Further tags

Η αυθαιρεσία που χαρακτηρίζει τους ταρίφες, το σύνδρομο king of the road, η λογική του σερίφη ή ταρίφη της ασφάλτου, αφού επιθυμούν να καθορίζουν τους νόμους κατά το δοκούν, τους έχει εντάξει στα μάτια του κόσμου ως μια ξεχωριστή κάστα ατόμων. Τους ταρίφα-ταρίφα.

Κοροϊδευτικά, έμφαση στην ανάγκη για «προστασία» της κίτρινης φυλής. Κάτι σαν τις μονάχους-μονάχους, κάτι σαν τις καρέτα-καρέτα, που η επίδραση τους βέβαια μάλλον με τις μύγες τσε-τσε θα μπορούσε να παραλληλιστεί.

  1. - Είδες τι παρανομία έκανε ο άτιμος ο ταρίφας; Και έχει το θράσος να φωνάζει κιόλας.
    - Κάνουν ό,τι γουστάρουν. Δεν μπορείς να βρεις το δίκιο σου. Μιλάμε για ταρίφα-ταρίφα. Δεν βρίσκεις άκρη.

  2. (Κοροϊδευτική ατάκα)
    - Γιατί ρε τα βάλαν όλοι με τους ταρίφα-ταρίφα; Γιατί τέτοιος ρατσισμός πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται αντί επιφωνήματος προς έγκριση πράξεως ανδρείας. Συνοδεύεται από γκριμάτσα σκληρού τύπου, βλέπε εξώφυλλα μπλακ μέταλ δίσκων, και το αντίστοιχο νεύμα -ελαφρά και κοφτή κίνηση της κεφαλής προς τα κάτω.

Στο ουδέτερο, πάλι εν είδει επιφωνήματος, με προφορά ένρινη και παρατεταμένο το -ο-, εξαπολύεται όταν ανακοινώνεται γεγονός το οποίο δεν έχει, και θα θέλαμε να έχει, σχέση με εμάς, παρ' όλ' αυτά έχουμε το θράσος να αντιδρούμε χαιρέκακα καθώς «μακριά απ'τον κώλο μας, κι όπου θέλει ας είναι».

  1. - Θα πάρω κι άλλη μπύρα.
    - Σκληρός.

  2. - Άσε ρε φίλε. Στην εξεταστική που θέλω να πάρω το γαμήδι το πτυχίο, μου σκάνε τρία μαθήματα την ίδια μέρα.
    - Σκληρόοοο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(συνέχεια των παραπάνω) Πέρα απ' τη διάλεκτό τους, το βασικότερο χαρακτηριστικό των barboyle είναι ο τσαμπουκάς τους. Πιο εύκολα ξεκινάς καυγά με μπαρμπόιλ, παρά με οξύθυμο πιτσιρικά που μπλέκει με φασαρίες και κουβαλάει μαχαίρι. Πηγαίνουν στις δημόσιες υπηρεσίες με σκοπό να κάνουν φασαρία με το καλημέρα σας, το παίζουν ξερόλες γενικά κλπ. Αναφέρονται συχνά στο πόσο διαφορετικά και καλύτερα είναι στην Γερμανία, με συνεχή παραδείγματα και υψηλό τόνο φωνής -σαν τους ζουλού ένα πράμα, παρόλα αυτά όταν ήταν εκεί πεθυμούσαν την Ελλάδα. Επόμενο στάδιο μετά τα μπαρμπόιλ είναι τα παππούδια.

Βλέπεις ξένη ταινία και σου πετάνε την super ατάκα «χαμήλωσέ το, αφού έχει γράμματα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσαρλατάνος, ο επαγγελματικά άχρηστος, ο ανίδεος. Προηγείται συχνά της λέξης ιατρός.

- Δεν αισθάνομαι καλά, θα πάω να με εξετάσει ο γιατρός του 1ου ορόφου.
- Είσαι τρελός. Εγώ σε αυτόν δεν θα πήγαινα ούτε την πεθερά μου. Είναι μεγάλος σχιντζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι ο Μπαμπινιώτης, (δεν είναι ο κροταλίας), αλλά μία επικίνδυνη μεταλλαγμένη παραλλαγή του, βγαλμένη μέσα από λάθος πειράματα που πραγματοποιήθηκαν σε φρικτά ναζιστικά εργαστήρια γενετικών ερευνώνε, και ο οποίος κάποια στιγμή το έσκασε και ανέλαβε να κατακρεουργήσει τον πλούτο της γλώσσης ήν μας έδωκαν Ελληνικήν. Πρόκειται για τερατώδες όν, κάτι μεταξύ μπαμπουίνου και Μπαμπινιώτη, που κυκλοφορεί ελεύθερο και πυροβολεί αδιακρίτως, σκορπίζοντας τον τρόμο και το σύστριγγλο. Ά, κόντεψα να το ξεχάσω, είναι και μέλος του slang!

Μεταξύ φίλων :
- Άσε ρε μεγάλε που θα μου πεις ότι η Ελενίτσα ξέρει Γαλλικά...
- Ναι ρε μαλάκα σου λέω, αφού έχει πάρει το Μπακαβλορεά...
- Ωοοοο, μεγάλε έγραψες! Για πάρτε ρε ένα μπαμπουινιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τρόποι και οι συνήθειες της καβουροσύνης που χαρακτηρίζουν εναν τσιγγκούνη. Οπως λέμε σπαγγέτι αλα Μπολονέζ, αντίστοιχα μπορούμε να πούμε π.χ: σπαγγέτι αλα Βρασίδα. Αν τώρα το Σπαγγέτι άυτό συνηθίζεται για χρόνια και τείνει να λειτουργεί ως τρόπος ζωής, τοτε θα μπορούσε να γραφεί και ως Σπαγγέτη.

- Χθες που λες, μου τηλεφώνησε ένας φίλος και μου είπε να πάμε να πιούμε καφέ. Πού λες να μου είπε; Στο πρακτορείο του ΚΤΕΛ. Τόσο τσιγκούνης πια. Αδιόρθωτος!
- Λοιπόν αυτή η περιγραφή μου θυμίζει Σπαγγέτι αλα Βρασίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπλά μπλάς, ο δημοσιοσχετίστας, αυτός που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλλες. Αυτός που σερβίρει την αλήθεια γαρνιρισμένη με παραμύθι και το κάνει με πειστικό τρόπο. Χρησιμοποιεί στρατηγικές πειθούς και αν τα πράγματα έρθουν ανάποδα μπορεί οπάλι με μαεστρία να τα μπαλλώσει και να βγεί λάδι. Κι όλα αυτά σε dt.

- Μου τη σπάει πως ενώ είμαι εντάξει στις εργασιακές υποχρεώσεις μου, εντούτοις στη δουλεία προωθούνται οι ημέτεροι και οι διπλωμάτες.
- Στη ζωή πρέπει να είσαι και λίγο biri biri maker. Αλλιώς δεν καταφέρνεις τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φανατικός και υπερσυντηρητικός θεούσος, ή ο υπερσυντηρικός παπάς.

- Ο Ιερώνυμος είναι πιο συντηρητικός απ΄ ότι ήταν ο Χριστόδουλος;
- Ουδεμία σύγκριση. Ο Χριστόδουλος σε σύγκριση μαζί του ήταν ταλιμπάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντασμένος καρακιτσάτος τριχωτός ελληναράς εραστής που θεωρεί τον αυτό του Μεσογειακό Άδωνι και πρώτο καμάκι. Η φράση προήρθε από γνωστό τραγούδι.

- Τι είναι αυτός ρε ο τριχωτός που 'χει στηθεί μπρος στην πλαζ και ποζάρει σαν μοντέλο... Πως την έχει δει ο χλαπάτσας; - Γκρήκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ!

(από Khan, 11/03/14)(από Khan, 11/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι τους ξέρετε! Μπαρμπόιλ είναι οι τύποι μεγάλης ηλικίας (μπάρμπες) άνω των 40 ή απλά βλάχοι που κάνουν παρέα με μεγαλύτερους. Το λήμμα συνδυάζει άριστα το μπάρμπας με το αγγλικό gargoyle.

Τους χαρακτηρίζουν διάφορες ιδιαιτερότητες όπως η ομιλία, οι συνήθειες κλπ. Φράσεις όπως «φέρε το κουμπιούτερ», «πάλι μικιμάου βλέπεις», «βάλε την ΕΡΤ2», «βάλε το 5» (και εννοούν το κανάλι που είναι στην 5η θέση της τηλεόρασης, τί σκατά είναι το 5;), «θα πάμε με την κούρσα στο χωριό», «Τουότα», «Ο Θάντερκατς» και άλλες τέτοιες μαλακίες χαρακτηρίζουν απόλυτα το μπαρμπόιλ. Επίσης κάνουν και μπαρμποϊλίστικα αστεία που μόνο αυτοί καταλαβαίνουν. Οι γνώμες διχάζονται στο εάν ο πληθυντικός είναι μπαρμπόιλ ή μπαρμπόιλς.

- Εάν σε είχα γιο θα σε... (διάφορες δικές τους μπαρμποϊλίστικες αηδίες)
- Είσαι μπαρμπόιλ.

ο μπάρμπας μπεν με το (μ)παρμποιλ\'ντ ρύζι (από vanias, 23/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified