected tags

Further tags

Η στείρα προβατίνα, συνήθως μεγάλης ηλικίας. Υποτιμητικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για γυναίκες. Ο όρος απαντάται στην Ήπειρο. Πρβλ. και τον άλλο ορισμό του λήμματος που έχει παραπλήσια σημασία.

Πήγε βρε να μου πουλήσει μια μαρμάρω δέκα χρονών για ζυγούρι ο τζερεμές, ο πάσλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό ανδρικό χτένισμα σύμφωνα με το οποίο:

α) Επιβάλλεται χωρίστρα αλφαδιασμένη, κυρίως στο πλάι αλλά και στη μέση του σκαλπ ενίοτε.
β) Το σύνολο του μαλλιού είναι γυαλιστερό και κολλημένο στο κρανίο με τη βοήθεια μπρι(γ)ιόλ, μπριγιαντίνης ή λεμονίτας (με ζάχαρη η σκέτη).

Ο βοϊδογλειμμένος είναι συνήθως γόνος «καλών »οικογενειών, κουστουμάτος ή ντυμένος με πόλο, σορτσάκι και σοσόνια. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι η βοϊδογλειψιά ήταν της μόδας κατά καιρούς αρκετές δεκαετίες πριν, αλλά τη σήμερον ημέρα είναι ντεμοντέ.

Επίσης στα σχολεία φοριέται στους σπασίκλες και πάει πακέτο με τα καβλόσπυρα, το σμήγμα και τη γυαλαμπούκα.

- Καλώς τον Λέλο. Πού ήσουνα ρε φίλε, στο μαντρί;
- Όχι, σπίτι.
- Ά, γιατί μου φαίνεσαι σαν να σε έγλειψε γελάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρκουδιάρης. Χρησιμοποιείται ως βρισιά ή επιτίμηση, συνδυάζοντας
τον κλασικό αρκουδιάρη με τον «παππού της αστυνόμευσης» Νίκωνα Αρκουδέα.

Καθιερώθηκε από τον μέγιστο Βασίλη Λεβέντη στην τελευταία εκπομπή του καναλιού 67, το 1993, όταν «οι αλήτες του Μητσοτάκη και του Παπανδρέου έστειλαν ΜΑΤ στον Υμηττό για να κλείσουν το κανάλι 67». Αν και ως ευσεβής χριστιανός παρακάλεσε τον Θεό για «καρκίνο στον Μητσοτάκη και όλα του τα σόγια και στον Παπανδρέου και όλα του τα σόγια», ο Θεός έκανε την πάπια και ο Μητσοτάκης μάλιστα ύστερ' από τόσα χρόνια ακόμα ζει και πάει για τα 100.

Πληθυντικός: οι αρκουδέηδες.

(αποσπάσματα από την τελευταία εκπομπή του Βασίλη Λεβέντη στο κανάλι 67)

  1. - Αίσχος! Έστειλε ΜΑΤ ο αρκουδέας Μητσοτάκης, γιατί αρκουδιάρης είναι, έστειλε ΜΑΤ να κλείσει το κανάλι 67 στο όρος του Υμηττού. Ζητούμε απο το Θεό να πιάσει καρκίνος την οικογένεια του Μητσοτάκη και την οικογένεια του Παπανδρέου!

  2. - Αλητεία... Αλητεία! ΑΛΗΤΕΙΑ!! Αρκουδέηδες!

(από Cunning Linguist, 31/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο "βομβητής όπισθεν", ο μηχανισμός των οχημάτων ο οποίος παράγει δυνατούς και υψίσυχνους διακοπτόμενους ήχους όταν το όχημα κινείται με την όπισθεν, ήχους που θυμίζουν τα τζιτζίκια της φύσης. Τα ηλεκτρικά αυτά "τζιτζίκια" (ο πληθυντικός νομίζω είναι συχνότερος), τοποθετούνται σε οχήματα δύσκολου χειρισμού, όπως τα φορτηγά, ή και σε μικρότερα οχήματα, όπως τα κλαρκ, τα οποία πάντως κινούνται σε χώρους με πεζούς εργαζομένους (βιομηχανίες κλπ) προς αποφυγή ατυχημάτων.

Η συγκεκριμένη σημασία του λήμματος είναι αρκετά συναφής με αυτήν του ορισμού του PUNKELISD.

  1. - Εντάξει, πες ο οδηγός δεν τον είδε, αυτός πώς και δεν το πήρε χαμπάρι, ολόκληρο φορτηγό; Με πέντε πήγαινε, δεν έτρεχε.
    - Ξέρω κι εγώ; Πάντως η νταλίκα τζιτζίκια δεν είχε. Τώρα αν είχε φασαρία στο εργοτάξιο, αν κουβαλούσε κι αυτός κανένα μαδέρι και δεν έβλεπε, δεν ξέρω.
    - Προφ δεν του έκανε κανείς κουμάντο;
    - Όχι. Ρε σου λέω, άγιο είχε ο θείος, το φορτηγό το σταμάτησε ένας άλλος που έτυχε να κοιτάει και έκανε σινιάλο στον φορτηγατζή. Εντωμεταξύ τον είχε ρίξει κάτω, τον είχε περάσει με το λασπωτήρα και οι ρόδες τον φτάσανε στους δέκα πόντους.
  2. Από εδώ: GRADE A": MADE IN AUSTRIA. ΒΟΜΒΗΤΗΣ - ΤΖΙΤΖΙΚΙ 12V - 24V.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, γαμώ, βατεύω, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Συνώνυμο με το χρησιμοποιούμενο σε άλλες περιοχές μαρκαλίζω ή μαρκαλάω.

Χρησιμοποιείται (συνήθως κάποια παράγωγα του) για ζώα, αλλά και για ανθρώπους. Πιθανή ετυμολογία από το μεσαιωνικό "λάμνω" (κωπηλατώ), προερχόμενο από το αρχαίο "ελαύνω".

Μου το 'χει διηγηθεί ο πατέρας μου, για κάποιον γέρο που μάλωνε τις κόρες του, επειδή φόρεσαν κοντομάνικα (εποχή μεσοπολέμου):

"Βγάζετε τα μπρατσίδια σας σα τη ψωλή του γαδάρου. Νά 'χατε μπάρεμου* και κανα** γάδαρο να σας λάσει!"

*μπάρεμου (μπάρεμ'): μαθές, συμπληρωματικό μόριο

**κανα: κανένα

Παράγωγα

Εμφανίζεται στην παθητική φωνή στο τρίτο πρόσωπο με τη μορφή "λάμεται" και αναφέρεται σε θηλυκά ζώα που βρίσκονται σε οίστρο.

"-Πατέρα, μου φαίνεται πως λάμεται η γαδάρα!"
"-Άντε να τηνε βάλεις στ' άλογο τ'Ανεστάση!"

(Συνηθισμένος διάλογος πριν από καμμιά πενηνταριά χρόνια. Ο Ανεστάσης είχε έναν από τους ελάχιστους επιβήτορες του νησιού, που ήταν ο πατέρας των περισσότερων μουλαριών).

"Ας ειν' η ώρα η καλή και λάστηκε μια ζίκα!"

Σκωπτική παροιμία για γεγονός που μεγαλοποιείται.

Χαρακτηριστική επίσης είναι και η χρήση του ρήματος "βάζω" ή "βάνω" που σημαίνει ότι πάω το θυλικό ζώο στον επιβήτορα και κατά συνεπεια γίνεται όλη η αναπαταγωγική διαδικασία.

Την έβαλες τη ζίκα; (εννοείται στον τράγο ή τράο κατά την ντοπιολαλιά).

Την έβαλα στο χοίρο.(εννοείται τη γουρούνα ή σκρόφα κατα την ντοπιολαλιά).

Ως ουσιαστικό εμφανίζεται με τις μορφές: λάσιμο που σημαίνει συνουσία, βάτεμα

"Μακριά από δαύτηνε. Αυτή είναι λάσιμο και πρόστιμο!" ή σε άλλη ανάγνωση: "Θέλει λάσιμο και πρόστιμο" ( κατά το "γαμήσι και ξύλο")

λασιά που σημαίνει συνουσία, βάτεμα, αλλά και "σπορά" κάποιου.

"Καλή λασιά τον Αύγουστο και γέννα το Γενάρη" (παροιμία για τα αιγοπρόβατα)

"Ίδιος ο Α.. είναι! Λες νά'ναι λασιά του;"

λατάρι που σημαίνει επιβήτορας

Δε την ξαναβάνω την αηλάδα στο ταύρο του Γιώργη, είναι μπούνης*. Θά τηνε πάω στου Βαγγέλη που 'χει, όπως έμαθα, καλό λατάρι.

*μπούνης: στείρος, ανίκανος.

Υπάρχει επίσης η επιθετική μορφή (αλλά που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό) λαστικά που σημαίνει γαμησιάτικα.

Την έβαλα και στο ταύρο του Βαγγέλη και πάλι ξεγκάστρωτη είναι. Τσάμπα τα λαστικά!

Τέλος υπάρχει το επίθετο λαμάτος (προφανώς από την ίδια ρίζα) που σημαίνει σωματώδης ρωμαλέος.

Ο γέρος ήτανε λαμάτος. Τώρα πως έβγαλε γιό μιά σταλιά, δε μπορώ να το καταλάβω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γύρος φτιαγμένος από κρέας γάτας. Σημαίνει κακής ποιότητας γύρος (συνήθως αισθητή στη γεύση), ή σατιρικά για να διακωμωδήσουμε το ποιόν ενός άγνωστου για μας σουβλατζίδικου. Πιο σπάνια χρησιμοποιείται και ο σκυλόγυρος.

- Λοιπόν προτείνω να πάμε για σουβλάκια στο «Γύρω γύρο όλοι»
- Ωχ... τι σερβίρουν εκεί; Γατόγυρο απ' όλα;

- Χθες το βράδυ τι κάνατε αφότου έφυγα;
- Πήγαμε για σουβλάκια σε ένα άθλιο μαγαζί, σκέτος γατόγυρος. Το μισό σουβλάκι το έδωσα σε έναν σκύλο, το μύρισε και έφυγε!

Όλα καλά! (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οφθαλμολογική πάθηση που πήρε το όνομά της από το εξωτικό πτηνό τουκάν (βλ. και μήντιο). Για πρώτη φορά τουκανισμός διαγνώστηκε σε Βέλγο φυσιοδίφη, ο οποίος περιέγραψε το εξωτικό αυτό πουλί ως «το πτηνό με το χαρακτηριστικό μαύρο φτέρωμα», αγνοώντας πλήρως τη μύτη του.

Στη σημερινή εκδοχή της η πάθηση προσβάλλει χρήστες του internet που αφήνουν σχόλια σε οπτικό υλικό (φωτογραφίες, βίντεο youtube κυρίως, κλπ). Κατά κύριο λόγο ευάλωτοι είναι αστειάτορες χρήστες, αλλά όχι μόνο. Το βασικό σύμπτωμα της πάθησης είναι το εξής: σε μια συγκεκριμένη φωτογραφία ή βίντεο που κυριαρχεί ολοφάνερα ένα δυνατό οπτικό ερέθισμα (κυρίως γκόμενες-τούμπανα, αλλά όχι μόνο, σε κάθε περίπτωση 99% σεξ και βία) κάποιος προσέχει και σχολιάζει ασήμαντες λεπτομέρειες, του φόντου και γενικότερα (λ.χ. σε βίντεο όπου τρελό μωρό webcam γδύνεται στο you tube, κάποιος σχολιάζει το φωτιστικό δαπέδου στην άκρη του πλάνου).

Για να δείτε αν πάσχετε από τουκανισμό κάντε το εξής τεστ: τι βλέπετε στη φωτό 1;

Για την ιστορία, τουκανισμό εκδήλωσε ο χρήστης του slang.gr Βράσταμαν στη συγκεκριμένη φωτό που αναρτήθηκε συνοδευτικά στη φωτό του λήμματος μύτινγκ.

Ο τουκανισμός είναι ένας δύσκολος ομολογουμένως όρος που έψαχνα για να περιγράψω το φαινόμενο αυτό της εποχής του διαδικτύου των σχολιαστών.

— Έλα να δεις ρε μαλάκα ένα βιντεάκι... καύλα ε;
— Πωπω ρε συ... κι εγώ ένα τέτοιο κλανί θέλω να βάψω τον τοίχο μου...
— Καλά ρε, τουκανισμό έχεις να 'ούμε;... Άπαπαπα, τι κωλαράκι είναι αυτό ρε συ...
— Είναι πολύ ακατάστατο το δωμάτιο... ειδικά αυτό καλάθι με τα άπλυτα στη μέση...
Μάστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γίδιος, γιδήμων

Αντί να βρίσεις κάποιον "γίδι", άσχετο ξερόλα κλπ, βρίσκεις επίθετα ή ουσιαστικά που φωνητικά αρχίζουν από ιδι- και κοτσάρεις μπροστά τους ένα γ.
Κατσικώνονται έτσι ωραίες κατασκευές με ελαφρύ άρωμα τραγίλας:
γίδιος κάποιος που ξέρωγίδιος κάποιος που ξέρω
Σημείωση:
Υπάρχουν από παλιά "τα γίδια" της slangirene, απάντηση στο "— Τι νέα;"

  1. είσαι γίδιος ο Πρατ Πιτ

  2. Με αυτο το χαζομουσι πλεον ολοι οι αντρες ειναι γιδιοι (εδώ)

  3. Τέτοια στιγμιότυπα άπειρα! Το όλο πολιτικό σκηνικό είναι στημένο κ αναπαράγει γίδιους διαλόγους )) (εδώ)

  4. Οι σύντροφοι που θελουν να μας πάνε στη δραχμή είναι οι (γ)ίδιοι που πιστεύουν ότι ο Πούτιν είναι κομουνιστής #tsirko (εδώ)

  5. Είσαι γιδήμων και δηλώνεις σε ηλικία που έχει μπροστά το 2 5-6 μεταπτυχιακά και phd? Τώρα υπάρχει λύση! http://luben.tv/web/www/57567 (εδώ)

  6. Πολυ κακώς το φόρεσε το λεοπαρ. Οπως εχει πει ενας σοφος Γιδημων 'Λεοπαρ φοράς μονο αν εισαι 40ρα και πανω'#foustanella #eurovisiongr (εδώ)

  7. Αυτο που ο Μητροπουλος θα αυτοκτονήσει ειναι γιδιο με εκείνο του Αδωνι που θα έφευγε απο τη χώρα αν έβγαινε ο ΣΥΡΙΖΑ ε; # ekloges2015_round2 (εδώ)

  8. Αστική γιδημονιά είναι:
    -Η αστική σαλιάρα Αδωνη, φίλου των εστέτ της χωρας
    Κιμπάρης Βαγγέλας
    -Η Ντόρα ν ακούει εμετο Ψινάκη χασκογελώντας (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πραγματική σημασία της λέξης αναφέρεται σε πουλί με μαύρο φτέρωμα και άγρια φωνή, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια, κάτι σαν την γνωστή καρακάξα.

Υβριστικά περιγράφει την άσχημη και κακιά γυναίκα που αντιπαθούμε. Ίσως ηχητικά παραπέμπει και στην καριόλα, αλλά ετυμολογικά δεν έχει ουδεμία σχέση.

- Αν δεν μού δώσεις διατροφή, θα τη διεκδικήσω στα δικαστήρια. Σε μισώ, αλήτη!
- Φύγε από 'δώ μωρή κάργια, μού έχεις κάνει τη ζωή μαύρη. Δε θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου.

Βλ. και: μελεμενιά, καρακαηδόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τα σώματα ασφαλείας (καπελάκηδες, τροχομπάτσοι, ΜΑΤατζήδες, ασφαλίτες, εδικοί φρουροί, ΟΠΚίτες, ΜΕΑ, δεσμοφύλακες, βασανιστές, ζητάδες, συνοριοφύλακες, τελωνειακοί, κτλ) τα οποία πληρώνουμε με τους φόρους μας για να μας υπηρετούν και να μας δίνουν ένα γενικότερο αίσθημα ασφάλειας, πράγμα που επιτυγχάνουν άριστα.

Μπάτσοι γιατί να. Γουρούνια γιατί καταλαβαίνει όποιος έχει δει μπάτσο μπροστά του (αν και δε συμφωνώ απόλυτα γιατί είναι προσβολή για το γνωστό ζώο). Το γιατί δολοφόνοι μας το υπενθυμίζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Το σύνθημα φοριέται πολύ σε πορείες και διαδηλώσεις, αλλά τώρα πια και σε σχολεία, νηπιαγωγεία, εργασιακούς χώρους, σπίτια, αυλές, πάρτυ, κοσμικές συγκεντρώσεις, γάμους, βαφτίσια και γιορτές.

Εν συντομία: μπα-γου-δο.

  1. Τη χέστρα πάλι βούλωσα κι έσπασε το σιφόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  2. Απ' όλα τα φρούτα μ' αρέσει το πεπόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  3. Μικρό μου πόνυ, μικρό μου πόνυ,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  4. Είμαστε στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  5. Μ' αρέσει η μουσική, παίζω και τρομπόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  6. Μ' έφτυσε η γκόμενα απ' τ' απέναντι μπαλκόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  7. Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  8. Άσε το ... και πιάσε το καδρόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  9. Με το παπάκι έπεσα κι έσπασε το τιμόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  10. Την αφίσα κρέμασα με ούπα και στρυφώνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  11. Ψάχνω ένα σύνθημα, σε -όνοι τελειώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  12. Ένα είναι το σύνθημα που όλους μας ενώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  13. Οι μπάτσοι είναι αδέλφια μας κι εμείς αδελφοκτόνοι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  14. Ο σκύλος μου τρελάθηκε με γάτες ζευγαρώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  15. Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι,
    εσείς πουλάτε την άσπρη σκόνη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified