Further tags

Ο λυκειάρχης.

Και «λύκαινα» στην περίπτωση που η λυκειάρχης είναι γυναίκα.

Έτσι αποκαλούνται από μαθητές κυρίως, στην σχολική αργκό, προφανώς λόγω της ηχητικής συγγένειας των λέξεων.

Από τη σελίδα των schooligans:

«Γεια σας. Σας στέλνουμε από ένα κωλοχώρι της Εύβοιας. Στην αρχή όταν ο λύκος (σ.σ. ο λυκειάρχης) άκουσε ότι μπορεί να κάνουμε κατάληψη ήρθε στην τάξη και μας είπε ότι «η επαρχία δεν κάνει τέτοια». Όταν τελικά είδε ότι η επαρχία κάνει τέτοια, μας είπε ότι έχει βγει εγκύκλιος και ότι «έστω και για μια μέρα κατάληψη οι εκδρομές κόβονται αυτομάτως». Νόμιζε ότι θα μας φοβίσει! Τι να τις κάνουμε τις εκδρομές με τόσο μαλακία σύστημα;»

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Ράντγιαρντ Κίπλιγκ, στο Βιβλίο της Ζούγκλας, αναφερόταν στον Μόγλη, που όταν ήταν μωρό, εγκαταλείφθηκε στο δάσος. Εκεί ανατράφηκε από μια οικογένεια λύκων. Ζώντας ο Μόγλης με τα λυκόπουλα στην αγέλη, έμαθε τα μυστικά της ζούγκλας και έμαθε να ακολουθεί το σωστό μονοπάτι. Ο Μπέιτεν Πάουελ, ο ιδρυτής του Προσκοπισμού, διηγήθηκε την ιστορία στα πρώτα Λυκόπουλα (τα μικρά προσκοπόπουλα). Αυτά άρχισαν να παίζουν και να οργανώνονται σύμφωνα με τους κανόνες και τον τρόπο ζωής της αναφερόμενης αγέλης.

Τα Λυκόπουλα, αποτελούν μια παρέα αγοριών και κοριτσιών από 7 έως 11 χρόνων, που μαζεύονται κατά διαστήματα στην Αγέλη για να παίξουν, να τραγουδήσουν, να μαστορέψουν, να συζητήσουν, να κάνουν εκδρομές και να ζήσουν περιπέτειες.

Η ιδιότητα του λυκόπουλου (προσκοπόπουλου), ιδιότητα που αφορά τη νιότη και την ενεργητικότητα, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με αυτή που θα χρησιμοποιηθεί εδώ. Εδώ, όταν αναφέρουμε κάποιον /-α ως λυκόπουλο, αναφερόμαστε ειρωνικά σε κάποιον /-α που βρίσκεται σε γεροντάματα, είτε μιλάμε για γρίτζελο, είτε για παππουδέλι. Ο όρος δένει καλύτερα στην περίπτωση ομάδας γερόντων και στην περίπτωση ραμολιμέντων, περιπτώσεις όπου η αντίθεση από τον όρο που αναφέρεται στους νεαρούς προσκόπους, μεγιστοποιείται.

Έξω από ένα μουσείο έχει πήξει ο τόπος από γέρους. - Πω πω λυκόπουλα. Έπηξε ο τόπος από γερουσία.
- Έχει φαίνεται εκδρομή το ΚΑΠΗ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πόσες φορές σας έτυχε να έχετε βγει έξω και να κοιτάτε τον βοηθό σερβιτόρου να παίζει με τον δίσκο και να φαίνεται σαν καραγκιόζης; Και όταν θέλετε να το δείξετε στο φίλο σας για να σπάσετε πλάκα μαζί να σκύβετε το κεφάλι γιατί η πάμπλουτη, πανίσχυρη, μαγική (αν προφέρεται με ιαμβικό μέτρο) και χιλιοτραγουδισμένη ελληνική γλώσσα σας απογοήτευσε μιας και δεν έχει λέξη γι' αυτό, και δεν είσαστε τύπος του «Ψιτ, κοίτα»; Κι όμως! Υπάρχει λέξη!

Ο βοηθός σερβιτόρου για κάποιο λόγο, που αυτή τη στιγμή που διαβάζετε ακόμη ερευνούν, θεωρείται ιδιαίτερα τρέντι και μπάνικη εργασία. Για να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια και καταρρεύσει το σύστημα της νυχτερινής διασκέδασης πρέπει να το δείχνουν κιόλας. Οπότε βάζουν τον δίσκο στο δείκτη του «καλού» χεριού (από εδώ το πρώτο συνθετικό) και μιμούνται τον Μάτζικ ή και άλλους μπασκετμπολίστες που γυρνάνε την μπάλα με αυτόν τον τρόπο (το δεύτερο συνθετικό) γυρνώντας τον δίσκο. Την όλη εικόνα συμπληρώνει το απαραίτητο σούφρωμα των φρυδιών του πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore, το βλέμμα στο άπειρο και η προσωρινή κώφωση μιας και για να φέρει ένα ποτήρι νερό πρέπει να του το φωνάξεις τουλάχιστον με 120dB.

Πρόκειται για επαγγελματική αργκό και λειτουργεί όπως τα αστέρια στον στρατό, αποτελεί δείγμα προόδου (μαλακία παρομοίωση). Δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των βοηθών αλλά αυτοί χρειάζονται περισσότερη προσοχή πάνω τους, οι σερβιτόρες/οι έχουν ήδη αρκετή. Συντάσσεται με το ρήμα «κάνω»

(Ο φτασμένος βοηθός σερβιτόρου Δημήτρης μιλάει με την πολλά υποσχόμενη Φωτεινή)

Δ: - Και δε μου λες (Φωτεινή σε είπαμε;) πόσο καιρό πιάνεις δίσκο;
Φ: - Θα 'ναι 3 μήνες.
Δ: - Και με πόσα δάχτυλα κρατάς το δίσκο;
Φ: - Με τρία.
Δ: - Τί κλίση έχει η γωνία του αγκώνα;
Φ: - Γύρω στις 110 μοίρες για παρέες των 4ρων ατόμων με 1 κανάτα.
Δ: - Κάνεις δίσκοball;
Φ: - Όχι ακόμη, αλλά το παλεύω.
Δ: - Καλά, έλα να μου μιλήσεις όταν ο Τζόνι σταματήσει να περπατάει.

(από knasos, 29/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άτομα με πατέρα αγνώστου ταυτότητος και λοιπών στοιχείων. Συνώνυμο της λέξης μπάσταρδος. Η λέξη προέρχεται από το μουλάρι, το οποίο ως γνωστόν αποτελεί διασταύρωση όνου και ίππου, και δεν μπορεί να αναπαραχθεί. Συχνάκις συναντάται και ως μούλος.

Ήρθε χθες η αδελφή μου με το μούλικο τον γιο της, για να μου πούνε ότι η μάνα μου θα γράψει το σπίτι σ' αυτούς, αφού τους ανήκει δικαιωματικά. Ο μούλος μου είπε επίσης ότι αυτοί φροντίζουν τη γιαγιά περισσότερο από εμένα, γιατί την αγαπάνε. Άκου τι άνθρωποι υπάρχουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον όρο Δαλάι Λάμα. Ο Δαλάι Λάμα είναι ηγέτης του Λαμαϊσμού (Θιβετιανού Βουδισμού) και αντιπροσωπεύει τη ζωντανή ενσάρκωση μιας μορφής του Βούδα (της μορφής του ελέους).

Ο Σπαγκάι Λάμα αποτελεί έναν από τους Δαλάι Λάμα των τσιγκούνηδων. Έναν από τους οδηγούς και γκουρού τους δηλαδή. Παρόλο που οι καβούραμεν αναγνωρίζουν την αξία του δεν τον αποκαλούν έτσι, αφού ο όρος αποτελεί ειρωνική προσφώνηση. Ποιος τσιγκούνης δέχεται πως είναι σπάγκος;

Αντίθετα με τον Σπαγκάι που αναγνωρίζεται από τις ικανότητες του, ο συνάδελφος του ο Δαλάι επιλέγεται μετά τον θάνατο του Δαλάι - Λάμα ως εξής: ο διάδοχός εκλέγεται στο πρόσωπο του παιδιού που, την ώρα του θανάτου του Δαλάϊ Λάμα, γεννιέται και που, στο πρόσωπό του, αναγνωρίζονται από τους Λάμα μερικά σημάδια που πιστοποιούν τη νέα ενσάρκωση της μορφής του Βούδα, για την οποία γίνεται λόγος παραπάνω.

Όταν αποκαλούμε κάποιον έτσι, δεν αναφερόμαστε απλά, στο γλίνα, στον καβουράκια, στον αυγοζύγη, στον Σταρένιο, στο σπαγκόραμα και στον Σκρούτζ. Μιλάμε για κάποιον που ενσωματώνει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά πάει ακόμα πιο πέρα. Μιλάμε για τον τσιγκούνη, που έχει συνειδητοποιήσει πως οι ευκαιριακές αποταμιεύσεις, οι ασυστηματοποίητες ενέργειες και οι ευρέως γνωστές μέθοδοι δεν οδηγούν στο επιθυμητό κατ' αυτόν αποτέλεσμα. Μιλάμε για κάποιον που έχοντας δει ζεστά το θέμα, έχει ανάγει την τσιγκουνιά σε επιστήμη.

Αυτός εργάζεται άοκνα, συστηματικά και μεθοδικά προσπαθώντας, πρώτον, να βρει τα ελάχιστα εκείνα πράγματα για τα οποία πρέπει να γίνονται έξοδα και κατά δεύτερον στύβει το μυαλό του προσπαθώντας να επινοήσει νέους τρόπους αποτελεσματικότερης διαχείρισης των εξόδων. Εργάζεται και στο θεωρητικό πεδίο, αλλά και στο πεδίο της υλοποίησης. Είναι ένας Κύρος Γρανάζηςτης οικονομικής διαχείρισης. Θεωρεί πως η προσπάθεια για επινόηση νέων τρόπων ελαχιστοποίησης των εξόδων τον κάνει σοφότερο. Ή, μ' άλλα λόγια, τον κάνει λαμότερο ή και λαμογιότερο ακόμα.

Αν θεωρήσουμε την ακρίβεια πόλεμο, τότε το έργο του μοιάζει σαν την έρευνα που κάνουν τα κράτη σε χαλεπούς καιρούς για να αντεπεξέλθουν (γι' αυτόν βέβαια οι καιροί είναι πάντα χαλεποί). Όπως μια πραγματική ανάγκη οδηγεί σε νέα γνώση, έτσι η αντίληψη τής ανάγκης από τον φραγκοκίλλερ (είτε είναι πλούσιος, είτε όχι) μπορεί να οδηγήσει κατά τη γνώμη του, σε νέα επιτεύγματα.

Ωστόσο άλλοι τον θεωρούν γραφικό και φυλακισμένο σε μια χρυσή φυλακή (στην περίπτωση που είναι πλούσιος) κι άλλοι πως έχει ευέλικτο και δημιουργικό νου και πως είναι φωστήρας των απανταχού «οικονόμων» (τσιγκούνηδων) και πεφωτισμένος ηγέτης τους.

- Άσε, είχα πάει στο σπίτι της Μαρίας και έμαθα πως ο άνδρας της φτιάχνει ένα σύστημα που παίρνει τα νερά του μπάνιου και τα οδηγεί στο καζανάκι για να γίνεται οικονομία στο νερό. Κι αυτός παρακαλώ... καμαρώνει με τις μαλακίες του. Χύνει με την πάρτη του, το όργιο.
- Ε... ε... αυτός μ' αυτά που κάνει... δεν τον λες απλό τσιγκούνη. Σπαγκάι Λάμα τον λες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Καρλ Μπαρκς ήταν σεναριογράφος και σχεδιαστής κόμικς, από το 1920 μέχρι το 1966. Θεωρείται ο κορυφαίος δημιουργός ιστοριών ηρώων του Ντίσνεΐ. Δικό του δημιούργημα είναι και ο Κύρος Γρανάζης.

Ο Κύρος Γρανάζης είναι o καλόκαρδος, ιδιοφυής και ταυτόχρονα αφηρημένος εφευρέτης της Λιμνούπολης, που προτιμά την μοναχική ζωή και κατοικεί στο εργαστήριό του με συντροφιά τον πιστό βοηθό του, τον Γλόμπο. Σοφίζεται, μαστορεύει και πουλάει σε τιμή ευκαιρίας οτιδήποτε μπορεί κανείς να φανταστεί (συσκευές αντιβαρύτητας, χρονομηχανές, χαπάκια που υποκαθιστούν γεύμα, κλπ.) Ωστόσο, τις περισσότερες φορές η δουλειά του δεν εκτιμάται από τον κόσμο… Ο Κύρος, αν και έχει πρόθεση να βελτιώσει με τις εφευρέσεις του τον κόσμο, συχνά φέρνει την καταστροφή.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν αποκαλούμε κάποιον Κύρο Γρανάζη, υπονοούμε κάποιον που ωσάν άλλος Μαγκαιβερ, ασχολείται επί παντός επιστητού, προσπαθώντας να λύσει κάποιο πρόβλημα που τον απασχολεί. Προσπαθεί να υλοποιήσει καινοτόμες ιδέες, μελετώντας θεωρίες, χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα και πατέντες, προκειμένου να φτιάξει το πολυπόθητο δημιούργημά του. Ωστόσο άλλοτε το καταφέρνει, άλλοτε όχι. Διακρίνεται για την πλούσια φαντασία του και από το σαράκι της δημιουργίας του. Δεν εγκαταλείπει εύκολα τον αγώνα. Είναι στις επάλξεις μέχρι το ενενήντα. Το πρόβλημα καταντά μέσα του έμμονη ιδέα και κόλλημα. Έτσι το παίρνει πατριωτικά, αφοσιώνεται στο σκοπό του, παραμερίζει τις διάφορες δουλειές του και τις λοιπές προσωπικές του ανάγκες, εξόδους κλπ ώστε να φέρει σε πέρας το έργο του και να νιώσει ικανοποιημένος. Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά δεν πτοείται. Συνεχίζει ως ντούρασελ.

Ένας τέτοιος τύπος συνήθως είναι εντελώς αδιάφορος για εργασία ρουτίνας οπότε έχει πρόβλημα σε τέτοιου είδους εργασίες. Θα προτιμούσε να εργαζόταν σε ερευνητικό εργαστήριο με ανοικτό deadline. Πολλές φορές συναντά κανείς τέτοιους τύπους σε διάφορες εταιρείες που αναλαμβάνουν ειδικές αποστολές, λύνοντας ειδικά σύνθετα προβλήματα, εκεί που οι άλλοι εμφανίζονται ως αδύναμοι κρίκοι

- Ε τον πούστη τον Κύρο τον Γρανάζη. Του ‘χει καρφωθεί στο μυαλό η ιδέα να φτιάξει μια πρωτοποριακή συσκευή συλλογής και συμπίεσης αερίων κλανιοβομβαρδισμών, με στόχο την απομόνωση του διοξειδίου του άνθρακα και τη χρήση του ως καύσιμο υλικό. Οπότε καταλαβαίνεις. Όλη η οικογένεια τρώει κλάσιμες ύλες, το σπίτι βρωμάει κι ο τρελός επιστήμονας όλο αναφωνεί ως άλλος Αρχιμήδης: Εύρηκα - Εύρηκα... αλλά ακόμα ψάχνει. Έχει κολλήσει στην τρέλα του. Τίποτα δεν τον απασχολεί πια.

- Ε με τη φόρα που 'χει πάρει και με τα έξοδα που κάνει για να το καταφέρει, αν δεν τα κακαρώσει λόγω έλλειψης ψιλικού οξέος, θα σκάσει απ' την μπόχα.

Αρχιμήδης (από GATZMAN, 27/10/08)Ο άνθρωπος Κύρος Γρανάζης και οι γλόμποι του (από GATZMAN, 28/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς ως σαλτιμπάγκος ορίζεται ο μεσαιωνικός υπαίθριος γελωτοποιός, συνήθως άσχημος και αξιολύπητος τη εμφανίσει, συνήθως τελεί υπό τας εντολάς κάποιου προύχοντος και καθήκον του είναι η διασκέδασις των συνδαιτυμόνων. Σήμερον, σαλτιμπάγκος είναι ο γελοίος τη εμφανίσει ή/και λόγω συμπεριφοράς.

(Εν ώρα αχαλίνωτης διασκεδάσεως εν χοροοινοπνευματοποτείον, κοινώς club)

Κλέων: - Ουάου λέγω! Η χορευτική φιγούρα εις την οποία προβαίνω καταπλήσσει και διασκεδάζει τους πάντες!
Τίμων: - Μα προκαλείς σε όλους γέλωτα εμπαιγμού και ειρωνείας! Διατί χορεύεις αφού δεν γιγνώσκεις χορόν; Σαλτιμπάγκος είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην τραπεζική σλάγκ, αντώνης αποκαλείται ο κάτοχος επιπρόσθετης πιστωτικής κάρτας που εκδίδεται σε υφιστάμενο λογαριασμό κάποιου. Εκ του αγγλικού add-on cardholder.

- Τι έπαθες βρε Μήτσο και τραβάς τα ελάχιστα εναπομείναντα μαλλιά σου;
- Είχα την φαεινή ιδέα να κάνω την Ούρσουλα αντώνη. Αφού με φέσωσε κανονικά, την έκανε για Κίεβο και τώρα κοιμάμαι στα σανίδια.
- Οι μαλακίες πληρώνονται, γιατρέ μου...

Αντωνία εν δράσει (από Vrastaman, 27/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που είναι ταυτόχρονα ξενέρωτος και ανέραστος, με τη μία ιδιότητα να τροφοδοτεί την άλλη ατέρμονα, αδιάκοπα και ατελείωτα.

- Έχω δει ξενέραστες γκόμενες, αλλά αυτή ξεπερνά κάθε προηγούμενο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που πανικοβάλλεται χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος.

- Τι πανικοβλαμμένος που είναι ο Κώστας! Αφού ήξερε πώς θ' αργήσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified