Further tags

Πιο εμφατικά ο γεροτραχανάς.

Ένας γαμημένος σαβανοτραχανάς έχει πλακώσει τον ουρανό και τη ζωή των ανθρώπων. (Μηχανή του Χρόνου).

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα που έχει η ίδια καύλα και προκαλεί καύλα και στους άλλους.

  1. Ψηλή κι αφράτη καυλογκόμενα, με έξτρα λάρτζ βυζιά και καυτή κωλάρα! (Κουρσάρος)
  2. Δεν είναι πιτσιρικι αλλά είναι καυλογκομενα όπως ανέφερα και σίγουρα στην ηλικία που λέει. Προσωπικά με καυλώναν τα μάτια της. (Μπου).
  3. Οκ, σου αρέσει η γεύση του σπέρματος και νιώθεις καυλογκόμενα όταν σε χύνουν στο στόμα. Οκ, τα χυσαμόλια είναι το κάτι άλλο για σένα και έτσι δείχνεις αγάπη. (Blog).
  4. Όντας η πιο "καυλογκόμενα" που είχα ποτέ, έκανα απίστευτα γλέντια επάνω στο θεϊκό κορμί της. (BDSM).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι ο απερίσκεπτος, ο κουτουρατζής.

Μια ζωή κουτραμπάνης ήτανε. Κάποτε πήγε και έπαιξε όλες τις οικονομίες της γυναίκας του στο χρηματιστήριο. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Κάποιος ο οποίος φέρεται ηγεμονικά ταυτίζοντας έναν θεσμό με το πρόσωπό του. Βλ. και Μαρία Αντουανέτα.

  1. Ο Λουδοβίκος Μητσοτάκης επιμένει να θεωρεί τους αρχηγούς των άλλων πολιτικών κομμάτων στη χώρα ...επικίνδυνους. Ότι ο ίδιος είναι ο υπ' αριθμόν ένα εθνικός κίνδυνος δεν περνάει από το μυαλό του. Κι όμως 10 εκατ.Ελληνες το εζησαν για 4 χρόνια στο πετσί τους. Αρκετα. (Εδώ).
  2. Λουδοβίκος των αιθέρων ο Μητσοτάκης. (Εδώ).
  3. «Ο Λουδοβίκος Μητσοτάκης πρέπει να λογοδοτήσει πολιτικά, ενδεχομένως και ποινικά». (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Οι κομψευόμενοι νέοι της δεκαετίας του '60 και του '70 που φόραγαν "ψαλιδόκωλα" σακάκια, δηλαδή τα μοντέρνα σακάκια της εποχής με το ένα ή τα δύο ανοίγματα πίσω. Ήταν κάτι σαν συνώνυμο του τεντυμπόης.

Θυμάσαι το Στέλιο απ' τη Σχολή; Λοιπόν άμα τον δεις δεν θα τον γνωρίσεις! Μοντέρνα κουστουμιά, γραβάτα, πατούμενο, ψαλιδόκωλος κανονικός σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Σερραϊκό (τοπικό) ιδίωμα. Συνώνυμο της γάτας (κυριολεκτικά)

Και που σαι; Μου πετάγεται που λες μπροστά ενα μαρλιόκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Λεξιπλασία νέας εσοδείας, προϊόν κάποιου Συριζαίου που κάθεται με τη νεολαία.

Αποτελεί συνδιασμό των μπρο και Προέδρου. Απαντάται εναλλακτικά ως (μ)πρόεδρος ή μπρο-εδρος.

Έλα με φόρα μπρόεδρε!

Οι αρχηγοί (μα και όλοι οι υποψήφιοι εν γένει) επιλέγουν νέους διαύλους επικοινωνίας, ενώ ταυτοχρόνως προσαρμόζουν το λεκτικό τους μήνυμα. Ο Αλέξης Τσίπρας -σε πρόσφατο σοσιαλμιντιακό βίντεο- αποκλήθηκε (μ)πρόεδρος από νεαρό αγόρι.

Καθημερινή Στο νέο βίντεο του ΣΥΡΙΖΑ που έχει θέμα τη δικαιοσύνη, δεν βλέπουμε μόνο τον νεαρό ηθοποιό που εμφανίζεται πάντα, αλλά και τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα σε ρόλο… μπρο-έδρου.

Εφημερίδα των Συντακτών Το βίντεο που τα ξεκίνησε όλα

Got a better definition? Add it!

Published

Ενεργοπαθητικός είναι ένα άτομο που του αρέσει τόσο το ενεργητικό όσο και το παθητικό σεξ και μπορεί να εναλλάσσεται μεταξύ των δύο σε σεξουαλικές καταστάσεις. Ο όρος flip-flop ή flip fuck συνήθως περιγράφει την εναλλαγή από ενεργητικός σε παθητικός κατά τη διάρκεια μιας σεξουαλικής συνεύρεσης μεταξύ δύο ανδρών.

Από εδώ: ενεργοπαθητικός, παίρνω και τους δύο ρόλους, φετίχ τα γυναικεία εσώρουχα ατριχος..

Η ενεργοπαθητικότητα είναι μια έννοια του τρόπου ζωής. Η ενεργοπαθητικότητα, ωστόσο, δεν περιορίζεται στις απλές πράξεις της πρωκτικής, στοματικής ή κολπικής διείσδυσης, αλλά περιλαμβάνει επίσης τον διαχωρισμό των καθηκόντων και των ευθυνών στη σχέση.

Σύμφωνα με ορισμένους, το να ζεις έναν ενεργοπαθητικό τρόπο ζωής συνεπάγεται κάποιο άνοιγμα σε νέα πράγματα και αντίθεση στις ταμπέλες, τα στερεότυπα και τις γενικεύσεις. Επομένως, αυτή η έννοια διαφέρει από τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις όπου η σεξουαλική συμβατότητα δεν ξεκινά με το να μαντέψουμε ποιος θα καταλήξει ως ενεργητικός ή παθητικός. Σε αυτοπεριγραφές ανδρών που αναζητούν σεξ με άλλους άντρες, μπορεί να αναφέρουν τον εαυτό τους ως versatile ενεργητικό ή versatile παθητικό, εκτός από τη χρήση άλλων όρων.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μεσήλικας ή υπερήλικας άντρας που σαλιαρίζει ή την πέφτει σε πολύ μικρότερης ηλικίας γυναίκες.

Ο Τάκης μόλις δει καμιά πιτσιρίκα αρχίζει να την γυροφέρνει και να λέει σαχλαμάρες. Μάλλον ξεχνάει πως κοντεύει τα 55, το γεροντολιγούρι!

Got a better definition? Add it!

Published

O παραχαϊδεμένος, ο ανώριμος, ο άβουλος άντρας.

Ο Γιάννης είναι καλό παιδί αλλά δεν ξεκολλάει από τα φουστάνια της μάνας του. Εντελώς χαδομούνης δηλαδη.

Got a better definition? Add it!

Published