Further tags

Μεταφορά κατά την οποία τονίζεται η ιδίοτητα του μεγέθους: Εικονική διόγκωση των όρχεων στο μέγεθος πλανητικού σώματος, η οποία προβάλλεται ως αποτέλεσμα αδιάλειπτης επανάληψης κάποιας λεκτικής (κυρίως) ή άλλης συμπεριφοράς από τρίτους.

Ρε μαλάκα, ειλικρινά τώρα, θα κόψεις να λες τις ίδιες και τις ίδιες παπαριές;; Αμάν σήμερα! Μου 'χεις κάνει τ' αρχίδια πλανήτες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μουφρούζης, -α

Ο/η συνοφρυωμένος/-η που κάνει ναζάκια.

Είναι μουφρούζα σήμερα γιατί δεν τις κάναμε τα χατίρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τα καλιαρντά, εκ του πουρό (< ρομανί phuro= γέρος, παππούς) και τεκνό, και σημαίνει κάποιον προχωρημένης ηλικίας, που φέρεται σαν νεαρός γκόμενος, προσέχει την εμφάνισή του, και ψάχνεται για ερωτικές περιπέτειες. Συνώνυμο: γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο, πουροτινέιτζερ. Βλ. και πουρογκόμενα.

  1. Θα πάρω τηλέφωνο τον Γιώργο Παπανδρέου και θα του πω να ξαναφτιάξουμε το συγκρότημα που είχαμε στη Μασαχουσέτη. Για να μην ψάχνουμε για τα άλλα δύο μέλη, που μπορεί και να τα έχουν τινάξει, θα πάρουμε για μπασίστα τον Χρύσανθο Λαζαρίδη και για τραγουδιστή τον Σίμο Κεδίκογλου, που είναι πουροτεκνό και θα κάνει θραύση στις πενηντάρες. (Από το Κατὰ Πιτσιρίκον Ημερολόγιο του Αντώνη Σαμαρά στο Unfollow 29, Μάιος 2014, σ. 35-36).

2. Ουαουυυ, εγω με...πουροτεκνο;
Θα σκασω μουρη με το λαμε το πι το ξωπλατο κ θα στειλω τις γριες στο φαρμακειο με το καροτσι της λαικης...ασε που θα ριξω σ ολες τις λεμοναδες κατι χαπακια που βρηκα...σπασμενα...
Α, και να μην ξεχασω...να ξεχασω το χαπι για το παρκινσον, δεκαεφτα βαθμους εχω..

3. Kι όμως υπάρχει τοιούτος τύπος γκέουλα, που θυμίζει φαγιούμ, είναι πουροτεκνό, δεν τα έχει όλα τα μαλάκια του ,και ο δικός μας βγαίνει στο πιο ελληνοπρεπές του, όχι τόσο ευρωπαία φάση, έχει ......... μαυριδερό δέρμα, αλλά κάπως πιο αβρό, γενικά θυμίζει Μύρη κι έτσι, χαρακτηρίζεται και ως σιδώνιος νέος από το ποίημα του Καβάφη

(από Khan, 22/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πρεζέμπορος, -ας, -όρι

Από το πρέζα (ναρκωτικό) και το έμπορος. Σημαίνει αυτος που πουλάει ναρκωτικά ή και ο ναρκομανής (ή τοξικομανης).

Στην τάξη του φροντιστηρίου μου έχω ένα πρεζέμπορα, το παιδί σνιφάρει μαρκαδόρους εν ώρα μαθήματος σου λέω.

Στο σκοτεινό και αφανές πίσω μέρος του λυκείου πέφτει πολύ πρεζεμπορία και είναι όλα δωρεάν απλά τα ανταλλάζουν με κάτι άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τύπος έλληνα οδηγού

ο Τάσος οδηγεί με το χέρι του ταρίφα να κρέμεται έξω από το παράθυρο συνήθως κρατώντας τσιγάρο, το αμάξι του είναι πάντοτε πλυμένο και ελάχιστα πειραγμένο (διαφορά με κάγκουρα), φοράει γυαλί ηλίου χειμώνα-καλοκαίρι και κάνει συχνά περάσματα από μπουρνάζι για να κοζάρει καταστάσεις (ομοιότητα με κάγκουρα), εκείνο που τον διακρίνει είναι η ώριμη οδηγική του ικανότητα δεν θα κάνει υπερβολές όμως θα το ανοίξει εκεί που πρέπει (διαφορά με κάγκουρα), περνάει το όχημα από το μάτι της βελόνας ελισσόμενος με χαρακτηριστική άνεση ενώ την ίδια στιγμή αστειεύεται για το δύσκολο της μανούβρας που όμως για τον ίδιο είναι πις οφ κέικ αλλά ποτέ δεν θα το παραδεχτεί γιατί αυτός είναι ο Τάσος.

Τέλος, ο ορίτζιναλ Τάσος έχει μαλλί με χαίτη από τα 80's (διαφορά με κάγκουρα)

- Έλα ρε περνάω να σε πάρω με τ'αμάξι
- Όχι ρε άσ' το έχει κλείσει το κέντρο λόγω πορείας.
- Αγόρι μου...θα περάσω μέσα από την πορεία και θα νιώσουν μόνο το αεράκι στα μαλλιά τους...
- Όπα ρε Τάσο!

Σχετικοάσχετο (από Khan, 25/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέσβω, η λεσβόγκα, το λεσβιόνι, η σβόγκα.

Η τυχαία συνάντα μιας τίμιας λεσβίας και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ίδι πάνω σε μια σλανγκοραπτική κλίνη.

1.
Ένα ξανθό κι ένα καστανόξανθο λεσβίδι γλείφονται και γαμιούνται με ευφτραφές δονητάρι μέσα στη φύση

2.
Γενικά Σκανδιναυία παίζει πολύ λεσβίδι. e «ξεκολιασε» τες να γίνουν γυναίκες κανονικές ...μερικά χαστούκια βοηθάνε γενικά

3.
Εννοείται πως αφήνω απ' έξω τα αλήστου μνήμης λεσβίδια (Tatu)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κυπριακός όνος ήταν (και είναι) σωματώδης, γερός και δυνατός, σε αντίθεση με τα γαϊδουράκια που υπήρχαν στα νησιά του Αιγαίου και την υπόλοιπη Ελλάδα, γι αυτό και γινόταν εξαγωγή του. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, πριν από 70, περίπου, χρόνια, ήταν από τις σημαντικότερες εξαγωγές της Κύπρου προς την Ελλάδα. Οι κάτοικοι της Ελλάδας γνώρισαν ένα ζώο που, σε αντίθεση με τα γαϊδουράκια με τα οποία ήσαν συνηθισμένοι, δεν ήταν εύκολο να το χειραγωγήσουν, ειδικά όταν μουλάρωνε και πεισμάτωνε.

Έτσι η φράση στην Ελλάδα «κυπραίικο γαϊδούρι» λέγεται σκωπτικά είτε σε υπερβολική αναισθησία, είτε σε υπερβολική ισχυρογνωμοσύνη, όταν ο άλλος μουλαρώνει και πεισματώνει έντονα.

Αμετάπειστος είναι, μουλάρωσε σαν κυπραίικο γαϊδούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τσάκος.

Ο πολύ έξυπνος, αυτός που τα πιάνει με την μία.

Αυτός που ανακάλυψε την τζιβάνα όμως πρέπει να ήταν μεγάλος τσάκαλος!

Δεν χρειάστηκε να του το εξηγήσω δεύτερη φορά, τσάκος ο δικός σου!

Καλό και το βιογραφικό, αλλά για το γραφείο χρειαζόμαστε κάποιον που να είναι τσάκαλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάρα πολύ όμορφος στα καλιαρντά, εκ του α΄ συστατικού θεο- και του λατσός (<lačho = καλός, όμορφος στη ρομανί).

  1. ΕΝΑΣ ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ ΚΕΡΑΜΙΔΟΓΑΤΟΣ ΚΑΝΕΙ ΣΑΝ ΤΖΑΣΛΟΣ ΓΙΑ ΜΠΑΡΕΣ ΝΙΑΟΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ web. ΕΧΕΙ ΝΤΕΖΙ. (Από σάιτ για ενήλικες).

  2. ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΠΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΥΛΗΣ ΜΟΥ ΑΛΛΑ ΠΕΡΑΣΑ ΦΙΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΑΡΓΑΡΟΤΕΚΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΣΤΟ FERRY ΒΟΑΤ. ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ Ο ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ. (Αποκατέ).

  3. Εισαι θεολατσος και μπεναβεις μεσικ. Τζασε την καθε καλιαρντω, λουγκρα, και ανεμιαρα και αβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσολ. (Από το Νέτι)

(από Khan, 20/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, σκωπτικά, και ο γνωστός οινοποιός και δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης.

Άγαλμα του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη θέλει να στήσει ο Μπουτάρης

Άγαλμα του σφαγέα του Ελληνισμού θέλει να στήσει στη Θεσσαλονίκη ο Γιάννης Μπουτάρης. Συνεχίζει να προκαλεί ο εθνικά επικίνδυνος κρασοπατέρας στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, θέλοντας να αυξήσει τον αριθμό των Τούρκων τουριστών, στο πλαίσιο του σχεδίου «Ottoman Heritage Tour». Επιπλέον, θέλει να ανακαινίσει τεμένη και παλιά οθωμανικά κτήρια και να οργανώσει «ξενάγηση οθωμανικής κληρονομιάς». Είναι ο ίδιος άνθρωπος που ήθελε να απαγορεύσει στους Ποντίους να τιμήσουν τη μνήμη των σφαγιασθέντων προγόνων τους από τον Κεμάλ. Και τώρα θέλει να στήσει άγαλμά του στην πλατεία Αριστοτέλους. Και ωραία, το στήνει. Πόσο καιρό θα μείνει...;
(εδώ)

Από το παράδειγμα δεν φαίνεται να είναι παρατσούκλι του Μπουτάρη, αλλά απλός χαρακτηρισμός. Παρακαλούμε αν κάποιος έχει άλλο παράδειγμα να το καταθέσει στα σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified