Further tags

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πατσαβουρέξ:

Εκ της πατσαβούρας, στον υπερθετικό βαθμό χάρη στο υποτιμητικό γαμοσλανγκοτέτοιο -εξ.

1.
- γαμωω τηννν πουταναα σουυυ παλιο μαλακισμενηη την νικολετα μην την ξαναενοχλήσεις γτ θα σου γαμησω οτι εχεις και δεν εχεις παλιο πουτανι αντεεε πατσαβουρεξ μπαζοοο εισαιιι εσυ ξεκωλιάρα ψαντεεεε τωραα γτ θα ξεσπάσω σε σενα ολη μου την ψυχολογία!!! .!.‎

2.
- Αγόρασα λάδι 10-40 ημισυνθετικο μάρκας ΜPΜ, 5λιτρο, και ένα φίλτρο λαδιου Πατσαβουρέξ με σύνολο 21€ με ΦΠΑ. το λάδι κάνει 4€ το λίτρο.
- Τι μαρκα λεει το κουτι; Purflux μηπως;

Πατσαβούρα της Βέρμαχτ (από Khan, 16/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός. Πιθανώς με την επιρροή του αγγλοαμερικανικού «motherfucker».

Στις βρισιές μετρά μάλλον η δύναμη της προσβολής και του σοκ που προκαλούν παρά η κυριολεκτική τους σημασία. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να αναπτύξουμε ότι ο «γαμώμανος» είναι είτε αυτός που γαμά τη μάνα του, είτε αυτός που η μάνα του γαμιέται γενικότερα, είτε αυτός που η μάνα του γαμιέται από τον υβριστή.

Βλ. και γαμομανάς.

  1. Από εδώ:

Ελπίζω όποιος γαμώμανος γράψει μαλακίες για την ήττα χθες στο τσατ να φάει μπαν. Από την ζωή.

  1. Από εδώ:

Ψόφα γαμώμανε και άλλαξε όνομα στη σελίδα.. ξεφτίλα..

  1. Από εδώ:

8 Μαρ. 2009 ... ELA MIA MERA APO XOLARGO MERIA GIA KAFE GAMOMANE ..... epaize otan tn petuxe o psilos stn paro kokoko kwlogayroi mounia...gate13 ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός και αρκούδως λολαδερός χαρακτηρισμός για χρυσαύγουλα, εκ του «Χ.Α.» και του αυγά.

Βλ. επίσης: εγέρθουτου, κασιδιάζω, ναζιάρης, σκινάς, χρυσά αυγά, χρησοί αβγύ.

1.
Άκουσα το χάβγουλο βουλευτή Κουκούτση να παραπονιέται επειδή είναι υποχρεωμένος να κυκλοφορεί με το Μερσεντές που του παραχώρησε η Βουλή και καίει πολλή βενζίνη και δε βγαίνει οικονομικά.

2.
Γιάννης Πλούταρχος... το καλύτερο παιδί, που γουστάρει τα ΧΑβγουλα.

3.
Κανένα χαβγουλο δεν φοράει παντελόνια

4.
ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΤΡΟΦΟ ΟΥΓΚΑΝΟ. ΠΟΛΥ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΜΕΣΟ ΧΑΒΓΟΥΛΟ

(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που μεταφέρει μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών, συνήθως από χώρα σε χώρα, χωρίς να εμπλέκεται σε λιανεμπόριο. Βλέπε σχετικά βαποράκι, όπου το υποκοριστικό παραπέμπει σε διακίνηση μικροποσοτήτων, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο. Οι δύο όροι είναι εναλλάξιμοι.

Πιθανόν η μεταφορά μουλάρι καθιερώθηκε εξαιτίας της μεταφοράς ναρκωτικών με πραγματικούς ημίονους, πρακτική που παρατηρείται εκτός άλλων στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Παρομοίως (ίσως) για το βαποράκι: ο κύριος τρόπος εισόδου των σκληρών ναρκωτικών (κόκα) στην Ελλάδα είναι δια θαλάσσης.

- Πώς έβγαλε ξαφνικά τόσα χρήματα αυτός ο μαλάκας;
- Ακούγεται πως κάνει το μουλάρι, φέρνει πρέζα από τα Σκόπια..

Αναπαράσταση μουλαριού που μεταφέρει ναρκωτικά (τσιμπημένη από ρατσιστικό άρθρο κατά Αλβανών).  (από Khan, 21/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που οπλοφορεί, νόμιμα ή παράνομα.

- Φίλε με σταμάτησαν στην Ποσειδώνος δυο περιπολικά χθες το βράδυ και κατέβηκαν κάτω 4 σιδερωμένοι με τσαμπουκά λες και πιάσαν τον Ρωχάμη σου λέω.

- Τι λε ρε φίλε; Τελικά τι σου βρήκαν;

- Τρίχες μωρέ, έλεγχος ρουτίνας ήταν αλλά ήταν σουρεάλ η κατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι Αμερικάνα τραγουδίστρια μουσικής κάντρι. Στα ελληνικά όμως το λέμε για γυναίκα παρτόλα από το «πάρτον» κι επειδή μοιάζει με όνομα πορνοστάρ.

-Θα του είναι πιστή η Μαρία;
-Τι πιστή; Η γυναίκα είναι ντόλι πάρτον! Δεν θα μπορεί να περάσει πόρτα από τα κέρατα.

(από Khan, 07/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την απόλυτη ονείρωξη κάθε πιτσιρικά μιλφιάδη: το τουμπανιζέ αιλουροειδές μιλφίδιο που μπεμπεκίζει λολιτοπρεπώς προκειμένου να αιχμαλωτίσει και να κατασπαράξει τα τρυφερά του θηράματα.

Σε αντίθεση με την κοινή μιλφάρα που θέλεις να γαμήσεις, η κουγκαρομπεμπέκα είναι ένα υψηλών οκτανίωνε πουροπίπινο, μια οδοντοφόρος τεκνατζού γεροντομπεμπέκα που θέλει να ξεσκίσει εσένα. Αρκεί να έχεις ακόμα καβλόσπυρα.

Λεξιπλασία τον Khan, βλ. σχόλια στο λήμμαν κούγκαρ.

1.
- Βλ. και την πορτ-μαντό λέξη κουγκαρήν (cougareen), υβριδικό αιλουροειδές εκ των cougar και teen, ήτοι η κουγκαρομπεμπέκα, που, ενώ βασικά είναι κούγκαρ, μπεμπεδίζει, συμπεριφέρεται σαν λολίτα, κάνει εφηβικά νάζια κ.ο.κ.

2.
- (η κουγκαρομπεμπέκα) Φαινομενικά συνδυάζει τις δύο αμοιβαία αποκλειόμενες γυναοκείες ιδιότητες που οδηγούν την ανδρική λίμπιντο, την αθωότητα και την εμπειρία. Βλ. και κουγκαρομπεμπέκα.

Κουγκαρομπεμπέκα εν δράσει με μιλφιάδη. (από Khan, 07/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στην γερμανίδα ηγέτιδα με το χαρακτηριστικό βαθύ ντεκολτέ, αλλά σε παλαιά επαγγελματική σλανγκιά των ενενήνταζ για τον αντικριστή. Κάθε χρηματιστηριακή είχε το καγκελάριό της που στεκόταν κάτω από το «κάγκελο» του ταμπλό τση Σοφοκλέους και εκτελούσε με κραυγές και χειρονομίας τις εντολές αγοραπωλησίας χαρτιώνε που του έστελναν τα μπροκεράκια.

Ως εκτελεστικά όργανα, οι καγκελάριοι θεωρούνταν ένα σκαλάκι κάτω από τους μπροκεράδες στην τροφική αλυσίδα. Αυτό δεν τους εμπόδισε να καταστούν τοπικοί ήρωες τση Σοφοκλέους, πουλώντας μούρη, διαχέοντας (παρα)πληροφόρηση και παίζοντας μελανό ρόλο στο στήσιμο πυραμίδων και αεροπλανανακίωνε.

Αλλάζει όμως ο καιρός, να βροχές, να χαλάζια, να κεραυνοί πάει η Σοφοκλέους πάν' οι καγκελάριοι, πάν' όλα. Παραμένει η στήλη του Καγκελάριου στην «Ημερησία» μονάχη.

ΚΑΘΗ. Μήπως τηλ στον lobbystas ο κ. Μποτόπουλος; ή μήπως είναι
πολύ-απασχολημένος με τα του ΠΑΣΟΚ. Της ΕΛΙΑΣ, sorry!. Φέρτε τα δανεικά & αγύριστα στο δημόσιο, ρε!!!!.
* ΠΛΑΙΣΙΟ*. Ειδοποιήθεις εγκαίρως, ειδοποιήθεις, που μου έλεγε παλιά
ένας καγκελάριος του Σιαφάκα. Για το Λαύριο, βέβαια τότε, ο άνθρωπος-
νάναι καλά- αλλά μέσα έπεφτε ο μπαγάσας

(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπροκεράς, μπροκεράκι

Αναφερόμεθα στον μπροκερά, τον χρηματιστηριακό πράκτορα που πραγματεύεται με εντολές αγοραπωλησίας χαρτιώνε.

Οι χρηματιστηριακές εταιρίες αμείβουν τον μπροκερά με ποσοστό επί του όγκου των συναλλαγών. Ωσεκτουτού, ο μπροκεράς έχει κάθε συμφέρον να προκαλεί τον τζίρο της πελατείας του. Σε αντίθεση όμως με τους «καλούς» μπροκεράδες που και καλά αναπτύσσουν σχέση μακρόχρονης εμπιστοσύνης με τους πελάτες τους, τα μπροκεράκια δρουν ευκαιριακά προσφέροντας συμβουλές για τον πούτσο δίκην παπαγαλακίωνε.

Πολλά αμόρφωτα και ακαλλιέργητα μπροκεράκια των ενενήνταζ μετεξελίχτηκαν επί των ημερών μας σε μεγαλοσχήμονες τραπεζικούς παράγοντες.

Εναλλακτικά, ο κάθε είδους διαμεσολαβητής.

1.
Προτού εργαστεί ως δημοσιογράφος από το ‘90 ήταν ένας άτεγκτος και ιδιαίτερα επιτυχημένος «μπροκεράς», κατά την χρηματιστική ιδιόλεκτο, ο οποίος διαπραγματευόταν πετρέλαιο στα χρηματιστήρια της Nέας Yόρκης και της Σιγκαπούρης...

2.
πουσαι ρε γιαννη δρ,,,,μεγαλωσες αλλα εδωσες πολλα τωρα ειμαστε στα μαυρα ..........μαυρο σε μεγα μπροκεραδες και αλλλους μεσιτες στυλ γιωργηδες που σκεφτονται και την παρτη τους......................ειμαι και θα παραμεινω απλος διαμεσολαβητης

3.
ΧΑΧΑ τωρα λες πως οποιος μπει θα χασει ;;;; Οταν ελεγες αγορες στο +200% απ οτι ειναι τωρα, ηταν καλυτερα ε ;; Μπροκερακι της πλακας

4.
Πάντα πίστευα ότι ο πραγματικός σκοπός του ταξιδιού του Σαμαρά στις ΗΠΑ ήταν να συναντήσει την υπερδύναμη JPMorgan (και όχι, βέβαια πρωτίστωσ, τις Η.Π.Α.). Τα ραντεβουδάκια φαίνεται να κλείστηκαν από τα μπροκεράκια (Αβραμό). Μιχάλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified