Ένας πολύ ωραίος χαρακτηρισμός ο οποίος μπορεί άνετα και πετυχημένα να αντικαταστήσει το προσβλητικό «χοντρή». Συνώνυμο του νταρντάνα.
- Τι χουφτιάρα γυναίκα είσαι; Ευχαριστιέσαι να πιάνεις...!
Ένας πολύ ωραίος χαρακτηρισμός ο οποίος μπορεί άνετα και πετυχημένα να αντικαταστήσει το προσβλητικό «χοντρή». Συνώνυμο του νταρντάνα.
- Τι χουφτιάρα γυναίκα είσαι; Ευχαριστιέσαι να πιάνεις...!
Βλ. και μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.
Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.
Ρήμα: χαρμανιάζω.
«Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)
Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.
Got a better definition? Add it!
Ο καθιερωμένος ορισμός είναι τοις πάσι γνωστός: νυχτερινή εκσπερμάτωση, συνέπεια ηδυπαθούς ονείρου (εκ του oνειρώττω).
Στην σλανγκ εκδοχή, το λήμμα περιγράφει κάθε αντικείμενο ή υποκείμενο έμμονου και βασανιστικού πόθου.
1.
- Ο γερομπισμπίκης ενώ είναι με το ένα πόδι στον τάφο κυκλοφορεί με ένα πιπινάκι σκέτη ονείρωξη!
- Γάμησέ τα! Κώλοι υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν!!!
2.
- Μάγκα μου, έχεις δει το i-Phone; σκέτη ονείρωξη δικέ μου!
Got a better definition? Add it!
Ο χοντρός, το παχύδερμο. Ο όρος προέρχεται από το ρόλο του Μπίλια, που ενσάρκωνε σε ταινίες της δεκαετίας του '80 ο τότε υπέρβαρος Στήβ Ντούζος.
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Ο τσιγγάνος. Μάλλον υποτιμητικός όρος, αρβανίτικης προέλευσης.
- Άντε πάω για σολάριουμ
- Πάλι ρε μαλάκα Χρήστο; Σαν αριτζής έχεις γίνει.
Got a better definition? Add it!
Ο λόγος για τον παλιό πολιτικό, πρώην υπουργό της Νέας Δημοκρατίας και πρώην βουλευτή Κοζάνης, Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, για την αγάπη του στο ούζο και τα άλλα αλκοολούχα που τον χαλάρωναν, τον αναψοκοκκίνιζαν και, γι' αυτό, αυτός ήταν συνέχεια μέσα στην καλή χαρά και στο τσακίρ κέφι.
Κάπου στην Κοζάνη μετά από λόγο του εν λόγω πολιτικού:
- Είδες τι ωραίο λόγο έβγαλε ο Μιχάλης; Δεν ήταν σφιγμένος σαν τους άλλους. Δεν είχε ξύλινο και τυποποιημένο λόγο. Τα λόγια του έδιναν ελπίδα.
- Ε βέβαια, όταν το ούζο δώδεκα τα πίνει, το αίμα αραιώνει, τα προβλήματα φαίνονται λιγότερο δύσκολα απ 'ο,τι είναι κι έτσι ο λόγος του δίνει ελπίδα.
- Α... γι' αυτό ξεκίνησε τον λόγο του με: «χικ» και τον έκλεισε λέγοντας: «στην υγεία μας».
Got a better definition? Add it!
Λέγεται και ως: το καλό το δέκα
Ο όρος προέρχεται από τον όρο: 10 το καλό της κολτσίνας (ή κοντσίνας, ή ακόμα και κολιτσίνας). Το 10 το καλό είναι το 10 καρό.
Τα κριτήρια επιτυχίας που αποτιμώνται μετά το τέλος μιας παρτίδας κολτσίνας είναι: το να έχεις το 10 το καλό, το να έχεις το 2 το καλό (2 σπαθί), το να υπερέχεις σε αριθμό φύλλων και σπαθιών.
Έτσι λοιπόν μπορεί με την εύνοια της τύχης να έχεις ένα δεκάρι στα χέρια και μ’ αυτό να χτυπήσεις το δέκα το καλό που βρίσκεται στο τραπέζι, γιατί ο κάτοχος του είχε την ατυχία την ώρα π.χ: που γινόταν το κόψιμο των φύλλων, να κοίταξε τηλεόραση και να 'δε τον Μητσοτάκη και να γκαντεμιάστηκε και να μην κατόρθωσε να το αξιοποιήσει.
Ή ακόμα να ’χει ρίξει ο άλλος κάποιο δεκάρι ως τελευταίο φύλλο μιας χαρτωσιάς και στην επόμενη χαρτωσιά να σου ‘ρθει από κωλοφαρδία το δέκα το καλό και να το πάρεις.
Ωστόσο μπορεί να χρειαστείς με ή άνευ τύχης, μόνος, ή μαζί με αυτόν που είσαστε ομάδα να οργανωθεί σχέδιο, ή και να παιχτεί και μπλόφα ακόμα, προκειμένου να κερδηθεί το δέκα το καλό.
Άρα το δέκα το καλό εκφράζει είτε:
α)μια καλή ευκαιρία, ένα καλό συμβάν, μια καλή κατάσταση που μας έτυχε ώστε να νιώσουμε λίγο σαν τον Γκαστόνε, αφού ως γνωστόν η τύχη είναι τυφλή (η καλοτυχία δεν μας ακολουθεί πάντα).
β)αξιοποίηση μιας ευκαιρίας που μας παρουσιάζεται. Πολλές φορές θα χρειαστεί ακόμα και ολοκληρωμένη στρατηγική, καθώς και καλή κριτική ικανότητα προκειμένου να επιτευχθεί ένας πολύ επιθυμητός στόχος, μια ονείρωξη. Ωστόσο και στην περίπτωση αυτή η επίδραση του παράγοντα τύχη είναι υπολογίσιμη.
γ) Επιλογή της κατάλληλης, ή της περισσότερο κατάλληλης ευκαιρίας από ένα τσούρμο περιπτώσεων που μας παρουσιάζονται.
Σημείωση: Αντίθετα με την τράπουλα, είτε είναι μία η ευκαιρία, είτε πολλές, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Μπορεί δηλαδή κάποια ευκαιρία να μοστράρει σαν το καλό το δέκα, χωρίς όμως να είναι. Εδώ λοιπόν χρειάζεται και καλή διακριτική ικανότητα, διαίσθηση, εμπειρία, καπατσοσύνη. Χρειάζεται να 'ναι κανείς γριά πουτάνα.
Συνώνυμη έκφραση, από τον αθλητικό χώρο: λίρα εκατό
- Πω ρε, τι γκομενάρα κυκλοφορεί ο Μάκης; Και ξέρεις, ε; Είναι και ματσό η γκόμενα και μου 'πε, που λες, ο Μάκης πως πάνε και για γάμο.
- Ξέρω...ξέρω. Τον ταλαιπώρησε κάπως στην αρχή βέβαια, αλλά αυτός τό ’βαλε πείσμα και τελικά τα κατάφερε.
- Εμ… είχε κίνητρο ο άνθρωπος. Το δέκα το καλό τού 'τυχε.
Διευθυντής: - Ανδρεόπουλε, με τα προσόντα σου και με την εξειδικευμένη προϋπηρεσία που έχεις, μας έλυσες τα χέρια. Δεν στο κρύβω, πηγαίναμε για φούντο, μέχρις ότου προσλήφθηκες. Χάρη σε εσένα απογειωθήκαμε. Είσαι το δέκα το καλό της επιχείρησης, γι' αυτό και προάγεσαι άμεσα. Συγχαρητήρια. Ανδρεόπουλος: - Συγχαρητήρια και σε εσάς κύριε διευθυντά, που χάρη στην εμπειρία σας καταλάβατε πως ήμουν ο καλύτερος από τους συνυποψήφιους μου για τη θέση.
Got a better definition? Add it!
Από τους πιο προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί ο σύγχρονος Έλλην άνδρας για να περιγράψει μια γυναίκα, συνήθως -αλλά όχι απαραίτητα- νεαρή σε ηλικία, η οποία:
Η λέξη ξεψώλι σχηματίζεται από το επιτατικό πρόθεμα ξε- σε συνδυασμό με την ρίζα ψωλ-(εξ ης και ψωλή, ψωλόχυμα, ψωλότσεπη και πλείστα άλλα) και, τέλος, την ουδέτερη κατάληξη -ι. Το σύνολο σημαίνει μια γκόμενα που είναι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τελείως και μόνον για τον πούτσο. Την αίσθηση της απόλυτης ξεφτίλας επιτείνει κι άλλο η επιλογή κατάληξης ουδέτερου γένους ώστε η γυναίκα να υποβιβάζεται στο επίπεδο πράγματος - όπως π.χ. συμβαίνει και με τη λέξη τσόλι.
Πολλές λέξεις υπάρχουν που, όπως και το ξεψώλι, αποκρυσταλλώνουν μια βαθιά περιφρόνηση προς τις γυναίκες αλλά, ίσως, καμμιά άλλη δεν είναι τόσο απαξιωτική - ίσως γιατί σχεδόν όλες οι άλλες τέτοιες λέξεις έχουν και κάποιες ψιλοθετικές συνδηλώσεις. Για παράδειγμα, οι λέξεις πουτάνα, γαμιόλα, καριόλα και χαμούρα αφήνουν να εννοηθεί ότι την περί ης ο λόγος δεν μπορεί κανείς να την πάρει στα ελαφρά - όλες αυτές οι λέξεις έχουν και την έννοια της πονηριάς και της υπουλίας. Παρομοίως, λέξεις όπως καυλόμουνο και μουνόσκυλο αποπνέουν κάτι το σκληρό. Η ψωλού, η ψωλομαζεύτρα και η πουτσαρπάχτρα έχουν όσο νάναι μια μαγκιά ενώ ο χαρακτηρισμός πουτσανάφτρα είναι σχεδόν κοπλιμάν. Οι λέξεις ξεκωλόμουνο και ξεκωλοπατόμουνο έχουν σαφώς προσβλητική διάθεση αλλά είναι και τόσο εμφανώς κατασκευασμένες που η ισχύς τους ατονεί. Λέξεις όπως μουνίτσα, καυλίτσα, πουτανοκαυλίτσα, γαμιολάκι, τσουλάκι, ψωλίτσα και ψωλέτα είναι και αυτές συγκριτικά ασθενέστερες από το ξεψώλι, προφανώς λόγω της υποκοριστικής κατάληξης. Τέλος, δυο λέξεις που σημασιολογικά είναι ίσως πλησιέστερα στο ξεψώλι, το καβλοράπανο και ο πουτσομεζές, τείνουν πρωτίστως να βγάζουν γέλιο.
Το επιτατικό πρόθεμα ξε- δεν πρέπει να συγχέεται με το στερητικό ξε-. Το επιτατικό ξε- ενισχύει στο μάξιμουμ την σημασία του ρήματος που ακολουθεί, π.χ. ξεκουφαίνω, ξεσκίζω και ξεκωλώνομαι, ενώ το στερητικό ξε- την αναιρεί, π.χ. ξεβιδώνω, ξεπαγώνω και ξεβρακώνομαι.
- Πέρασε κι η Ντίνα ... με το ξεκωλτέ ως συνήθως κι έσερνε κι έναν μαύρο ... - Ασ' το, μωρέ, το ξεψώλι ... ποιος την γαμεί αυτήνα; - Ο μαύρος;;; (Και πάντως όχι εσύ, φιλάρα). - Άει γαμήσου, ρε μαλάκα ... εγώ φταίω που σου μιλάω ...
βλ. και μουνί, καυλόμουνο, αμαρτωλό, τρύπα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μαζόχας, η μαζόχα.
Αυτός ή αυτή που αρέσκεται ή την βρίσκει να βασανίζεται σωματικά ή ψυχολογικά. Από το μαζοχιστής, εννοείται.
Λέγεται ειρωνικά. Μαζόχα στο γαμήσι μπορεί να είναι η μάνα μας, ο πατέρας μας, η αγαπημένη μας αδελφούλα, ο σεβάσμιος θείος και μεις να μην έχουμε πάρει χαμπάρι. Μπορεί να είμαστε και μεις και να το ανακαλύψουμε μια ωραία πρωία (ρωτήστε τον Ασκητή για περαιτέρω πληροφορίες). Ο μαζόχας εύκολα βρίσκει το ταίρι του, τον σαδιστή, γιατί ως γνωστόν μάλλον υπάρχουν περισσότεροι τέτοιοι. Τα παιχνιδάκια τους στην αρένα του S&M είναι απαιτητικά, χρειάζονται ένα σωρό αξεσουάρ αν θες να το παίξεις κυριλέ και εξοπλισμένος, αλλιώς μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει και αυτοσχέδια εξαρτήματα, μπαλαντέζες, τον τρίφτη του τυριού, ξυραφάκια, τέτοια. Ναι αμέ. Όσο δυνατότερος ο πόνος τόσο μεγαλύτερη η ηδονή.
Όσο για τον μαζόχα στη συμπεριφορά, είναι ένα εκνευριστικό πλάσμα το οποίο παιδεύεται για καταστάσεις οι οποίες είτε είναι απλούστατες ή θα μπορούσε να τις αποφύγει πανεύκολα. Γιατί κι αυτός, απλούστατα, τη βρίσκει με τα μπερδέματα και τις δυσκολίες. Αλλά δεν θα το παραδεχθεί ποτέ.
Το θηλυκό το χρησιμοποιούμε και για τον χαρακτηρισμό ανδρών.
- Είδες πώς είναι η πλάτη αυτηνής; Γεμάτη τεράστιες γκρατζουνιές. Αν προσέξεις καλά φαίνονται κάτω από το ρούχο.
- Ε, καλά, καμιά μαζόχα θά 'ναι.
- Τι μαζόχα κι αυτός ο Μιχάλης! Δεν μπορεί να ξαπλώσει, λέει, στο κρεβάτι του, αν δεν είναι τσίτα όλα τα σεντόνια και κάθε βράδυ, ό,τι ώρα και να πέσει για ύπνο, το ξεστρώνει και το ξαναστρώνει από την αρχή!
- Δεν ξέρω αν είναι μαζόχα, μάλλον για παλιαδερφάρα τον κόβω...
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος που συνεχώς εκφράζει παράπονα και κλαίγεται για τη φτώχεια και τη δυστυχία του, προκειμένου να προσελκύσει τη λύπη και το έλεος του περίγυρου και να τον βοηθήσουν. Κατά πάσα πιθανότητα βυζαντινής προελεύσεως.
- Μα ήταν ανάγκη να δώσετε τόσα λεφτά για γραφεία; Δε σάς έφτανε κάτι πιο απλό;
- Σταμάτα να μεμψιμοιρείς όλη την ώρα ρε φτωχοπρόδρομε, μιά ζωή σε θυμάμαι να μιζεριάζεσαι...
Φτώχια... δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!