Further tags

(Πάτρα-Ιόνιο): Βάζω σε μπελάδες, ταλαιπωρώ, πιέζω κάποιον.

Εκ του ιδιωματικού τρόκολο (σταφυλοπιεστήριο-μηχανικό πατητήρι) < βενετ. torcolo και ήδη σήμερα ιταλ. torchio < λατιν. torculum < ρημ. torqueo = σφίγγω, περιστρέφω.

  1. Καθόμουνα ήσυχος στ' αβγά μου κι ήρθε εκείνος ο ξαδερφός μου -πανάθεμάτονε- και μ' έβαλε στο τρόκολο ν' αγοράσω λέει μετοχές της Χ εταιρείας γιατί αλλιώς θα' χανα τα λεφτά μου αν τα άφηνα στην τράπεζα. Τί τα' θελα και τον άκουσα, πήρα τα τρία μου...
  2. -Πάω έξω για ψώνια, θες τίποτα;
    -Με την κάρτα μου;
    -Εμ, με τί; Με το πενηντόφραγκο απ' το ΑΤΜ;
    -Κοίτα μη με βάλεις στο τρόκολο να πληρώνω τζερεμέδια κάθε μήνα στους κερχανατζήδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To ξεμπουκάρισμα, δηλαδή η αιφνίδια έξοδος ή το ξεμάγκωμα από κάποια στενή (και ενίοτε δυσχερή) ατραπό. Μερικές συνήθεις σλανγκικές χρήσεις:

Α. Η δίοδος φυγής του διαρρήκτη.

- H ανεύρεση ξεμπούκας είναι το πρώτο μέλημα τού Καλού Διαρήκτη, πριν αρχίσει την κυρίως εργασία του. O Διαρήκτης μπορεί να διαλέξει για ξεμπούκα την πόρτα της κουζίνας, ένα παράθυρο πού δίνει στον κήπο, μια μπαλκονόπορτα, μια σκάλα πυρκαγιάς. H ξεμπούκα πρέπει να βλέπει στο πίσω μέρος τoύ σπιτιού. H ξεμπούκα χρησιμοποιείται μόνον όταν επίκειται ή σύλληψη του Διαρήκτη. Αποκεί θα φύγει δίχως καθυστέρηση αλλά όχι σπασμωδικά.
(Ηλία Πετρόπουλου, "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη", Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 44-45.)

Έχω και άλλη δίοδο

Β. Η απόδραση, αποφυλάκιση ή απελευθέρωση κάθε είδους κρατούμενου από την ψειρού.

♪♫ Το ΄πανε πως επίκειται ξεμπούκα ξαφνική
θα μ΄ άρεσε πάρα πολύ ν΄ αδειάσει το Λακκί ♪♫

(στίχος του τραγουδιού με τίτλο «Επίκειται» που προαναγγέλλει με χιούμορ την επικείμενη... ξεμπούκα (αποφυλάκιση, απόλυση των εξορίστων)), (εδώ).

- εκδήλωση που διοργανώνει ο "Σύνδεσμος Φυλακισθέντων-Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974", αφιερωμένη στα τραγούδια της φυλακής και της εξορίας (...) Τότε που γράφαμε "μια λέξη μοναχά: ελευθερία" και με απεργίες πείνας ή με διαμαρτυρίες στο καζάνι διεκδικούσαμε την απελευθέρωσή μας, τη "μαγική ξεμπούκα". (εκεί)

Πότε θα κά- πότε θα κά-νει ξεμπούκα

Γ. Η ηρωική (ή μη) έξοδος ή απομάκρυνση τινός.

- Οι αυτοπροβεβλημένοι και χρήστες των κομματικών μηχανισμών προβολής συνταγματολόγοι, αυτοί που έσπρωξαν στη μαλακιώδη ξεμπούκα τον Βενιζέλο για αρχηγία (για να κυβερνήσουν αυτοί), το τρισάθλιο ΚΑΡΤΕΛ καταπάτησης των στοιχειωδών συνταγματικών δικαιωμάτων, ξανακτύπησε. (παραπέρα)

- Συγχρόνως, η παραλίγο να κυρηχθεί σε πτώχευση "NOVARTIS", κάνει νέα ξεμπούκα στις διεθνείς αγορές, με ίδρυση ή εξαγορά φαρμακοβιομηχανιών σε Ινδία, Ισπανία και αλλού. (παραδίπλα)

H ξεμπούκα του Minister of Silly Talks

Δ. Η έξοδος πλεούμενου από λιμάνι.

- Το λιμάνι μας έχει πρόβλημα στην μπούκα και ξεμπουκα του φερι-μποουτ από το Ρεθεμνιωτικο λιμάνι. (εκεί)

Η ξεμπούκα του Εωσφόρου

Εκ του γαμοσλανγκοτέτοιου ξε- και τση μπούκας (< λατ. bucca, είσοδος και στόμα). Πέον να σημειωθεί ότι οι ορισμοί του ξεμπουκάρω του Τριαντάφυλλου (εδώ) αλλά και του σαητόστ (εκεί) ανακριβώς περιγράφουν αιφνίδια εμφάνιση και ουχί εξαφάνιση.

Στα Γαλατικά: débouchage.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαρύμαγκας.
Προέρχεται από την υπερρεαλιστική και αρκούδως σλανγκική Ζαγωραία εκδοχή "Έντε λα μαγκέτε Bοτανίκ" (1975) του ρεμπέτικου "Ο μάγκας του Βοτανικού" (1933, 1η εκτέλεση Κασιμάτης)
Σπύρος Ζαγοραίος, Έντε λα μαγκέτε Bοτανίκ

♪♫ Έντε λα μαγκέ ντε Βοτανίκ,
άλα πι και φικ εξηγιέται
αλελεπτίκ.

Σταρ ντε μπουζουκέν
ντε καμπαρέν,
άλα ντε δικό μας ο καρέν.

Άντε α λα φουμέντο
και μαστουριόρε
με τε γκομενέτε ο ντεκέ
και οι αγγέλω πατημέντο,
φλόκο ντ' αργιλέ.

Έστε μάγκας, έστε μπελαλίκ,
λα ντε Βοτανικό ο πιό νταήκ
κι έντρεμεν
ντρε κάργα ντε μαγκέ
γιατί φτιαξάρε
στο μινούτο ντε δουλειέν. ♪♫

Ο ρέϊντζερ ντελαμαγκέν δεξιός τιμά τον Βελουχιώτηεδώ

  1. Καλούμε τον ντελαμαγκέν πρόεδρο του Ινστιτούτου Κωνσταντίνος Καραμανλής που αποτελεί τον άνδρα –φαντασίωση του Τάκη Ζαχαράτου να εξοφλήσει το χρέος προς το ΙΚΑ ακόμη και πληρώνοντας από την τσέπη του την οφειλή, όπως θα έκανε ο άντρας ο κιμπάρης, του Ζαχαράτου ο πυρετός … Άλλωστε δεν μπορεί να σπιλώνει και την ένδοξη ιστορία του ιδρυτή της παράταξης ... (εδώ)

  2. - Κυριάκος σε Ραχήλ: πήγαινε κανε πρώτα καμια φωτογράφιση και μετά έλα να μας πεις Μπουχαχαχα η Ραχήλ η μοντέλα
    - Πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος btw αυτοί στη ΝΔ πολύ ντελαμαγκέν έχουν γίνει τώρα που είναι αντιπολίτευση (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει αυνανίζομαι και εκσπερματίζω συνεπεία μοναχικού αυνανισμού, εκ του ιταλικού solo (= μόνος) και του φλόκια.

Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα. (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντό. Σημαίνει τον ματσωμένο, τον ματσό, τον λεφτά, τον/την πλουσιέξ. Ετυμολογείται από το ιταλικό mazzo (=δεσμίδα) (<λατινικό mateola= ραβδί, μπαστούνι). Στα καλιαρντά, ματσιάρης λέγεται και ειδικότερα ο εφοριακός και ματσότσαρδο η Εφορία.

Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιροκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. Αβέλω φιόγκο του 'πανε καημόπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να αβέλεις σε σαρμελιά και μουτζό να γίνεται και να τζάσεις στο ρουνάδικο και να βουέλεις γκάζα. Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα.

Μετάφραση (κατά προσέγγιση): "Στη φυλακή (ή μήπως στο μπιντιεσεμικό ντάντζιον) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης ζήτησε μαστίγιο. Πήγαινε να γαμηθείς με κανένα πούστη που το παίζει επιβήτορας του είπανε καϊμοπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να γαμιέσαι με πούτσο και μουνί να γίνεται και πήγαινε στην αστυνομία να σου κάνουνε κλύσμα. Μίλησα βαθιά την ιδιωματική γλώσσα των κίναιδων για να βλέπει η τρελή και να μαλακίζεται." (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα ελευθερίων ηθών, μάλλον εκ του ιταλικού libertà (=ελευθερία). Είναι καλιαρντό, αλλά όχι μόνο. Πάντως είναι παρωχημένη λέξη, παλαιική.

Δύσκολα τα πράματα
φίλε εαυτέ μου
και τα βήματά σου,
κάνουν τα πεζοδρόμια να στενάζουν.
Αβέλεις ντρέσες
και κραγιόνια στα χείλια
κόκκινά σου φοράς.
Σφήνες στα μυαλά σου
κι απολιάζεις στα μπο
των χειλιών σου τα χαμόγελα.
Βαβελιάζεις στα γραπτά σου
σούκρα βεριτά μα ποιός
να καταλάβει ποιός
και μολορουφιέσαι
συνέχεια στις σελινιές βαθιά,
τα κατόλια βρέχουν
το αγαπημένο σου μπλου τζιν
και η αγάπη που σε γέννησε
σου παίρνει αργά όλη τη δόξα πίσω.
Κόζα-στακόζα κι ο καφές
ο πρώτος
μα κι ο δεύτερος.
Ο σκύλος σου χαζεύει
από το παράθυρο μια αδέσποτη
σκύλα τροτέζα λιμπερτόζα
και το φώς της λούνας μετρήθηκε 1 λουξ.
(Καλιαρντοποίημα αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιοσχολίτικη έκφραση των 90's εμπνευσμένη από τις διαφημίσεις για τα γκοφρετάκια amaretti η οποία θέλει να δηλώσει ότι κάποιος δείχνεται υπερβολικά η ότι την βλέπει κάπως που δεν θα έπρεπε.

- Θα βγούμε με τον Νίκο σήμερα;
- Όχι ρε γάμησε τον. Βγαίνει με μια πατσαβούρα και την έχει δει amaretti να πούμε.

- Τι έχει πάθει αυτός τις τελευταίες μέρες.
- Ασ' τον, την είδε amaretti!

(1997) Διαφημιστικό / Amaretti

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο πρωθυπουργός, ο πρωθύ, σαν να είναι υπερθετικός βαθμός του πρίμος. Συνώνυμο: πρωτονταβάς.

Πριμάτσος τσιπρότεκνο

Μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομιλία ή διάλεξη στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το ετυμολογεί από το ιταλικό sprecamento, ίσως και με επίδραση από το αγγλικό speaker.

Κατηγορηθήκαμε από κάτι χαμαλομουσκούληδες, που κουλά να χάλουν, λόγιοι τινές, παρεπιδημούντες εν συζητητηρίω, ότι μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκληρό ναρκωτικό. Συνήθως η ηρωίνη, κοκαίνη η οποιοδήποτε χημικό ναρκωτικό.

Πάλι ζαμπόν είναι ο Πετράν απο τη ντρόγκα που σουτάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified