Further tags

Κακεντρεχής χαρακτηρισμός του Κόμματος και των μελών του, υπονοεί ότι οι κουκουέδες είναι πειθήνια βελάζοντα προβατάκια.

Βλ. επίσης: αρσενοκνίτης, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο, κούτβηδες, λαϊφστάλιν, σταλίνας, σταλινοτσολιάς, το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα.

1.
- Από τη σύγκρουση εκείνη, εκτός από το μόνιμο πρόβλημα του ελληνικού πανεπιστημίου, έμεινε στην ιστορία το όνομα του αρχισυνδικαλιστή τότε της ΚΝΕ στο Χημικό, του φημισμένου Μαλάμη. Θα τον θυμίζουν στους επόμενους και οι στίχοι τραγουδιού του Τζίμη Πανούση, που τότε έχτιζε κι αυτός την εικόνα του ατίθασου και αταξινόμητου καλλιτέχνη: «Βάρα μας Μαλάμη, χτύπα μας Μαλάμη, είμαστε όλοι μαζοχιστές» διότι «μας χτυπούσαν αδελφωμένοι φοιτητές και εργατιά». («Μαλαμης ο αρχιτραμπουκος των τραμπουκων του κουκουμπε»)

2.
- αχαχαχαχαχα η νουδουλα το τσυριζα το πατσοκ η ρημαδ οι καμμενοι και τα κουκουμπε εχουν …………. σοβαρό φιλοσοφικό ὑπόβαθρο.

3.
- ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΚΟΥΚΟΥΜΠΕ,,,,,,ΞΥΠΝΗΣΕ Ο ΛΑΟΣ

4.
- Τσιπρανδρέου, Θαμαράς, Ποταμίσοι, Κουνέλης, Κουκουμπε..ΑΝΤΑΡ-CIA, Αλ Καμίν ή Κρασέμπορας;

5.
Μια φορά από κάτι κουκουμπέδες σαν εσένα Λευτεράκη δεν έχουμε κάτι να περιμένουμε. Εσύ πας με τα γυναικόπαιδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω καλό οπτικό αποτέλεσμα στην κάμερα, ιδίως στην τηλεοπτική και κινηματογραφική, έχω φωτογένεια, η εμφάνισή μου (ρούχα, μακιγιάζ, συμπεριφορά, υποκριτική) είναι πετυχημένη και ευχάριστη για τον τελικό θεατή.

  1. Από εδώ:

Στην παραγωγή που θα κυκλοφορήσει απ’ ευθείας σε DVD στις 4 Ιουνίου πρωταγωνιστής είναι ο Randy Orton και απ’ ότι φαίνεται από τις πρώτες εικόνες o Viper γράφει στην κάμερα.

  1. Από εδώ:

Ο Νάιτζελ, που τουλάχιστον γελάει συχνά και γράφει στην κάμερα, έγινε η φωνή τους εκεί που η φωνή τους δεν ακουγόταν και καμία γκάφα δεν θα του στερούσε την ψήφο τους.

  1. Από εδώ:

Το θέμα με τον Lundgren είναι ότι διαφέρει από τα «action icons» των '80ς σε αρκετά πράγματα. Δεν είναι μόνο ένας γεροδεμένος, γραμωμένος πρώην αθλητής, που «γράφει» στην κάμερα. Έχει μερικά... πραγματάκια ακόμα, όπως : πτυχιούχος Μηχανολόγος, σπουδές στο Royal Institute of Technology της Στοκχόλμης, υποτροφίες και διδακτορικά στα πανεπιστήμια του Σίδνεϋ και του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης(MIT) και συμβολή στην κατασκευή του συστήματος ύδρευσης στα διαστημικά λεωφορεία της NASA.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περούκα, ιδίως η κακής ποιότητας που δεν μπορεί να ξεγελάσει κανέναν και να θεωρηθεί φυσικό μαλλί. Αναλόγως, οι επεκτάσεις των μαλλιών (extensions) και άλλες παραπλήσιες προσθήκες ξένου τριχικού υλικού.

Βλ. και καούκα, φλοκάτη.

  1. Από εδώ:

Σπανια εμφανιση του Ν. ΚΟΥΡΟΥ με ψοφιμι μαλλι περουκα & φυσικη καταληξη μεσηλικα που γινεται ταρανδος απο μανουλι..

  1. Από εδώ:

aytes oi xoreftries sta clubs pou vazoun tis kammenes xan8es treses den fovountai mhn fygei sth fash figoura elikoptero panw se kanena dolio pelath; kai paei sto diaolo pes pws ginetai. an einai kai karaflas; den 8a gelaei olo to syban mazi tou an katsei to psofimi sthn kouroupa tou; krima einai

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πόμολο εσφαλμένα ταύτισε το τραμπάκουλο με το ταράκουλο, με αποτέλεσμα η έκφραση παθαίνω τραμπάκουλο να έχει ψιλοκαθιερωθεί (βλ. εδώ).

Άλλο όμως οι Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως. Το βέρο τραμπάκουλο (> Ιταλ. trabàccolo) υπήρξε espèce de αργοκίνητο ιστιοπλοικό που προ αιώνων μετέφερε εμπορεύματα κι επιβάτες στην Αδριατική.

Η πρώτη εκσλάνγευση του όρου αφορούσε σε εύχοντρους και δυσκίνητους ανθρώπες, κυρίως του ασθενούς φύλου, της συνομοταξίας φακλάνα, μαούνα, θωρηκτό Ποτέμκιν.

Δευτερεύουσα σημασία: υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις στην ιστιογραφία ότι το τραμπάκουλο εκφέρεται κι ως συνώνυμο τση καρπαζιάς.

  1. - Το μεγάλο, ογκώδες, άχαρο, κατσιβέλικο αντικείμενο, ιδίως όχημα.
    (Kitty Darling, εδώ)

  2. - ΟΚ, είναι το αργό καράβι και λέγεται επίσης για μια γυναίκα κάποιων κιλών που περπατάει σεινάμενη-κουνάμενη.
    (ΡΤΠ, εδώ)

  3. - Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα.
    (Μ. Καραγάτσης, εδώ)

  4. - Ενα πράμα δμως άπορώ : πώς κρατείς στά λιανά σου τά πόδια, στά καλάμια σου, αυτό τό τραμπάκουλο.
    (Γ. Ξενόπουλος, εδώ)

5.
- θα σου ρίξω ένα τραμπάκουλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χλίμης, ο χλιμίτζουρας, ο φίτσουλας, ο χλέμπουρας, η χλεμπόνα, ο χλεμπονιάρης, ο λαδοπόντικας, ο πορδοσάλτε.

Προφάνουσλυ εκ του ομώνυμου εμπτύσματος.

1.
Αυτός ο χλέπας που θέλανε κάτι δικά μας τσουτσέκια, να του δώσουνε να κρατήσει τη σημαία, λές κι ήτανε κανένα καφάσι ντομάτες, θα γυρίσει από τις Λόντρες, που τον σπουδάξαμε, και θα κάνει κόμμα, να μας μπει και στη μύτη!

2.
Και μέσα σε όλα αυτά κάθε καρακάξα στο γραφείο να συζητάει για τον «Άγιο Βλαμμεντίνο», τι δώρο θα της πάρει ο γκόμενος και πόσο θα χώσει το χέρι στην τσέπη ο κάθε χλέπας. Τι άντρες σκυλάκια κυκολοφορούν ρε διάολε.

3.
Ποσο χλεπας πρεπει να εισαι για να προσπαθεις να πηδηξεις δειχνοντας καρτα της ΧΑ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὅστις μπαγλαρώνει: πας τεστοστερονούχος νταής, τζόρας, βαρυψώλης, μπατσόνι, κουραδόμαγκας, ή ανήκων σε λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

1.
25-30 μπαγλαράδες με ρόπαλα και αλυσίδες να δέρνουν ένα φουκαρά και ίδιο είναι να τα βγάζεις πέρα μόνος ;. Ρόμπες σε όλα τους.

2.
Όσο για τις κομματικές νεολαίες, τρομάρα τους. Θυμάμαι πριν από λίγο καιρό στην Νομική όταν μια ομάδα δέκα ατόμων μπήκε και διάλυσε μια αίθουσα, όπου συνεδρίαζε μία ολόκληρη συνέλευση τμήματος με διακόσια άτομα, κανένας «δημοκράτης» μπαγλαράς, δεν βρέθηκε να ορθώσει το ανάστημα του και να τους πάρει με τις κλωτσές.

Ινσέψιο: το μπαγλάρωμα ενός μπαγλαρά. (από σφυρίζων, 16/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Αιτιολογεί την αδυναμία εκτέλεσης κάποιας απαιτητικής σωματικής κίνησης είτε λόγω δύσχρηστης περιβολής, είτε λόγω ακατάλληλου σωματότυπου.

Η φράση δύναται να ειπωθεί με αυτοσαρκαστική διάθεση από τον φέροντα την δύσχρηστη αμφίεση ή τον ακατάλληλο σωματότυπο, αλλά και με αμιγώς σαρκαστική διάθεση από κάποιον τρίτο.

Το νόημα μπορεί να επεκταθεί περιλαμβάνοντας οιοδήποτε ποιοτικό χαρακτηριστικό εμποδίζει την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου.
Γενικά, πρόκειται για υπαινιγμό της άσκοπης επιβάρυνσης μιας κατάστασης με άχρηστα ή δύσχρηστα, υλικά ή άυλα αντικείμενα. Μια μπιχλιμπιδοκατάσταση δίχως νόημα δηλαδής.

η σύζυγος - Πιάνεις αγάπη μου το βαζάκι με τη βαζελίνη, που ‘ναι στο πάνω-πάνω ράφι της βιβλιοθήκης;

ο σύζυγος – (τεντωμένος και ανήμπορος κάτω από το ράφι) Γαμώτη...δεν βοηθάει και το καλσόν...

(από Ricky, 16/06/14)(από Ricky, 16/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη ναρκοσλάνγκ, ο τύπος ή το μέρος που μπορείς να βρεις ή/και να προμηθευτείς ό,τι βάλει ο νους σου (θεωρητικά) από τα είδη ναρκωτικών που κυκλοφορούν. Συνήθως αυτός ή εκεί που υπάρχει κάποια ποικιλία γιατί σπάνια έως ποτέ δεν τα έχει κάποιος όλα.

-Λέω να φύγω για κάνα μήνα κάμπινγκ στη Ίφκινθο και πρέπει να ψωνίσω τίποτα, έχεις καμιά καλή άκρη;
-Tράβα στο Τζίμακα, αυτος είναι φαρμακείο. Ό,τι γουστάρεις τό 'χει.
-Και οι ξήγες του, λένε;
-Όπως σε κόψει...

«Με περνάει μια βόλτα από τό Σύνδεσμο... μαλάκα φαρμακείο εκεί μέσα... χόρτα, σκόνες, χάπια... Τα πάντα όλα! Τρόμαξα να βγω...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βάρβαρος που τρώει βελανίδια για να ζήσει. Το λέμε για να βρίσουμε τους Βορειοευρωπαίους που έτρωγαν βελανίδια, όταν οι Έλληνες ήταν πολιτισμένοι. Και κάποιος που είναι ουγκ λέγεται βελανιδοφάγος Ούννος.

Μας πάνε γαμιώντας οι βελανιδοφάγοι! Μόνο για να έρχονται το καλοκαίρι να κάνουν μπάνια μας θέλουν.

Εντάξει να τον φιλοξενήσουμε τον φίλο της Μαρίας. Αλλά μη μας βγει κάνας βελανιδοφάγος Ούννος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά για τους Γερμανούς, όπως λέμε Οστρογότθοι και Βησιγότθοι, ότι είναι βάρβαροι και κοπρίτες.

Θα χάνουν οι Έλληνες τα σπίτια τους και θα τα αγοράζουν οι κοπρογότθοι να κάνουν διακοπές γαμώ τη μανούλα τους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified