Further tags

Είναι η κολλητή φίλη της (/του (ουδ.)) Λίλιαν.

Είναι πραγματικά αχώριστες, πάνε πάντα πακέτο!
Είναι και οι δύο θήλεα νέας κοπής, αλλά η διαφορά τους είναι η εξής: Ενώ η/το Λίλιαν είναι το υπερβατικό θεόμουνο, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας στην κατηγορία τριφασικό μουνί, η Καυλάουρα δεν έχει αντίστοιχες φυσικές προϋποθέσεις για να οδηγηθεί στην επίτευξη ανάλογων προσόντων. Κι έτσι μένει στον β' γυναικείο ρόλο, για τον οποίο, όμως, της αξίζει Όσκαρ!

Είναι καυλιάρα, γιατί η κοπέλα δείχνει ότι το παλεύει πραγματικά πολύ. Έχει δοκιμάσει τα πάντα, σιλικόνες, τσιμπουκόχειλα, εξτένσιον, ψεύτικα νύχια κ.ο.κ. Κι έτσι τελικά δεν σε καυλώνει με την ίδια την ομορφιά της, όσο με την προσπάθεια που καταβάλλει για να σε καυλώσει.

Και το πιο συγκινητικό απ' όλα είναι ασφαλώς το ονοματάκι της! Ετυμολογείται από το Ευαγγελία, που έγινε Βαγγελίτσα, από εκεί Λίτσα, και το Λίτσα θεωρήθηκε εκ των υστέρων ότι προκύπτει απ' το Λάουρα. Καθώς όλη αυτή η αγωνία και επιμονή έχει κάτι το καυλωτικό, τελικά χαρατηρίζεται ως Καυλάουρα.

-Τι μου λες ρε φίλε; Θα ξεμοναχιάσεις εσύ την Λίλιαν, και θα μ' αφήσεις εμένα με την Λάουρα; Δεν παίζω!
-Γιατί σε χαλάει; Μια χαρά Καυλάουρα είναι! Άμα θες άσ' τις μου εμένα και τις δύο!...

Η Καυλάουρα δεν είναι εδώ... (από HODJAS, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός που αναφέρεται σε αλλογεννείς και αλλοδαπούς. Κυρίως έτσι χαρακτηρίζεται ο καταγόμενος από Αλβανία ή παρεμφερείς γειτονικές χώρες.

Ο προσδιορισμός έχει τονο ειρωνικό και διάθεση υποβιβασμού.

Παρεμφερείς φράσεις: Αυτόχθων, ιθαγενής.

δεν χωράει παραδείγματα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κορασίς πρόθυμη όπως καταπιεί τα άπαντα εξερχόμενα εκ του ανδρικού μορίου κατά την ολοκλήρωση της σεξουαλικής διαδικασίας. Διψασμένη σφόδρα για το ανδρικό σπέρμα, το οποίο καταναλώνει όσο συχνότερα και σε όσο μεγαλύτερες ποσότητες βρίσκει και μπορεί. Τρόπω τινά, νυμφομανής με το σπέρμα ή αλλιώς σπερμοδουλάρα.

Μάγκα μου η Μαρίτσα είναι μία καταπιόλα... σκέτη σπερμοστραγγίχτα... ούτε για τα μάτια του κόσμου δεν άφησε μία σταγόνα. Έγλυψε και το πιάτο μετά. Σου λέω μου τον έκανε λαμπίκο.

Τα πίνω όλα, τα πίνω όλα, χάπια, ουίσκυ και κόκα κόλα (από Galadriel, 05/03/09)

Βλ. και σχετικά λήμματα σπερμοδιψής, ο, σπερματοδιψάζουσα, η, σπερματοζητιάνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην εποχή της Τουρκοκρατίας κυκλοφορούσαν ευρέως προφητείες ότι οι Ρωμηοί θα σωθούν απ' το «ξανθόν γένος». Αυτές ερμηνεύονταν ότι εννοούσαν τους Ρώσους και εντάθηκαν ιδίως στην εποχή του Μεγάλου Πέτρου, της Αικατερίνης της Μεγάλης, πριν τα Ορλωφικά και της συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και την ίδρυση του ρωσικού κόμματος.

Στην εποχή μας τις αναβιώνει ο Λιακό, που θεωρεί ότι οι πουτινιές του Πούτιν θα φέρουν τους Ελ στην θέση που τους αξίζει να είναι, εις πείσμα της διεθνούς συνωμοσίας σιωνιστών-παπικών-ιησουιτών-μασόνων και άλλων δυνάμεων από τον Γαλαξία της Ανδρομέδας. Ο Λιακό φαίνεται να έχει ρεύμα, γιατί ο όρος «ξανθόν γένος» έχει ξαναμπεί για τα καλά στην ζωή μας, τον βλέπεις πολύ συχνά.

  1. Ένας εναλλακτικός ορισμός είναι ο εξής: Οι απόγονοι των Ελληνίμ (που συμβατικά μόνο ονομάζονται Έλληνες ή Ελληνάρες, Ελλεεινίμ από τις κακές γλώσσες) περιμένουν την λύτρωσή τους από τον δυσβάσταχτο ζυγό που τους έχουν επιβάλλει οι απογόνοι των Ελλεεινιδίμ ή Σπασαρχιδίμ (εξωγήινα όντα με πολλή τριχοφυία) και στρέφουν τις ελπίδες τους προς το «ξανθόν γένος». Η προφητεία ότι οι Ελληνίμ θα σωθούν από το «ξανθόν γένος» είναι αδιαμφισβήτητη! Το θέμα είναι πώς ερμηνεύεται απ' τον καθένα.

Υπάρχει η εκδοχή ότι πρόκειται για τις ουτοπικές Σουηδανές που επιδράμουν τα καλοκαίρια στο Αιγαίο (το θέατρο των επιχειρήσεων). Υπάρχει και η σλαβόφιλη εκδοχή ότι η προφητεία αναφέρεται στις Οβίμ (όσων τα ονόματα τελειώνουν σε -οβα), η κάθοδος των οποίων ήρθε να δώσει μια νέα διάσταση στον όρο «ξανθόν γένος». Υπάρχουν κι άλλες ερμηνείες. Όπως και προβληματισμός για το πώς το «ξανθόν γένος» να μην αποτελέσει μία υποδούλωση στην κάθε ξεπλένω και bimbo, αλλά μια γνήσια εσχατολογική εμπειρία!

Με την βοήθεια του ξανθού γένους θα πάρουμε πίσω την Πόλη! Επειδή θα γίνεται πόλεμος ανάμεσα στο ξανθόν γένος και τους απογόνους των Νεφελίμ, εμάς που θα είμαστε ουδέτεροι, θα μας θεωρήσουν ως καλύτερους και θα μας δώσουν την Πόλη, τα Στενά και την Καππαδοκία, χωρίς να μας ανοίξει ρουθούνι! (Φαίνεται ότι θα έχουμε και τα πιο γατόνια πολιτικούς). Οι Τούρκοι θα εξανεμιστούν στα βάθη της Ασίας!

Δεν αντέχω άλλο τις Ελλεεινιδίμ! Όχι άλλο κάρβουνο! Μισώ την τριχοφυία, το μελαχροινό δέρμα, τις πεθερές! Πότε θα έρθει το ξανθόν γένος να με σώσει; Ζήτω το λείο δέρμα, το ανοιχτό χρώμα, το αθλητικό σώμα, και οι πεθερές σε άλλο πλανήτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως καινούρια ανιψούλα ορίζεται η εικοσάρα (εικοσιδυάρα το πάρα πολύ), ξανθιά κατά προτίμηση, χαζογκόμενα που πλαισιώνει πενηντάρη και άνω. Η έκφραση χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους -αντάρηδες που θέλουν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη μιας τέτοιου είδους κορασίδας στο πλευρό τους, όσο και από πολλούς που θέλουν να ειρωνευτούν τον τυπάκο που την γυροφέρνει με περηφάνια αλλά «προσπαθεί να το κρύψει» . Αποτελεί το όνειρο κάθε άντρα που φτάνει σε τέτοια ηλικία όσο και αντρών μικρότερων ηλικιών που δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ (της επόμενης μέρας) με την προοπτική καριέρας που θα τους επιτρέψει να διαθέτουν κάποτε ένα τέτοιο νυμφίδιο.

Από το άλλο πλευρό (που δεν κοιμάσαι), το να είναι κάποια καινούρια ανιψούλα αποτελεί και την πρώτη προτεραιότητα γιατί διαθέτει πολλά πακέτα που αναζητούν οι γυναίκες σε ένα: Επαγγελματική αποκατάσταση, σεξουαλική ικανοποίηση (από ένα μικρό μπλε χαπάκι που χρειάζεται άνδρα για να ενεργήσει), ξεπορτίσματα (γιατί οι μπίζνες δεν επιτρέπουν στον άνδρα να είναι συχνά εκεί) και πρόκληση ζήλειας-σκάσιμου από το κακό φιλενάδων που σπουδάζουν ή είναι πωλήτριες ή κομμώτριες. Ωσεκτουτού αποτελεί τη Νο. 1 επιλογή εργασίας για τις κοπέλες και αφήστε τις μαλακίες για τα παιδαγωγικά, τις φιλοσοφικές και τις γυναίκες καριέρας.

Προέρχεται από την αλησμόνητη πρώτη διαφήμιση του Τζόκερ που μέρος της αναλύεται στο παράδειγμα. Τώρα γιατί ανιψούλα; Δεν ξέρω ακριβώς αλλά μάλλον είναι η πιο κοντινή στην πραγματικότητα δικαιολογία. Η πιο κοντινή συγγενής που επιτρέπει συχνές συναντήσεις, κάθισμα στα γόνατα, οικειότητα ανησυχητική και δικαιολογεί και την διαφορά ηλικίας.

(Ένας τυπάκος που δουλεύει χρόνια σε ένα γραφείο 2Χ2 τύπου κλουβιού βλέπει ότι κέρδισε το Τζόκερ και κατευθύνεται σούμπιτος στο γραφείο του προϊσταμένου που έχει μια κοπελιά στα πόδια του)

- Ώπα, τι βλέπω εδώ Χρηστάκο; Καινούριο χαλί για το γραφείο;
- Σας παρακαλώ κ. Αλεξιαδοπουλίδη, πως μπαίνετε χωρίς να χτυπήσετε;
- Λέω να χτυπήσω το κεφάλι σου καλύτερα! Αλλά λυπάμαι την κοπελιά. Ποια είναι αυτή ρε συ; Καινούρια ανιψούλα; Μπαγάσακο!
- Θα αναγκαστώ να σας απολύσω κ. Αλεξιαδοπουλίδη!
- Όχι φιλαράκο μου, θα παραιτηθώ, θα αγοράσω την εταιρεία και εγώ θα απολύσω εσένα ρε λαμόγιο!
- Σιγά ρε Αλεξιαδοπουλίδη! Το Τζόκερ έπιασες;

Τζόκερ, δε θα ξέρεις τι έχεις! (Ούτε κι οι άλλοι θα ξέρουν και θα αναρωτιούνται)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ανήκων σε κίνημα διανόησης που άρχισε τον 19ο αιώνα και επεδίωκε την ανάπτυξη της Ρωσίας με αξίες και θεσμούς που θα αντλούνταν από την πρώιμη Ιστορία της. Κυρίως την σλαβική συνοδικότητα-κοινότητα (σαμπόρνοστ) και πρώιμη κοινοκτημοσύνη, τις αξίες της αγροτικής ζωής και την ορθοδοξία. Αποτέλεσε πρόδρομό του, αλλά δεν ταυτίζεται με τον πανσλαβισμό, που επεδίωκε την ένωση όλων των Σλάβων.

Αντώνυμα: Δυτικόφιλος, σλαβοφοβικός.

  1. Ένας τύπος Νεοέλληνα ή Ελληνάρα, που ελκύεται ειδικά από τα σλαβικά χαρακτηριστικά, κατά το «τα ετερώνυμα έλκονται». Ειδικοί πόλοι έλξης είναι:
  • Το λείο, φυσικώς άτριχο κι ανοιχτόχρωμο δέρμα.
  • Τα ξανθά μαλλιά - αλλά όχι απαραίτητα. Βλ. λήμμα ξανθόν γένος, το.
  • Τα έντονα μήλα.
  • Η μη (θεωρούμενη) κρυάδα - κρυοκωλίτιδα των δυτικών.
  • Μια θελκτική θηλυκότητα (σε αντίθεση με την (πάλι θεωρούμενη) αποθηλυκοποίηση της γυναίκας στην Δύση).
  • Ως πουτσάναμμα μπορεί να λειτουργήσει μια ενδεχόμενη μιγαδοποίηση με ασιάτικα φύλα, οπότε έχουμε σλαβοτατάρα, με όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά και με μια δόση παραπάνω σχιστά μάτια και μογγόλικα χαρακτηριστικά (με την καλή έννοια).
  • Ως εξαίρετο πουτσάναμμα, όμως, είναι το αν η εν λόγω Σλάβα έχει σχέση με τις καλές τέχνες του χορού και της μουσικής, αν είναι μπαλαρίνα, πατινέρ, σολίστ ή αθλήτρια ενόργανης γυμναστικής κατά τα σοβιετικά πρότυπα.
  • Το ότι οι Σλάβες δεν έχουν ούτε τις υπερβολικές καμπύλες των μεσογειακών, ούτε τα θεωρούμενα «αγροτικά χαρακτηριστικά» των Σκανδιναβών.
  • Στην περίπτωση ορισμένων σλαβικών εθνών και η ορθοδοξία, που λειτουργεί ως πόλος έλξης για τους αγριοχρίστιανους Ελληνάρες.
  • Το ότι ο Ελληνάρας έχει την ευχέρεια να το παίξει Γκρήκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ χωρίς να φάει ήττα από την ξένη γκόμενα, γιατί η Ελλάδα δεν προσαρμόζεται με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, και γενικά χωρίς να αισθανθεί αίσθημα μειονεξίας.

Συνώνυμα: Ο Επιμένων ΣλαβοΝΙΚΑ.

Ο σλαβολάγνος αποτελεί την σεξουαλική διαστροφή άνδρα που ερεθίζεται απλώς και μόνο από την κατάληξη του ονόματος σε -όβα, ή από την βαριά προφορά των -ν και -λ σε -nj και -lj (λ.χ. «Μωρούλjι μου!»), ακόμη κι αν η εν λόγω Σλάβα είναι εμφανισιακώς χειρότερη κι από Ελλεεινίδα. Είναι ο τύπος που μια γυναίκα τον έχει στο τσεπάκι της, απλώς και μόνο αν του πει ότι ονομάζεται Σβετλάνα.

Αντώνυμα: Δυτικόφιλος, μεσογειακόφιλος, σκανδιναβόφιλος, λατινόφιλος, ο Επιμένων Ελληνικά, σλαβοφοβικός.

- Την ρώτησα και για το ονοματάκι της. - Και, και; Τι έγινε;
- Τι να γίνει; Δεν τέλειωνε σε -οβα! Αυτό ήταν! Δεν μπορούσα να καυλώσω με τίποτα!
- Αθεράπευτος σλαβόφιλος είσαι ρε φίλε! Δηλαδή, αν δεν λέγεται «Σβετλάνα» η κοπέλα δεν σου κάνει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επιφώνημα Λαρισαίου που έχει νοσταλγήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, ύστερα από ένα οπωσδήποτε σύντομο ταξίδι στην Αθήνα ή την γειτονική Αυστρία. Στην (μεταξύ μας, καθόλου απίθανη) περίπτωση που θα είναι τυρόβλαχος θα το προφέρει: «Λάρσα Λάρσα, σε είδα και λαχτάρσα!». Φράση σύμβολο του τοπικισμού.
    Συνώνυμα: Παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας ειν' και μπαλωμένο / Παρθένα απ' τον τόπο σου κι ας είναι και ραμέν η/ Καλλλά, μαλλλάκας Αθηναίος είσαι; (Σαλονικιώτικη προφορά) κ.ο.κ.

  2. Επιφώνημα σλαβόφιλου που το αντικείμενο του πόθου του ονομάζεται Λαρίσσα: Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ρωσικό όνομα που βγαίνει από τον γλάρο (ως γνωστόν, every name has a Greek root!), δηλαδή η γλαροπούλα, - θυμίζει και Τσέχοφ!

Τα σλαβικά ονόματα του θηλυκού ξανθού γένους είναι τεσσάρων ειδών. Τα αναφέρω με αύξοντα αριθμό σλαβόφιλης καύλας ή σλαβολαγνίας:

α) Τα διεθνή ονόματα κορασίδων με ελάχιστο μόνο σλαβικό χρώμα. Βλ. Βερόνικα, Μαρίνα, Γιούλια, Λίζα, Ντανιέλα, Λίλιαν(α) (το τελευταίο, απλή συνωνυμία!) κ.ο.κ.
β) Οι τελείως χαρακτηριστικές σλαβικές εκδοχές διεθνών ονομάτων στο υποκοριστικό τους. Βλ. Νατάσα, Κάτυα-Κατυούσα, Μάσα, Όλια (Όλγα), Σάσα, Σόνια.
γ) Τα Σβετλάνα, Τατιάνα και Ταμίλα, που είναι πολύ ιδιάζοντα, αλλά και πολύ τουριστικά. Ό,τι είναι ας πούμε η Πλάκα για την Αθήνα, η Μονμάρτρη για το Παρίσι, ή το Σόχο για το Λονδίνο. Ανεπανάληπτα, δηλαδή, αλλά δεν θα πας να στοιβαχτείς παρέα με όλους τους τουρίστες.
δ) Μια ειδική κατηγορία ονομάτων, που περιλαμβάνουν πολύ ιδιαίτερα, αλλά και κάπως πιο ψαγμένα ονόματα, που ως τέτοια εγείρουν τον ενθουσιασμό των σλαβόφιλων. Αυτά είναι τα: Ντάρια, Βίκα, Νάστυα, Βλάντα, Μίλα, Λέρα, Ντάσα, και... στην κορύφωση της σλαβολαγνίας, η καλύτερη απ' όλες...

η Λαρίσσα!

Πρέπει να το παραδεχτούμε: Η Λαρίσα είναι για τον σλαβόφιλο ό,τι είναι για τον άνδρα η/το Λίλιαν!

-Μωρούλjι μου, θα πιούμε ένα πουτάκι;
-Είσαι η Λαρίσσα, ή είσαι απ' τη Λάρισα;

Λαρίσσα, Λαρίσσα, σε είδα και λαχτάρησα!

Όπως λέμε:

Μίλα μου για Μίλα!
Η Ταμίλα με τα σέξι μήλα! (βλ. σλαβόφιλος, ο).
Πήρα την κατιούσα με την Κατυούσα!
Κατυούσα, είσαι (πύραυλος) Katyusha!
Η Λέρα είναι σκέτη Λέρα!
Νάστυ με τη Νάστυα!
Στην Σιβηρία σε γύρευα και στη Μύκονο σε Βίκα.
Βικα-παίδεια, έκδωσέ την μόνος σου!
(Κλείνω εδώ γιατί μ' έχει πιάσει σεφερλίτιδα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί Τουρκοκρατίας, μέλος επίλεκτου σώματος της Οθωμανικής χωροφυλακής, ίσως και σωματοφύλακας του τοπικού άρχοντα. Είχαν φήμη ότι ήταν βάναυσοι και αδίστακτοι. Συνειρμικά, η λέξη παραπέμπει στον Αλή Πασά και η φράση «Τουρκαλβανοί τζοχανταραίοι» ήταν στάνταρ κλισέ στα ολίγον πατριδολάγνα, ολίγον τρομολάγνα, ολίγον μελό αναγνώσματα του μεσοπολέμου τύπου «Καπετάν Βρυκόλακας».

Στην τρέχουσα, η λέξη είναι σπάνια και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον μπασκίνα τραμπούκο και γενικότερα τον εγκάθετο, αυτόν που εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία. Με την έννοια αυτή, θα έλεγαν ορισμένοι, η σημασία του λήμματος τσοχανταραίοι που εισάγει ο Deliolanis έχει τη λογική της.

Απαντάται και ως τσοχανταραίος, τζοχαντάρης και τσοχαντάρης.

Η προέλευση της λέξης πρέπει να ανάγεται στο τούρκικο jandarma και το συνώνυμο αλβανικό xhandar = χωροφύλακας.

Δες και το λήμμα κάνω ζάφτι.

  1. (Από το δημώδες σουξεδάκι Της Λένως του Μπότσαρη)

Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μον πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
Έχει και ’ς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
-Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια ’ς την ποδιά και βόλια ’ς τοις μπαλάσκαις.
-Κόρη για ρίξε τα άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου.
-Τι λέτε μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ μαι η Λένω Μπότζαρη, η αδελφή του Γιάννη,
Και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των τουρκών τα χέρια.

  1. Τώρα για να σοβαρευτούμε και να μιλήσουμε πέραν των πεπραγμένων των εγχωρίων συμμοριών που δηλώνουν νεοφιλέλεύθεροι, σοσιλαδημοκράτες, σοσιαλιστές, κομμουνιστές ενώ στην πραγματικότητα είναι τσοχανταραίοι και κρατιστές πιο πολύ και από τον Στάλιν και τον Μάο στα ντουζένια τους (Από phorum.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διπλοπαρκάρων και εξαφανισθείς.

Κλασικό δείγμα έλληνος οδηγού εν άστυ προ δεκαετίας, ο οποίος διέθετε μεν την απαραίτητη γαϊδουριά να αφήσει το αμάξι του διπλή σειρά αλλά είχε και ψήγματα τύψεων, ισχυριζόμενος άμα τη επανεμφανίσει του, φέρων την σύζυγο αλά μπρατσέτα και τα καριοκάκια από τον Χατζηφωτίου, ότι να, μέχρι το φαρμακείο πετάχτηκε να πάρει ένα Αμοξύλ για τον πιτσιρικά.

Το είδος τείνει να εκλείψει, γιατί πλέον ο κόσμος αφήνει το κινητό του στο μπαμπρίζ ή επειδή το σημείο τήξης του κόσμου έχει κατεβεί επικίνδυνα χαμηλά, οπότε και ο παραβάτης αντί να πει κάνα μπαρντόν σε αρχίζει στα μπινελίκια και τα γαμοσταυρίδια.

Φορέθηκε πολύ στην Θεσσαλονίκεια πυρίκαυστο ζώνη.

Ρε συ Χρήστο, πάτα λίγο κόρνα μπας και 'ρθει ο φαρμακείος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από το σάντουιτς των ΜακΝτόναλντ, δηλώνει και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Αποτελεί ταυτοχρόνως μεγεθυντικό, αλλά και σύντμηση του «Μακαριώτατος», που είναι ο ειδικός θεσμικός τρόπος απεύθυνσης στον Αρχιεπίσκοπο.

Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως περιπαικτικός όρος για να δηλώσει τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο (Θεός σχωρέστον!) από αντι-χριστοδουλική μερίδα του Τύπου (λ.χ. «Ελευθεροτυπία») και κυρίως να περιγράψει τον πληθωρικό χαρακτήρα του.

Τώρα που ο νέος Αρχιεπίσκοπος έχει κάπως ισορροπήσει τις συμπάθειες, μένει στους λεξικογράφους να διαπιστώσουν αν το «Μπιγκ Μακ» ήταν τελικά χαρακτηρισμός θεσμού, όπως ας πούμε το «φαραώ», ή το «Μίνωας», ή χαρακτηρισμός προσώπου, όπως λ.χ. το «Φύρερ» (τυχαία τα παραδείγματα).

Αντώνυμο: Και πάσης Ελλάδος (χρησιμοποιείται από τους φίλα προσκείμενους)

- Τα 'μαθες; Πάλι σήκωσε τα λάβαρα της επανάστασης ο Μπιγκ Μακ!
- Έλα ρε, γουστάρω! Λοιπόν, πολύ τον πάω τον Μπιγκ Μακ!
- Εγώ πάλι, προτιμώ το ΜακΜπέικον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified